Τη αυτή ημέρα Κυριακή εβδόμη από του Πάσχα, την εν Νικαία Πρώτην Οικουμενικήν
Σύνοδον εορτάζομεν των τριακοσίων δέκα
και οκτώ θεοφόρων Πατέρων.
Σήμερα εορτάζουμε για τον εξής λόγο·
Αφού ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ολοκλήρωσε όλο το σχέδιο της ενανθρωπήσεώς Του
και με την ένδοξη Ανάληψή
Του επανήλθε στον πατρικό Του θρόνο, οι άγιοι Πατέρες
μας θέλησαν να μας δείξουν·
α) ότι πραγματικά και αληθινά ο Υιός
του Θεού έγινε τέλειος άνθρωπος και ότι ως
Θεός και άνθρωπος ανελήφθη στούς ουρανούς και κάθησε στα δεξιά του
Θεού, εκεί όπου ήταν προηγουμένως και
β) ότι η Σύνοδος της Νικαίας
(325 μ. Χ.) ανεκήρυξε και ομολόγησε τον Ιησού Χριστό ομοούσιο και
ομότιμο με τον Πατέρα.
Σαν εύστοχο τρόπο, λοιπόν, για να πετύχει τα
παραπάνω η Εκκλησία
μας θεώρησε την τιμή προς τούς θεοφόρους Πατέρες που συμμετείχαν στη Σύνοδο εκείνη,
η οποία ανακήρυξε τον αναληφθέντα Ιησού Χριστό τέλειο Θεό και
τέλειο άνθρωπο. Έτσι, σαν καλύτερη ημέρα θεώρησε τη σημερινή
Κυριακή, γιατί είναι μετά την ένδοξη Ανάληψή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Η Σύνοδος αυτή έγινε όταν
ο αυτοκράτορας
Μέγας Κωνσταντίνος (306-337 μ. Χ.) ήταν στο εικοστό έτος της
βασιλείας του. Όταν σταμάτησαν οι
διωγμοί, ο Κωνσταντίνος έγινε στην αρχή βασιλιάς
στη Ρώμη. Έπειτα έχτισε την
τρισευτυχισμένη πόλη που φέρει το όνομά του, την
Κωνσταντινούπολη, το έτος 5858 από Κτίσεως κόσμου. Τότε
δημιουργήθηκε και το πρόβλημα με τον Άρειο και την αίρεσή του.
Ο Άρειος καταγόταν απ’ τη
Λιβύη. Πήγε στην Αλεξάνδρεια
και χειροτονήθηκε διάκονος απ’ τον
άγιο ιερομάρτυρα Πετρο Αλεξανδρείας
(300-311 μ. Χ.). Ύστερα όμως άρχισε να διδάσκει διδασκαλίες βλάσφημες, που δεν τις
αποδεχόταν η Εκκλησία μας. Άρχισε, δηλαδή,
να διακηρύττει παντού ότι ο Υιός του Θεού, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός
δεν είναι κι Αυτός Θεός, αλλά ένα κτίσμα του Θεού, ότι έγινε από το
μηδέν, όπως όλα τα κτίσματα κι ότι καταχρηστικά και όχι πραγματικά
ονομάζεται Σοφία και Λόγος του Θεού! Και τα έλεγε αυτά
δήθεν για ν’ αντικρούσει το δυσσεβή
Σαββέλιο, ο οποίος υποστήριζε ότι ο Θεός είναι ένα πρόσωπο
και μία υπόσταση κι ότι άλλοτε παρουσιάζεται ως
Πατήρ, άλλοτε γίνεται Υιός και άλλοτε Άγιο
Πνεύμα. Ο άγιος Πέτρος Αλεξανδρείας βλέποντας ότι ο Άρειος
δε δεχόταν να απορρίψει τις αιρετικές του διδασκαλίες τον καθήρεσε.
Είδε μάλιστα ο άγιος Πέτρος και σχετική οπτασία·
Είδε το Χριστό σα βρέφος στο άγιο Θυσιαστήριο με
σχισμένο το χιτώνα Του και Τον ρώτησε· «Κύριε, ποιός Σου έσχισε το
χιτώνα;». Κι ο Κύριος του απάντησε· «Ο Αρειος».
Όταν μετά τον Άγιο Πέτρο έγινε αρχιερεύς της
Αλεξανδρείας ο Αχιλλάς
(311-312 μ. Χ.), ο Άρειος υποσχέθηκε να απορρίψει τις
διδασκαλίες του. Πείστηκε ο αρχιερεύς, τον επανέφερε στην
τάξη των κληρικών, κι από διάκονο τον έκανε πρεσβύτερο. Του ανέθεσε μάλιστα
και τη διεύθυνση του διδασκαλείου της Αλεξανδρείας! Όσο ζούσε ο Αχιλλάς,
ο Άρειος δεν εκδήλωνε τα αιρετικά του
φρονήματα. Όταν αυτός εκοιμήθη, έγινε επίσκοπος της
πόλεως των Αλεξανδρέων ο άγιος Αλέξανδρος
(313-328 μ. Χ.). Διαπίστωσε όμως ότι ο Άρειος πίστευε και
δίδασκε πάλι τις βλάσφημες διδασκαλίες του. Συγκάλεσε, λοιπόν, τοπική Σύνοδο με
εκατό επισκόπους από την Αίγυπτο και τη
Λιβύη και τον απέκοψε τελείως απ’ την Εκκλησία.
Όπως μας διασώζει ο Θεοδώρητος,
ο Άρειος πίστευε και ότι ο Χριστός είχε φύση
τρεπτή, η οποία μπορούσε να μεταβληθεί προς το καλύτερο η προς
το χειρότερο! Κι ακόμη μας αναφέρει ότι πρώτος ο Άρειος
δίδαξε τη βλάσφημη άποψη πως ο Κύριος πήρε σάρκα
χωρίς ψυχή και χωρίς νου!
Ως πρεσβύτερος σε μια τόσο μεγάλη πόλη, ο Άρειος
παρέσυρε πολλούς στην ασεβή διδασκαλία του. Επαναστάτησε
κατά του επισκόπου του Αλεξάνδρου. Έγραψε και
παρέσυρε στην αίρεσή του τον Ευσέβιο επίσκοπο Νικομηδείας, τον
Παυλίνο επίσκοπο Τύρου, τον Ευσέβιο επίσκοπο Καισαρείας
και άλλους. Ο Αλέξανδρος, ο Πατριάρχης
της Αλεξάνδρειας έγραψε γράμματα παντού. Ανακοίνωσε
την καθαίρεση και τον αφορισμό του Αρείου κι εφιστούσε την
προσοχή των επισκόπων κι όλων των Χριστιανών στις
διδασκαλίες του. Τα γράμματά του είχαν σαν αποτέλεσμα πολλοί να ξεσηκωθούν εναντίον της
αιρέσεως αυτής.
Όμως η Εκκλησία
ταρασσόταν ακόμα απ’ την αίρεση αυτή κι απ’ τη
φιλονικία για το δογματικό αυτό ζήτημα, και θεραπεία δε φαινόταν στον ορίζοντα.
Τότε ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος συγκέντρωσε τούς εκπροσώπους των
κατά τόπους Εκκλησιών.
Έστειλε για το λόγο αυτό στα πέρατα της Οικουμένης δημόσια οχήματα και
τους μετέφεραν στη Νίκαια της Βιθυνίας. Την ορισμένη ημέρα ήλθε κι
ο ίδιος όταν συγκεντρώθηκαν οι εκπρόσωποι.
Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτη η στάση του· Κάθισαν όλοι οι
κληρικοί στις θέσεις τους κι αυτός έμεινε όρθιος. Κάθισε μόνο όταν του
το επέτρεψαν οι εκπρόσωποι των Εκκλησιών.
Και μάλιστα δεν κάθισε σε θρόνο βασιλικό, αλλά σε κάθισμα ταπεινό. Άρχισε
τότε η Σύνοδος και παρουσιάσθηκαν οι διδασκαλίες του Αρείου.
Μετά από πολλή εξέταση όμως, κατακρίθηκαν και αναθεματίστηκε όχι μόνον ο Άρειος, αλλά και
όσοι πίστευαν τα ίδια μ αυτόν.
Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Κύριός
μας Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, είναι ομοούσιος,
ομότιμος και συνάναρχος με τον Πατέρα. Συνέταξαν
μάλιστα και το άγιο Σύμβολο της Πίστεως μέχρι τη φράση· «Και εις
το Πνεύμα το Άγιον». Τα επόμενα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως τα συνέταξε η δεύτερη
Σύνοδος. Επιπλέον αυτή η πρώτη Σύνοδος όρισε με κανόνα της τα
σχετικά με την εορτή του Πάσχα, δηλαδή πότε και πως θα εορτάζεται το
Πάσχα. Αποφάσισαν, λοιπόν, να εορτάζεται χωριστά από τούς
Ιουδαίους κι όχι μαζί τους, όπως όριζε κάποιο
έθιμο προηγουμένως. Ακόμη αυτή η πρώτη Σύνοδος
συνέταξε και είκοσι οκτώ Κανόνες που αφορούν την εκκλησιαστική τάξη.
Το Σύμβολο της Πίστεως με τις υπογραφές των παρισταμένων
Πατέρων το υπέγραψε και το επικύρωσε στο τέλος με κόκκινη
γραφή ο Μέγας Βασιλεύς και ισαπόστολος Κωνσταντίνος.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι Πατέρες που συμμετείχαν
στη Σύνοδο ήταν τριακόσιοι δέκα οχτώ. Απ αυτούς
διακόσιοι τριάντα δύο ήταν επίσκοποι, ενώ οι υπόλοιποι ογδόντα έξη ήταν ιερείς, διάκονοι και μοναχοί. Οι επισημότεροι μεταξύ
αυτών ήταν ο Σίλβεστρος Ρώμης και ο Μητροφάνης
Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι συμμετείχαν με τοποτηρητές αντιπροσώπους.
Ο Μητροφάνης Κωνσταντινουπόλεως μάλιστα ήταν ασθενής και εκοιμήθη μετά
το τέλος της Συνόδου σε ηλικία 117 ετών. Συμμετείχαν ακόμη ο Αλέξανδρος
αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας μαζί με το Μέγα Αθανάσιο,
ο οποίος ήταν τότε αρχιδιάκονος, ο Ευστάθιος
Αντιοχείας και ο Μακάριος Ιεροσολύμων.
Κι ακόμη παρίσταντο ο Όσιος επίσκοπος Κορδούβης,
ο Παφνούτιος ο ομολογητής, ο μυροβλήτης
Νικόλαος κι ο Σπυρίδων επίσκοποςΤριμυθούντος.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών της
Συνόδου εκοιμήθησαν δύο απ’ τους
αρχιερείς που συμμετείχαν σ’ αυτήν.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν υπογράφτηκε απ’ όλους το κείμενο των αποφάσεων της
Συνόδου, έδωσε εντολή και το έβαλαν στους τάφους των αποθανόντων,
τούς οποίους σφράγισαν με κάθε επιμέλεια.
Και, - ω του θαύματος! - το κείμενο βρέθηκε επικυρωμένο και
από τούς κοιμηθέντες!
Συμπτωματικά μόλις τελείωσε η Σύνοδος είχε ολοκληρωθεί κι
η ανοικοδόμηση της νέας πόλεως του Κωνσταντίνου, της
Κωνσταντινουπόλεως. Ο αυτοκράτορας, λοιπόν, κάλεσε όλους εκείνους τούς
αγίους Πατέρες να ευλογήσουν τη νέα πόλη. Πήγαν όλοι,
την ευχήθηκαν και προσευχήθηκαν γι’ αυτήν
να είναι βασίλισσα όλων των άλλων πόλεων. Κατ εντολήν μάλιστα του βασιλέως
την αφιέρωσαν στη Μητέρα του Λόγου του Θεού, τη Θεοτόκο. Ύστερα
πλέον αναχώρησε ο καθένας για την πατρίδα του.
Πριν ακόμα κοιμηθεί ο μέγας
Κωνσταντίνος, κι ενώ ήταν ακόμη εν ζωή με συμβασιλέα τον υιό του
Κωνστάντιο, ο Άρειος παρουσιάζεται στο Βασιλιά και του λέει ότι εγκαταλείπει όλες τις διδασκαλίες του και θέλει να ενωθεί με
την Εκκλησία του Θεού. Είχε γράψει τις αιρετικές διδασκαλίες του και
τις είχε κρεμάσει στο λαιμό του μέσα απ’ τα
ενδύματά του. Έχοντας, λοιπόν, το χέρι του ακουμπισμένο πάνω
στα κείμενα που έκρυβε, και προσποιούμενος ότι πείθεται
σε όσα όρισε η Σύνοδος, είπε· «Ναι, βασιλεύ, σ’ αυτά
πείθομαι κι αυτά πιστεύω». Κι εννοούσε, βέβαια, αυτά που
είχε κρυμμένα! Ο Βασιλιάς δεν υποψιάστηκε την απάτη κι
έδωσε εντολή στον Πατριάρχη να δεχθεί σε εκκλησιαστική κοινωνία
τον Άρειο. Πατριάρχης τότε μετά το θάνατο του Μητροφάνη ήταν ο Αλέξανδρος.
Αυτός γνώριζε ότι ο Άρειος ήταν δύστροπος. Αμφέβαλλε,
λοιπόν, για τις προθέσεις του Αρείου και προσευχόταν στο
Θεό να του δείξει με κάποιο τρόπο αν θα πρέπει να τον δεχθεί
σε εκκλησιαστική κοινωνία. Πλησίαζε εν τω
μεταξύ ο καιρός που έπρεπε να συλλειτουργήσει
μαζί του, κι η προσευχή του ευλαβούς Πατριάρχου γινόταν με περισσότερη θέρμη
προς το Θεο.
Τη συγκεκριμένη μέρα της συλλειτουργίας ο Άρειος
ερχόμενος προς την εκκλησία, όταν έφθασε στην
τοποθεσία που λεγόταν Κίονας του φόρου, αισθάνθηκε κάποιες ενοχλήσεις στην
κοιλιά του. Μπήκε, λοιπόν, για τη σωματική του ανάγκη σε ένα δημόσιο
αποχωρητήριο. Μπήκε, αλλά δε βγήκε! Η μάλλον,
τον έβγαλαν... Εκεί τον έφθασε η θεία
Δίκη. Εκεί έσκασε, χύθηκαν από ακατάσχετη αιμορραγία τα έντερά του
κι όλα του τα εντόσθια! Πέθανε σαν τον Ιούδα
που πρόδωσε το Χριστό! Γιατί κι ο Άρειος με τον ίδιο τρόπο
πρόδωσε το Χριστό· Χώρισε τον Υιό και Λόγο του Θεού απ’ την
ουσία του Πατέρα. Έτσι χωρίστηκε κι αυτός απ’ τους
ζωντανούς με ατιμωτικό θάνατο. Βρέθηκε νεκρός κι απαλλάχθηκε η Εκκλησία
του Θεού απ’ την πνευματική φθορά που
προξενούσε η παρουσία του.
Ταις των
αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων
Πατέρων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Η εικόνα είναι από την ιστοσελίδα ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου