Τη αυτή
ημέρα, Κυριακή έκτη από του Πάσχα, το εις τον εκ γενετής Τυφλόν εορτάζομεν του
Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού θαύμα.
Κι αυτό το θαύμα του Κυρίου μας έγινε κοντά
στο νερό, όπως κι εκείνα της Σαμαρείτιδας και
του παραλύτου. Συνέβη δε ως εξής· Όταν ο Χριστός
συνομιλούσε με τούς Ιουδαίους και τούς αποδείκνυε ότι είναι ίσος με
τον Πατέρα κι ότι Αυτός ως Υιός του Θεού Πατρός υπήρχε πριν
να γεννηθεί ο Αβραάμ, εκείνοι πήραν πέτρες και Τον λιθοβόλησαν.
Ο Χριστός
τότε έφυγε από ανάμεσά τους. Φεύγοντας όμως από εκεί με
τούς Μαθητές Του συνάντησε κάποιον που γυρνούσε εδώ κι εκεί,
χωρίς να ξέρη που πηγαίνει, γιατί είχε γεννηθεί τυφλός ( Ιωάν. κεφ. 9,). Είχε
τις κόγχες των ματιών του, χωρίς όμως να βλέπει.
Όταν, λοιπόν, συνάντησαν τον τυφλό οι μαθητές
Του, Του έθεσαν μια ερώτηση. Είχαν ακούσει αυτό
που είπε στον Παράλυτο, όταν τον θεράπευσε· «Κοίταξε, έγινες καλά,
πρόσεξε μην ξαναμαρτήσης». Επίσης ήξεραν ότι·«Η
αμαρτία των γονέων δημιουργεί κακό στα παιδιά». Ρώτησαν,
λοιπόν· «Διδάσκαλε, ποιός αμάρτησε για να γεννηθεί
τυφλός; Αυτός η οι γονείς του;» Υπήρχε άλλωστε μια
παλιά δοξασία των φιλοσόφων, που έλεγε ότι οι ψυχές προϋπάρχουν σ’ έναν
άλλο κόσμο κι επειδή εκεί
αμαρτάνουν,
μπαίνουν μέσα σε σώματα ανθρώπων που γεννιούνται μόνο και μόνο για να
τιμωρηθούν. Ο Χριστός όμως μ’ ένα μόνο λόγο Του απορρίπτει και
καταδικάζει όλες αυτές τις φιλοσοφικές φλυαρίες.
Απαντά, λοιπόν, και λέει·
«Δεν συμβαίνει τίποτε απ’ αυτά.
Γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν τα έργα του Θεού», δηλ. τα
δικά Μου (ο λόγος δεν ήταν για τον Πατέρα, αλλά για
τον Υιό). Και το «για να» δεν είναι δηλωτικό της αιτίας, αλλά της
αποφάσεως. (Με άλλα λόγια, δε γεννήθηκε
αυτός τυφλός για νάχει ο Χριστός κάπου να δείξει ένα τέτοιο θαύμα, αλλά,
επειδή εκείνος γεννήθηκε έτσι, γι’ αυτό
ο Χριστός έκανε το θαύμα Του).
Κι αφού είπε αυτό ο Χριστός,
έφτυσε κάτω, έκανε πηλό με το πτύσμα Του
κι άλειψε τους τύπους των οφθαλμών του τυφλού. Στη
συνέχεια του έδωσε εντολή να πάει στην κολυμβήθρα (δεξαμενή) του Σιλωάμ
και να νιφθεί. Αυτό το έκανε, για να δείξει ότι Αυτός είναι Εκείνος
που έπλασε στην αρχή τον άνθρωπο παίρνοντας
χώμα από τη γη. Πλάθει, λοιπόν, ο Χριστός
τους οφθαλμούς, οι οποίοι είναι το κυριότερο από τα
όργανα που υπάρχουν στο σώμα. Και με τον
τρόπο αυτό δείχνει ότι πάλι Αυτός είναι Εκείνος
που έδωσε ψυχή και ζωή και δύναμη στην άψυχη ύλη κατά
τη Δημιουργία, όπως ακριβώς έδωσε τώρα τη ζωή και την κίνηση στους
πήλινους οφθαλμούς του τυφλού. Δε χρησιμοποίησε νερό, αλλά το
πτύσμα Του για να κάνη σε όλους γνωστό ότι από το
Θεϊκό Του στόμα επήγασε όλη η Χάρη.
Κι ακόμη έφτυσε κάτω, επειδή επρόκειτο ύστερα να τον στείλει προς την κολυμβήθρα του Σιλωάμ,
μην τυχόν νομίσουν ότι το νίψιμο εκείνο έκανε το θαύμα. Επί
πλέον τον προτρέπει να νιφθεί, για να μην αποδώσει κανείς τη θεραπεία στο
χώμα η στον πηλό εκείνο. Και τον στέλνει προς
του Σιλωάμ για να υπάρχουν πολλοί μάρτυρες της θεραπείας του, αφού πηγαίνοντας
θα συνάντησε, ασφαλώς, πολλούς, οι οποίοι θα τον είδαν με τον
πηλό αλειμμένο στα μάτια του.
Υπάρχουν και μερικοί ερμηνευτές που
λένε πως, όταν νίφθηκε δεν έφυγε ο πηλός από πάνω
του, αλλά ότι ο πηλός αυτός, μόλις ήρθε σε
επαφή με το νερό, άρχισε να μετασχηματίζεται,
μέχρις ότου δημιουργήθηκαν οφθαλμοί για τον τυφλό.
Η λέξη Σιλωάμ σημαίνει απεσταλμένος. Η
δεξαμενή αυτή βρισκόταν έξω από την πόλη. Στα χρόνια του βασιλιά Εζεκία, όταν οι
εχθροί είχαν περικυκλώσει την πόλη κι είχαν καταλάβει
την περιοχή της πηγής Σιλωάμ, τότε το νερό σταμάτησε να βγαίνει. Μάλιστα, πριν ακόμα φτιάξουν
πηγάδια και δεξαμενές οι πολιορκούμενοι για να συγκεντρώνουν νερό, αν κάποιος
κατ’ εντολήν του προφήτη Ησαΐα πήγαινε να πάρει
νερό από την πηγή του Σιλωάμ, τότε μόνο έβγαζε νερό.
Αν όμως κανείς πήγαινε από μόνος του η αν πήγαινε
κάποιος απ’ τους εχθρούς σταματούσε
να βγάζει νερό. Για να δείξει, λοιπόν, ο Χριστός ότι κι
Αυτός προέρχεται εκ του Θεού, όπως ο προφήτης Ησαΐας,
γι’ αυτό στέλνει εκεί τον τυφλό, κι αμέσως εκείνος αρχίζει να βλέπει. Κάποιοι λένε ότι η πηγή ονομάζεται Σιλωάμ
(=απεσταλμένος), εξ αιτίας αυτού του
τυφλού, ο οποίος ήταν απεσταλμένος απ’ το
Χριστό.
Αποκτά, λοιπόν, μάτια ο τυφλός,
με δύναμη και τρόπο ανέκφραστο. Ούτε κι ο ίδιος γνώριζε πως να εξηγήσει το
μυστήριο αυτό που του συνέβη. Οι γείτονες και όσοι άλλοι τον γνώριζαν, όταν τον
είδαν ξαφνικά να έχει όραση, όπως κι οι άλλοι άνθρωποι,
δε μπορούσαν να το πιστέψουν και αμφέβαλλαν, αν είναι
αυτός που γνώριζαν. Αυτός όμως ομολογούσε σε όλους ότι είναι
ο πρώην τυφλός. Κι όταν τον ρωτούσαν ποιός ήταν η αιτία
της θεραπείας του, διακήρυττε ξεκάθαρα ότι τον θεράπευσε ο Χριστός.
Ωστόσο, όταν οι
Φαρισαίοι άκουσαν το παράδοξο θαύμα, πάλι συκοφάντησαν το Χριστό
ότι τάχα δεν τηρεί την αργία του
Σαββάτου. Γιατί και το θαύμα αυτό του τυφλού έγινε, όπως φαίνεται,
ημέρα Σάββατο. Επήλθε, λοιπόν, διχασμός ανάμεσά τους γι’ αυτόν
το λόγο. Άλλοι έλεγαν ότι ο Ιησούς είναι εκ Θεού,
γιατί έβλεπαν τα θαυμαστά σημεία που γίνονταν από Αυτόν,
κι άλλοι έλεγαν ότι δεν είναι, γιατί δεν τηρεί την αργία του
Σαββάτου.
Όσοι, λοιπόν, είχαν καλή ιδέα γι’ Αυτόν,
ρωτούν τον τυφλό· «Εσύ, τι λες γι’ Αυτόν;»
Αμέσως ο τυφλός τους λέει απερίφραστα ότι είναι Προφήτης - η
λέξη Προφήτης για τους Ιουδαίους ήταν κάτι
πολύ σπουδαίο.- Αυτοί όμως πάλι δυσπιστούν για το αν ήταν τυφλός
και τον θεράπευσε ο Χριστός. Στέλνουν, λοιπόν, και καλούν τους γονείς του, ίσως γιατί
δεν πίστεψαν στη διαβεβαίωση των γειτόνων. Έτσι, λοιπόν, ενώ με
όσα κάνουν θέλουν να σκεπάσουν το γεγονός, το μόνο
που κατορθώνουν, είναι να το κάνουν περισσότερο φανερό. Γιατί οι γονείς του
τυφλού ομολογούν τα πάντα, έστω κι αν από φόβο
μήπως γίνουν αποσυνάγωγοι, αφήνουν την τελική απάντηση στο
παιδί τους, λέγοντας ότι ο γιος τους έχει την κατάλληλη ηλικία,
και άρα μπορούν να ρωτήσουν τον ίδιο.
Τότε και πάλι οι Ιουδαίοι
λένε στον τυφλό· «Δόξασε το Θεό! Αυτός σε θεράπευσε και όχι ο Χριστός. Ο
Χριστός είναι αμαρτωλός, γιατί καταργεί την αργία του
Σαββάτου». Ο τυφλός όμως, θέλοντας να φανερώσει με έργα ότι ο Χριστός
είναι Θεός, τους απαντάει· «Δεν ξέρω, αν είναι αμαρτωλός.
Ένα ξέρω, ότι ήμουν πριν τυφλός και τώρα με τη βοήθειά Του βλέπω».
Πάλι λοιπόν τον ξαναρωτούν· «Πώς σου άνοιξε τα
μάτια;» Κουράστηκε όμως να τους εξηγεί ο τυφλός, γι’ αυτό
και δεν τους περιγράφει πια με λεπτομέρειες. Τους λέει μόνο ότι,
αν ο Άνθρωπος Αυτός δεν προερχόταν απ’ το
Θεό, δε θα μπορούσε να κάνη τέτοιο θαύμα.
Τότε οι Φαρισαίοι τον έβρισαν,
επειδή ομολόγησε ότι είναι μαθητής του
Χριστού κι επειδή είπε ότι κανένας ποτέ δεν άνοιξε τα
μάτια ανθρώπου, που είχε γεννηθεί τυφλός. Γιατί κι άλλοι έδωσαν το
φως σε ανθρώπους που είχαν τυφλωθεί (ενώ πριν
έβλεπαν), όμως κανένας δεν έδωσε το
φως σε άνθρωπο που ήταν εκ γενετής τυφλός.
Οι Φαρισαίοι, λοιπόν, πρώτα τον κορόιδεψαν και
μετά τον διέγραψαν και τον έδιωξαν από τη Συναγωγή. Ύστερα απ’ αυτά
τον βρίσκει ο Ιησούς
και του λέει· « Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Κι ο πρώην
τυφλός, όταν έμαθε ποιος ήταν Αυτός με τον οποίο συνομιλούσε
και τον οποίο έβλεπε για πρώτη φορά, (γιατί δεν τον είχε δει
προηγουμένως, αφού ήταν ακόμη τυφλός), αφού Τον προσκύνησε, έγινε μαθητής
Του και διακήρυττε την ευεργεσία που του έκανε.
Η περικοπή αυτή του Ευαγγελίου θα μπορούσε να ερμηνευθεί και
αλληγορικά· Τυφλός ήταν όλος ο λαός των εθνικών,
τον οποίο συνάντησε ο Χριστός διαβαίνοντας
πάνω στη γη. Ή κι αλλιώς· Ερχόμενος
ο Κύριος για να βρει τους Εβραίους, πέρασε κι από τα
έθνη. Και φτύνοντας κάτω και κάνοντας πηλό τους άλειψε τα
μάτια, δηλαδή τούς δίδαξε. Διότι, όπως το πτύσμα Του κατέβηκε
απ’ το στόμα στη γη, έτσι κι
ο Χριστός κατέβηκε απ’ τον
ουρανό στη γη σα σταγόνα (στην αγία γη της Αειπαρθένου)
κι έλαβε σάρκα απ’ τηΘεοτόκο.
Έπειτα έδωσε στους εθνικούς και το θείο Βάπτισμα.
Αυτό συμβόλιζε το νίψιμο στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Στη συνέχεια ο Χριστιανικός
λαός, που προέρχεται απ’ τους εθνικούς,
δίνει θαρραλέα ομολογία για το Χριστό (όπως ο τυφλός), διώκεται (όπως ο τυφλός),
μαρτυρεί γι’ Αυτόν και τελικά διακηρύσσει και δοξάζει το Χριστό ως Υιό του
Θεού.
Τω απείρω ελέει σου, Φωτοδότα Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημας. Αμήν.
Η εικόνα είναι από τη διεύθυνση http://ierosnaosagandreou.blogspot.com/2010/05/blog-post_08.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου