Δημοσιογράφος,
εκδότης και διευθυντής εφημερίδων και περιοδικών της Τραπεζούντας, ένας
από τους χιλιάδες εθνομάρτυρες του ποντιακού ελληνισμού. Γεννήθηκε στη
Ριζούντα, το Δεκέμβριο του 1889. Τέλειωσε το γυμνάσιο στο Φροντιστήριο
της Τραπεζούντας, το 1905. Εκτελέστηκε με απαγχονισμό στις 21
Σεπτεμβρίου του 1921, σε ηλικία 32 χρόνων, μετά την καταδίκη του από τα
δικαστήρια ανεξαρτησίας της Αμάσειας (Ιστικλάλ Μουχακεμεσί), γιατί
σκεφτόταν και δρούσε, μαζί με άλλους, για την ίδρυση της Δημοκρατίας του
Πόντου, όπως ανέφερε το κατηγορητήριο.Ο Καπετανίδης εργάστηκε
πολλά χρονιά στον τραπεζικό οίκο των αδελφών Φωστηρόπουλου, στην
Τραπεζούντα. Την ίδια, όμως, περίοδο ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και
τη λογοτεχνία, γράφοντας χρονογραφήματα σε εφημερίδες και περιοδικά της
Τραπεζούντας με τα ψευδώνυμα Σίσυφος, στην αρχή, και Σπύρος Φωτεινός,
στη συνέχεια. Το 1917 εξέδωσε μια συλλογή διηγημάτων.
Ως δημοσιογράφος, άρχισε να εργάζεται στο δεκαπενθήμερο εικονογραφημένο περιοδικό της Τραπεζούντας «Επιθεώρησις» (1910-1911), που είχε εκδότη το γιατρό Φίλωνα Κτενίδη και που ασχολούνταν κυρίως με τη λαογραφία. Από τα 24 συνολικά τεύχη του περιοδικού, που κυκλοφόρησαν, τα έξι τελευταία τα εξέδωσε ο Καπετανίδης, γιατί αποχώρησε, λόγω σπουδών, ο Κτενίδης. Για τη συνεργασία αυτή, αλλά και γενικότερα για τη φιλία του με τον Καπετανίδη, ο Κτενίδης έγραψε αργότερα στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία» (τεύχος Μαΐου 1950): «Όταν έφυγα από την Τραπεζούντα για τις σπουδές μου (στην Ελλάδα), άφησα τη διεύθυνση του περιοδικού «Επιθεώρησις», που εξέδιδα από το 1910 - σε ποιον άλλο; -στον Νίκο (Καπετανίδη). Τα εξ τελευταία τεύχη τα έβγαλε εκείνος. Ήταν τα καλύτερα από τα είκοσι της όλης σειράς. Ο Νίκος ήταν πολυγραφότατος και μελετηρός όσον ολίγοι. Ενθουσιώδης όσον κανείς!».
Για την ίδια περίοδο, ο Κτενίδης έγραψε επίσης ότι μαζεύονταν οι φίλοι στο σπίτι του Θεόδωρου Κασσάνη, στον Άγιο Γρηγόριο, κοντά στο Φροντιστήριο (Τραπεζούντα). Εκείνο τον καιρό τους απασχολούσε πολύ το γλωσσικό ζήτημα, που ήταν στη βράση του. Αργότερα μαζεύονταν στο σπίτι του Καπετανίδη, στην Αγία Μαρίνα, και στο σπίτι του Ηλία Εφραιμίδη, στον Άγιο Γρηγόριο. Έκαναν φιλολογικές συζητήσεις, απάγγελλαν ποιήματα, έπαιζαν θέατρο (ελληνικές κωμωδίες και δράματα). Τότε, άρχισαν να γράφουν οι δυο τους - Καπετανίδης και Κτενίδης - στις ντόπιες ελληνικές εφημερίδες. Ο Καπετανίδης έγραφε το χρονογράφημα στην εφημερίδα της Τραπεζούντας «Ο Φάρος της Ανατολής» και ο Κτενίδης στην εφημερίδα «Εθνική Δράσις». «Δεν ξέρω», αναφέρει ο Κτενίδης, «αν γράφαμε παίζοντας ή αν παίζαμε γράφοντας».
Ο Καπετανίδης έμεινε στην Τραπεζούντα και εργάστηκε στην τράπεζα των Φωστηρόπουλων, ανόρεχτα ολότελα, γιατί δεν κατόρθωσε να πείσει την Τραπεζούντια μάνα του να πουλήσει μερικά χαλιά, για να σπουδάσει κι αυτός φιλόλογος, όπως επιθυμούσε.
Ο Καπετανίδης από μαθητής γυμνασίου διάβαζε πολλά εξωσχολικά Βιβλία. Αγαπούσε πολύ τα περιοδικά που έβγαιναν στην Αθήνα, όπως τα: «Παναθήναια» και «Η διάπλασις των παίδων». Επίσης διάβαζε πολύ όλους τους Ρώσους συγγραφείς μεταφρασμένους. Από την τελευταία τάξη του γυμνασίου, άρχισε να γράφει χρονογραφήματα στην εφημερίδα «Ο Φάρος της Ανατολής». Αργότερα έγραφε στην «Επιθεώρηση», στην «Ηχώ του Πόντου» και στα ετήσια «Ημερολόγια» του Κωνσταντίνου Σκόκου και της Ελένης Σβορώνου.
Κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής, και συγκεκριμένα το 1917-18, εξέδωσε την εβδομαδιαία εφημερίδα της Τραπεζούντας «Σάλπιγξ», στην οποία δημοσίευε ενθουσιώδη άρθρα για καθετί το ελληνικό.
Με την ανακατάληψη της Τραπεζούντας από τους Τούρκους, τον Οκτώβριο του 1918, εξέδωσε την εφημερίδα «Εποχή», που κυκλοφορούσε τρεις έως και τέσσερις φορές την εβδομάδα. Με θάρρος και μαχητικότητα αφάνταστη, ο Καπετανίδης μέσα από τις στήλες της εφημερίδας του - περισσότερο με τα κύρια άρθρα του - επέκρινε τα κακουργήματα και τις θηριωδίες των Τούρκων, πάντοτε επώνυμα. Τεκμήρια τρελής - θα μπορούσε να πει κανείς - ελληνικής τόλμης είναι οι οξύτατοι «διάλογοι» του από τις στήλες της «Εποχής» με την τυφλά φανατική και μισελληνική τουρκική εφημερίδα της Τραπεζούντας «Σελαμέτ», γύρω από το θέμα της ανεξαρτησίας του Πόντου.
Χαρακτηριστικό του κινδύνου, που διέτρεχε ο Καπετανίδης εξαιτίας της ανοιχτής αντίθεσης του με τους Τούρκους, είναι και το περιστατικό, που περιγράφει στην «Ποντιακή Εστία» (τεύχος Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του 1975) ο αδελφός, προφανώς, του εθνομάρτυρα, Κώστας Καπετανίδης, με το ψευδώνυμο Κώστας Μορφίδης και τίτλο «Ο δήμιος του Πόντου Τοπάλ Οσμάν στα γραφεία της "Εποχής"». Το αντιγράφουμε ολόκληρο: «Με πικρό χαμόγελο δέχτηκε ο Νίκος Καπετανίδης την Παρασκευή 20 Μαρτίου 1920, την ανακοίνωση ότι θα τον επεσκέπτετο στα γραφεία της «Εποχής» ο Οσμάν αγάς, που με το ...ασκέρι του βρισκόταν στην Τραπεζούντα, για να επεκτείνει, ίσως, όπως το επιθυμούσε, και εκεί την απαίσια δράση του. Ως λόγος της επισκέψεως ανεφέρετο στην ειδοποίηση προς τον Νίκο η επιθυμία του Οσμάν αγά «να τον δει και να τον γνωρίσει προσωπικά». Ο απαίσιος αυτός σφαγέας των Ελλήνων της Κερασούντας, βαρκάρης το επάγγελμα και διορισμένος από τον Κεμάλ δήμαρχος Κερασούντος, που κατά τον πλέον φρικτό, άγριο και απάνθρωπο τρόπο είχε κατακρεουργήσει κυριολιεκτικά το άνθος της ελληνικής εκείνης πόλεως· την αφρόκρεμα σε μόρφωση, σε πλούτο και σε κοινωνική υπόσταση - δικηγόρους, γιατρούς, φαρμακοποιούς, καθηγητές, κτηματίες, μουσικούς, δασκάλους, - έκαμνε τώρα την εμφάνιση του στην Τραπεζούντα! Το ασκέρι του, βρομεροί φονιάδες, αποβράσματα της κοινωνίας, αγράμματοι και απαίδευτοι, οπλισμένοι με μάνλιχερ, με περίστροφα και κάθε είδους μαχαίρια, είχε σπείρει τον τρόμο, την καταστροφή και τον όλεθρο πέρα από την Κερασούντα και τα περίχωρά της, και στην Τρίπολη, Ορντού, Σαμψούντα, Οινόη, Φάτσα, Έρπαα, όπου, χωρίς καμιά αντίσταση, έσφαζε γυναίκες, παιδιά και γέρους, ατίμαζε κορίτσια και έκαιγε σπίτια.
Ο Νίκος (Καπετανίδης), με μόλις συγκρατούμενη ψυχραιμία, δήλωσε πρόθυμα πως θα τον δεχθεί και τον περιμένει, και γύρισε στους γύρω του και είπε: «Το κεφάλι μου δε στέκεται καλά στους ώμους μου». Εκείνοι τρομοκρατημένοι, του συνέστησαν να φύγει, να πάει στη Σάντα. Ο Νίκος αρνήθηκε.
Κατά τις 3 το απόγευμα της ίδιας μέρας ήρθε ο Οσμάν αγάς, περιστοιχισμένος από τα αιμοβόρα «παλικάρια» του, οπλισμένα με κάθε είδους όπλα. Ο Οσμάν αγάς, ο «άνθρωπος», έκατσε σ' ένα κάθισμα απέναντι από το γραφείο του Νίκου, πολύ κοντά του, και οι υποτακτικοί του πήραν επίκαιρες θέσεις: Δύο στο δωμάτιο όπου το γραφείο του Νίκου- ανά ένας στα τρία παράθυρα του γραφείου- άλλοι στον προθάλαμο όπου ήταν η διεκπεραίωση της εφημερίδας- άλλοι στην εσωτερική σκάλα του κτιρίου, γιατί τα γραφεία της «Εποχής» ήτανε στον πρώτο όροφο, και τέσσαρες πέντε στήθηκαν στην κεντρική είσοδο κάτω στο πεζοδρόμιο. Έτσι «κατέλαβαν» το άπαρτο κάστρο.
Ο αδελφός του Κώτσος (Καπετανίδης), που κρατούσε την διαχείριση της «Εποχής», παρέμεινε στη θέση του, που ήτανε στην παράπλευρη γωνία του γραφείου του Νίκου. Ο Οσμάν αγάς καταδέχτηκε να χαιρετήσει τον Νίκο. Κάθισε χωρίς να περιμένει να του υποδείξουνε θέση, και αφού έβαλε το ένα πόδι επάνω στο άλλο και το αριστερό χέρι απλωτά πάνω στο γραφείο του Νίκου, άρχισε να του ομιλεί σε έντονο ύφος: «Γιατί γράφεις στην εφημερίδα σου εναντίον μου; Εγώ αγαπώ τους Έλληνες πατριώτες (καρ-ντασλάρ-αδέλφια) και φροντίζω για την ησυχία τους. Τιμωρώ μόνον όσους δεν είναι πιστοί στην οθωμανική πατρίδα. Η κατάσταση στην Κερασούντα είναι ομαλή. Ποτέ, άλλωστε, δεν ήταν κακή. Λυπούμαι γιατί μερικοί «γκιαούρ» σπεύδουν πάντα χωρίς καμιά αφορμή να καταγγέλλουν ψέματα στους Συμμάχους». «Και τα λεγόμενα και τα γραφόμενα;...», τον ρωτάει ο Νίκος (Καπετανΐδης). «Είναι ψέματα. Καθαρή συκοφαντία. Τα διαλαλούνε και τα γράφουνε. Εγώ γνωρίζω τι γράφουν για μένα τα ελληνικά φύλλα και τα αγγλικά. Ενεργώ πάντοτε υπέρ των εθνικών μας οργανισμών. Είναι καθήκον μου να εργάζομαι υπέρ της πατρίδος μου, για το "ντοβλέτ".
Στο μεταξύ ένα από τα παλικάρια του τον πλησίασε και του είπε κάτι στ' αυτί. Ο Οσμάν αγάς κίνησε το κεφάλι του και συνέχισε τις περιαυτολογίες, με ύφος πολύ πιο μαλακό, και στο τέλος είπε στο Νίκο: «Να δημοσιεύσεις πως οι Τούρκοι και οι «Ουρούμ» (οι Ρωμιοί) της Κερασούντας ζουν πολύ καλά και υπογράφουν πως είμαστε «καρντάς». Να προσέχεις να μη γράφεις ανακριβή γεγονότα στην εφημερίδα σου!». Και αμέσως έπειτα σηκώθηκε και έφυγε αφού του είπε «θα ξαναϊδωθούμε πάλι...».
Έτσι έληξε η δημοσιογραφική συνέντευξη με τον Τοπάλ Οσμάν αγά. Όταν ο δήμιος κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε από το κτίριο, ο πάντα πολυσύχναστος εκείνος δρόμος (οδός Ουζούν σοκάκ) ήταν παντέρημος (δίπλα ήτανε τα γραφεία της τράπεζας των αδελφών Φωστηρόπουλου και απέναντι το μεγάλο κατάστημα γυαλικών των αδελφών Τσαϊρίδη). Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά. Μόνον αφού φύγανε και οι τελευταίοι άνθρωποι του Τοπάλ Οσμάν, άρχισε να συρρέει ο κόσμος πάνω στα γραφεία της «Εποχής». Γέμισαν από φίλους, συγγενείς και γείτονες. Τρομοκρατημένοι όλοι ζητούσαν να μάθουν από το Νίκο τι έγινε - ο κουνιάδος του Ιφικράτης Μεταξάς, οι άλλοι συνάδελφοι του Γιάννης Λυπηρίδης, Σταύρος Χατζηιωαννίδης, Γεώργιος Δερματόπουλος και άλλοι. Και ο Νίκος, γεμάτος συγκίνηση, μα γελαστός σαν να μιλούσε για το πιο απλό πράγμα, απαντούσε: «Κι αυτή τη φορά γλίτωσα το κεφάλι μου!» Την επομένη, ο Οσμάν αγάς εγκατέλειψε την Τραπεζούντα».
Το τουρκικό καθεστώς της εποχής εκείνης, που εξέθρεψε τις ληστοσυμμορίες του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα και του Κιαγχιά στην Τραπεζούντα, ήταν φυσικό να ενοχλείται από την κριτική που του έκαναν οι ελληνικές εφημερίδες. Ήδη, από το 1919 θέλησε να επιβάλει λογοκρισία. Φωνές σαν του Καπετανίδη, έπρεπε να σταματήσουν. Η πληροφορία για την επιβολή λογοκρισίας έφτασε και στα αυτιά του Καπετανίδη, που γράφει στην «Εποχή» την 1η Αυγούστου του 1919, με τίτλο «Λογοκρισία»: «Λογοκρισία λοιπόν! Αυτόν τον ψίθυρον ακούομεν χθες και σήμερον και μας φαίνεται περίεργον πώς το μανθάνομεν τελευταίοι... Αν είναι ακριβής η είδησις, αισθανόμεθα εκ των προτέρων πόσον σκληρά θα μας πλήξει το ψαλίδωμα του λογοκριτού. Οι αναγνώσται των εφημερίδων ας ετοιμασθούν να ιδούν κενά εις τας στήλας των και ας ασκηθούν εις μαντικήν δύναμιν. Ευχόμεθα εις τούτους εκ ψυχής και εκ καρδίας να μην υποστώμεν το ανηλεές αυτό ψαλΐδωμα. Και όμως το φοβούμεθα τόσον πολύ...».
Οι νεότουρκοι, αν και υπήρξαν ανειλικρινείς, όσον αφορά την τήρηση των διατάξεων του συντάγματος τους για ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη, εντούτοις δεν προχώρησαν σε ανοιχτή επιβολή λογοκρισίας. Την επέβαλαν έμμεσα, όπως με την «επίσκεψη» του Τοπάλ Οσμάν στον Καπετανίδη, με προφανέστατο στόχο να τον τρομοκρατήσει, για να μην καταγγέλλει τα εγκλήματα του.
Ο Νίκος Καπετανίδης ήταν έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ανήκε σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική οργάνωση. Παρακολουθούσε συστηματικά, σχεδόν, τα γεγονότα της Οκτωβριανής Επανάστασης, τα γεγονότα στη Γερμανία το 1919, αγνοώντας, μάλλον, τους ηγέτες τους, τον Καρλ Λίμπκνεχτ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Περίμενε πολλά από το «φίλο των εργατών», τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Γούντροου Γουΐλσον (1918-1921) και με την εφημερίδα του αγωνιζόταν για την ειρήνη, τα δίκαια των εργαζομένων και την πολιτική αφύπνιση Ελλήνων και Τούρκων. Εκείνα, ωστόσο, για τα οποία αγωνίστηκε σε ολόκληρη την τόσο σύντομη ζωή του, με πολύ θάρρος και έμπνευση από τα εθνικά ιδανικά, ήταν τα δίκαια του ποντιακού ελληνισμού, τα οποία έβλεπε καθημερινά να ποδοπατούνται βάναυσα και από τον Τούρκο, αλλά και από τους συμμάχους της Ελλάδας. Στα κύρια άρθρα της εφημερίδας του, τα οποία υπέγραφε όλα με τ' όνομα του, χτυπούσε τις δολοφονίες και λεηλασίες, κυρίως στην επαρχία, που έκαναν ομάδες Τούρκων άτακτων οπλοφόρων. Χαρακτηριστικά υπήρξαν, επί του προκειμένου, τα άρθρα του «Η ύπαιθρος κατασφάζεται» και «Ρίζε, καϋμένε Ρίζε!», όπου ο Καπετανίδης, αψηφώντας την τρομοκρατία του κεμαλικού καθεστώτος, περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα την καταστροφή της υπαίθρου από τους φανατικούς Τούρκους.
Χαρακτηριστικό και ακόμη προφητικό ήταν το άρθρο του Καπετανίδη, που δημοσιεύτηκε στην «Εποχή», στις 28 Μαρτίου του 1920 (Μεγάλο Σάββατο), με τίτλο «Προς υψηλότερα και ωραιότερα». Έγραφε μεταξύ άλλων: «...Είναι απόψε ο μεγάλος εξιλασμός. Όλοι μας έχομε περάσει τον δρόμον της Αμαρτίας. Είμεθα οι πεζοπόροι μιας νύκτας αφώτιστης, ταρταρικής. Ενθυμηθείτε τι είδαν τα μάτια μας, χρόνους τώρα, τι εχάσαμεν, τι προσφέραμεν, ποίαν δύναμιν ζωής απωλέσαμεν. Και ακόμη: Ποίος Βλέπει το τέρμα του δρόμου αυτού; Θα δώσωμεν ίσως νέας θυσίας ακόμη, ακόμη υπάρχει η σκάλα του κακού. Ποίος γνωρίζει τι κλώθεται εις τον καθένα αύριον ή μεθαύριον, ποίος γνωρίζει ποία αμαρτία και ποίον έγκλημα ακόμα θα χαράξει κόκκινην γραμμήν εις την ζωήν μας, μέσα εις την πάλην όπου ευρισκόμεθα και εις τον αγώνα τον οποίον αγωνιζόμεθα...».
Ήταν, πραγματικά, προφητικά τα γραφτά του, γιατί ήταν η τελευταία Λαμπρή της ζωής του, αφού τον επόμενο χρόνο (1921) συνελήφθη και απαγχονίστηκε.
Αλλά, στο ίδιο άρθρο, έγραφε παρακάτω: «... Και προσβλέψατε με τα μάτια της ψυχής. Ολόγυρα και κοντά και μακράν και πέραν, παντού δυστυχία, κακοριζικιά, βαρυθυμία. Συγκεντρωθείτε ως αλύγιστη αλυσίδα γύρω εις τον νέον αυτόν μαρτυρικόν Σταυρόν. Όποιοι και αν είσθε και όπως και αν λέγεσθε. Ό,τι και όσον ημπορείτε. Επάνω εις το εθνικόν μας σώμα πληγαί βαθείαι, πληγαί θανατικαί. Καλείσθε να σκύψετε ως παιδιά μιας μητέρας, ως βλαστάρια ενός ιερού και θεϊκού δένδρου, επάνω εις τον εθνικόν πόνον...
»... Έρχεται-ήλθε και πάλιν η Λαμπρή! Υψώσατε, άνθρωποι της Χθες και άνθρωποι της Αύριον, υψηλά το ποτήρι διά την εθνικήν μας Λαμπρήν.
»Δεν ημπορεί να αργήσει».
Με την ίδια αγωνιστικότητα έγραφε ο Καπετανίδης και τις ανταποκρίσεις του στις εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης «Πρωία», «Πρόοδος» και το σατιρικό «Ανω-Κάτω», από το οποίο μάλιστα, αναδημοσίευσε στην «Εποχή» ορισμένα χαρακτηριστικά κομμάτια.
Ο Καπετανίδης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του έργου και της προσωπικότητας του μητροπολίτη Τραπεζούντας - κατόπιν αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος - Χρύσανθου, για τον οποίο δεν παρέλειπε ποτέ να γράφει στην εφημερίδα του τα πλέον ενθουσιώδη σχόλια, αλλά και να φιλοξενεί τους λόγους του.
Τον κλοιό που στένευε συνεχώς γύρω του, λόγω της εθνικής δραστηριότητας, ο Καπετανΐδης τον ένιωθε όλο και πιο πολύ κι εντούτοις δεν έκανε πίσω ούτε στιγμή. Τις σκέψεις του γύρω από αυτό έγραψε το 1921 στον Κτενΐδη, που βρισκόταν στο μικρασιατικό μέτωπο. Ήταν το τελευταίο γράμμα που πήρε ο Κτενίδης από την Τραπεζούντα. Έγραφε ο Καπετανίδης: «Νιώθω πως εσύ στο μέτωπο διατρέχεις λιγότερους κινδύνους από μένα. Να ξέρεις πως δεν στέκεται γερά το κεφάλι στους ώμους μου. Μα αυτό δεν σημαίνει... Κοιτάχτε να κάνετε καλά τη δουλειά σας και δεν πειράζει αν λείψουν και μερικά κεφάλια... σαν το δικό μου. Χαλάλι για την ελεύθερη πατρίδα».
Ο Νίκος Καπετανίδης συνελήφθη από τους Τούρκους, γιατί βρέθηκε στο σπίτι του, όταν ερευνήθηκε, μία επιστολή του Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, του μεγάλου εκείνου πατριώτη από τη Μασσαλία, που αγωνιζόταν να ενώσει τους Ελληνοπόντιους στον αγώνα για έναν ανεξάρτητο Πόντο. Κατηγορήθηκε μαζί με άλλους 68 Ελληνο-πόντιους πατριώτες - ανάμεσα τους ο Κωφίδης και ο Ακριτίδης - ότι αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του Πόντου. Οι 69 οδηγήθηκαν στο δικαστήριο ανεξαρτησίας της Αμάσειας, όπου ο Καπετανίδης έδειξε για άλλη μία φορά τη γενναιότητα της ψυχής του. Όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου του απηύθυνε την κατηγορία ότι αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του Πόντου, ο Καπετανΐδης σηκώθηκε και συμπλήρωσε:
«Όχι μόνον για την ανεξαρτησία, αλλά και για την ένωση του με την Ελλάδα!».
Εκτελέστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1921, στην Αμάσεια. Οι τελευταίες λέξεις του μπροστά στην αγχόνη ήταν:
«Ζήτω η Ελλάς».
Ως δημοσιογράφος, άρχισε να εργάζεται στο δεκαπενθήμερο εικονογραφημένο περιοδικό της Τραπεζούντας «Επιθεώρησις» (1910-1911), που είχε εκδότη το γιατρό Φίλωνα Κτενίδη και που ασχολούνταν κυρίως με τη λαογραφία. Από τα 24 συνολικά τεύχη του περιοδικού, που κυκλοφόρησαν, τα έξι τελευταία τα εξέδωσε ο Καπετανίδης, γιατί αποχώρησε, λόγω σπουδών, ο Κτενίδης. Για τη συνεργασία αυτή, αλλά και γενικότερα για τη φιλία του με τον Καπετανίδη, ο Κτενίδης έγραψε αργότερα στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία» (τεύχος Μαΐου 1950): «Όταν έφυγα από την Τραπεζούντα για τις σπουδές μου (στην Ελλάδα), άφησα τη διεύθυνση του περιοδικού «Επιθεώρησις», που εξέδιδα από το 1910 - σε ποιον άλλο; -στον Νίκο (Καπετανίδη). Τα εξ τελευταία τεύχη τα έβγαλε εκείνος. Ήταν τα καλύτερα από τα είκοσι της όλης σειράς. Ο Νίκος ήταν πολυγραφότατος και μελετηρός όσον ολίγοι. Ενθουσιώδης όσον κανείς!».
Για την ίδια περίοδο, ο Κτενίδης έγραψε επίσης ότι μαζεύονταν οι φίλοι στο σπίτι του Θεόδωρου Κασσάνη, στον Άγιο Γρηγόριο, κοντά στο Φροντιστήριο (Τραπεζούντα). Εκείνο τον καιρό τους απασχολούσε πολύ το γλωσσικό ζήτημα, που ήταν στη βράση του. Αργότερα μαζεύονταν στο σπίτι του Καπετανίδη, στην Αγία Μαρίνα, και στο σπίτι του Ηλία Εφραιμίδη, στον Άγιο Γρηγόριο. Έκαναν φιλολογικές συζητήσεις, απάγγελλαν ποιήματα, έπαιζαν θέατρο (ελληνικές κωμωδίες και δράματα). Τότε, άρχισαν να γράφουν οι δυο τους - Καπετανίδης και Κτενίδης - στις ντόπιες ελληνικές εφημερίδες. Ο Καπετανίδης έγραφε το χρονογράφημα στην εφημερίδα της Τραπεζούντας «Ο Φάρος της Ανατολής» και ο Κτενίδης στην εφημερίδα «Εθνική Δράσις». «Δεν ξέρω», αναφέρει ο Κτενίδης, «αν γράφαμε παίζοντας ή αν παίζαμε γράφοντας».
Ο Καπετανίδης έμεινε στην Τραπεζούντα και εργάστηκε στην τράπεζα των Φωστηρόπουλων, ανόρεχτα ολότελα, γιατί δεν κατόρθωσε να πείσει την Τραπεζούντια μάνα του να πουλήσει μερικά χαλιά, για να σπουδάσει κι αυτός φιλόλογος, όπως επιθυμούσε.
Ο Καπετανίδης από μαθητής γυμνασίου διάβαζε πολλά εξωσχολικά Βιβλία. Αγαπούσε πολύ τα περιοδικά που έβγαιναν στην Αθήνα, όπως τα: «Παναθήναια» και «Η διάπλασις των παίδων». Επίσης διάβαζε πολύ όλους τους Ρώσους συγγραφείς μεταφρασμένους. Από την τελευταία τάξη του γυμνασίου, άρχισε να γράφει χρονογραφήματα στην εφημερίδα «Ο Φάρος της Ανατολής». Αργότερα έγραφε στην «Επιθεώρηση», στην «Ηχώ του Πόντου» και στα ετήσια «Ημερολόγια» του Κωνσταντίνου Σκόκου και της Ελένης Σβορώνου.
Κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής, και συγκεκριμένα το 1917-18, εξέδωσε την εβδομαδιαία εφημερίδα της Τραπεζούντας «Σάλπιγξ», στην οποία δημοσίευε ενθουσιώδη άρθρα για καθετί το ελληνικό.
Με την ανακατάληψη της Τραπεζούντας από τους Τούρκους, τον Οκτώβριο του 1918, εξέδωσε την εφημερίδα «Εποχή», που κυκλοφορούσε τρεις έως και τέσσερις φορές την εβδομάδα. Με θάρρος και μαχητικότητα αφάνταστη, ο Καπετανίδης μέσα από τις στήλες της εφημερίδας του - περισσότερο με τα κύρια άρθρα του - επέκρινε τα κακουργήματα και τις θηριωδίες των Τούρκων, πάντοτε επώνυμα. Τεκμήρια τρελής - θα μπορούσε να πει κανείς - ελληνικής τόλμης είναι οι οξύτατοι «διάλογοι» του από τις στήλες της «Εποχής» με την τυφλά φανατική και μισελληνική τουρκική εφημερίδα της Τραπεζούντας «Σελαμέτ», γύρω από το θέμα της ανεξαρτησίας του Πόντου.
Χαρακτηριστικό του κινδύνου, που διέτρεχε ο Καπετανίδης εξαιτίας της ανοιχτής αντίθεσης του με τους Τούρκους, είναι και το περιστατικό, που περιγράφει στην «Ποντιακή Εστία» (τεύχος Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του 1975) ο αδελφός, προφανώς, του εθνομάρτυρα, Κώστας Καπετανίδης, με το ψευδώνυμο Κώστας Μορφίδης και τίτλο «Ο δήμιος του Πόντου Τοπάλ Οσμάν στα γραφεία της "Εποχής"». Το αντιγράφουμε ολόκληρο: «Με πικρό χαμόγελο δέχτηκε ο Νίκος Καπετανίδης την Παρασκευή 20 Μαρτίου 1920, την ανακοίνωση ότι θα τον επεσκέπτετο στα γραφεία της «Εποχής» ο Οσμάν αγάς, που με το ...ασκέρι του βρισκόταν στην Τραπεζούντα, για να επεκτείνει, ίσως, όπως το επιθυμούσε, και εκεί την απαίσια δράση του. Ως λόγος της επισκέψεως ανεφέρετο στην ειδοποίηση προς τον Νίκο η επιθυμία του Οσμάν αγά «να τον δει και να τον γνωρίσει προσωπικά». Ο απαίσιος αυτός σφαγέας των Ελλήνων της Κερασούντας, βαρκάρης το επάγγελμα και διορισμένος από τον Κεμάλ δήμαρχος Κερασούντος, που κατά τον πλέον φρικτό, άγριο και απάνθρωπο τρόπο είχε κατακρεουργήσει κυριολιεκτικά το άνθος της ελληνικής εκείνης πόλεως· την αφρόκρεμα σε μόρφωση, σε πλούτο και σε κοινωνική υπόσταση - δικηγόρους, γιατρούς, φαρμακοποιούς, καθηγητές, κτηματίες, μουσικούς, δασκάλους, - έκαμνε τώρα την εμφάνιση του στην Τραπεζούντα! Το ασκέρι του, βρομεροί φονιάδες, αποβράσματα της κοινωνίας, αγράμματοι και απαίδευτοι, οπλισμένοι με μάνλιχερ, με περίστροφα και κάθε είδους μαχαίρια, είχε σπείρει τον τρόμο, την καταστροφή και τον όλεθρο πέρα από την Κερασούντα και τα περίχωρά της, και στην Τρίπολη, Ορντού, Σαμψούντα, Οινόη, Φάτσα, Έρπαα, όπου, χωρίς καμιά αντίσταση, έσφαζε γυναίκες, παιδιά και γέρους, ατίμαζε κορίτσια και έκαιγε σπίτια.
Ο Νίκος (Καπετανίδης), με μόλις συγκρατούμενη ψυχραιμία, δήλωσε πρόθυμα πως θα τον δεχθεί και τον περιμένει, και γύρισε στους γύρω του και είπε: «Το κεφάλι μου δε στέκεται καλά στους ώμους μου». Εκείνοι τρομοκρατημένοι, του συνέστησαν να φύγει, να πάει στη Σάντα. Ο Νίκος αρνήθηκε.
Κατά τις 3 το απόγευμα της ίδιας μέρας ήρθε ο Οσμάν αγάς, περιστοιχισμένος από τα αιμοβόρα «παλικάρια» του, οπλισμένα με κάθε είδους όπλα. Ο Οσμάν αγάς, ο «άνθρωπος», έκατσε σ' ένα κάθισμα απέναντι από το γραφείο του Νίκου, πολύ κοντά του, και οι υποτακτικοί του πήραν επίκαιρες θέσεις: Δύο στο δωμάτιο όπου το γραφείο του Νίκου- ανά ένας στα τρία παράθυρα του γραφείου- άλλοι στον προθάλαμο όπου ήταν η διεκπεραίωση της εφημερίδας- άλλοι στην εσωτερική σκάλα του κτιρίου, γιατί τα γραφεία της «Εποχής» ήτανε στον πρώτο όροφο, και τέσσαρες πέντε στήθηκαν στην κεντρική είσοδο κάτω στο πεζοδρόμιο. Έτσι «κατέλαβαν» το άπαρτο κάστρο.
Ο αδελφός του Κώτσος (Καπετανίδης), που κρατούσε την διαχείριση της «Εποχής», παρέμεινε στη θέση του, που ήτανε στην παράπλευρη γωνία του γραφείου του Νίκου. Ο Οσμάν αγάς καταδέχτηκε να χαιρετήσει τον Νίκο. Κάθισε χωρίς να περιμένει να του υποδείξουνε θέση, και αφού έβαλε το ένα πόδι επάνω στο άλλο και το αριστερό χέρι απλωτά πάνω στο γραφείο του Νίκου, άρχισε να του ομιλεί σε έντονο ύφος: «Γιατί γράφεις στην εφημερίδα σου εναντίον μου; Εγώ αγαπώ τους Έλληνες πατριώτες (καρ-ντασλάρ-αδέλφια) και φροντίζω για την ησυχία τους. Τιμωρώ μόνον όσους δεν είναι πιστοί στην οθωμανική πατρίδα. Η κατάσταση στην Κερασούντα είναι ομαλή. Ποτέ, άλλωστε, δεν ήταν κακή. Λυπούμαι γιατί μερικοί «γκιαούρ» σπεύδουν πάντα χωρίς καμιά αφορμή να καταγγέλλουν ψέματα στους Συμμάχους». «Και τα λεγόμενα και τα γραφόμενα;...», τον ρωτάει ο Νίκος (Καπετανΐδης). «Είναι ψέματα. Καθαρή συκοφαντία. Τα διαλαλούνε και τα γράφουνε. Εγώ γνωρίζω τι γράφουν για μένα τα ελληνικά φύλλα και τα αγγλικά. Ενεργώ πάντοτε υπέρ των εθνικών μας οργανισμών. Είναι καθήκον μου να εργάζομαι υπέρ της πατρίδος μου, για το "ντοβλέτ".
Στο μεταξύ ένα από τα παλικάρια του τον πλησίασε και του είπε κάτι στ' αυτί. Ο Οσμάν αγάς κίνησε το κεφάλι του και συνέχισε τις περιαυτολογίες, με ύφος πολύ πιο μαλακό, και στο τέλος είπε στο Νίκο: «Να δημοσιεύσεις πως οι Τούρκοι και οι «Ουρούμ» (οι Ρωμιοί) της Κερασούντας ζουν πολύ καλά και υπογράφουν πως είμαστε «καρντάς». Να προσέχεις να μη γράφεις ανακριβή γεγονότα στην εφημερίδα σου!». Και αμέσως έπειτα σηκώθηκε και έφυγε αφού του είπε «θα ξαναϊδωθούμε πάλι...».
Έτσι έληξε η δημοσιογραφική συνέντευξη με τον Τοπάλ Οσμάν αγά. Όταν ο δήμιος κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε από το κτίριο, ο πάντα πολυσύχναστος εκείνος δρόμος (οδός Ουζούν σοκάκ) ήταν παντέρημος (δίπλα ήτανε τα γραφεία της τράπεζας των αδελφών Φωστηρόπουλου και απέναντι το μεγάλο κατάστημα γυαλικών των αδελφών Τσαϊρίδη). Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά. Μόνον αφού φύγανε και οι τελευταίοι άνθρωποι του Τοπάλ Οσμάν, άρχισε να συρρέει ο κόσμος πάνω στα γραφεία της «Εποχής». Γέμισαν από φίλους, συγγενείς και γείτονες. Τρομοκρατημένοι όλοι ζητούσαν να μάθουν από το Νίκο τι έγινε - ο κουνιάδος του Ιφικράτης Μεταξάς, οι άλλοι συνάδελφοι του Γιάννης Λυπηρίδης, Σταύρος Χατζηιωαννίδης, Γεώργιος Δερματόπουλος και άλλοι. Και ο Νίκος, γεμάτος συγκίνηση, μα γελαστός σαν να μιλούσε για το πιο απλό πράγμα, απαντούσε: «Κι αυτή τη φορά γλίτωσα το κεφάλι μου!» Την επομένη, ο Οσμάν αγάς εγκατέλειψε την Τραπεζούντα».
Το τουρκικό καθεστώς της εποχής εκείνης, που εξέθρεψε τις ληστοσυμμορίες του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα και του Κιαγχιά στην Τραπεζούντα, ήταν φυσικό να ενοχλείται από την κριτική που του έκαναν οι ελληνικές εφημερίδες. Ήδη, από το 1919 θέλησε να επιβάλει λογοκρισία. Φωνές σαν του Καπετανίδη, έπρεπε να σταματήσουν. Η πληροφορία για την επιβολή λογοκρισίας έφτασε και στα αυτιά του Καπετανίδη, που γράφει στην «Εποχή» την 1η Αυγούστου του 1919, με τίτλο «Λογοκρισία»: «Λογοκρισία λοιπόν! Αυτόν τον ψίθυρον ακούομεν χθες και σήμερον και μας φαίνεται περίεργον πώς το μανθάνομεν τελευταίοι... Αν είναι ακριβής η είδησις, αισθανόμεθα εκ των προτέρων πόσον σκληρά θα μας πλήξει το ψαλίδωμα του λογοκριτού. Οι αναγνώσται των εφημερίδων ας ετοιμασθούν να ιδούν κενά εις τας στήλας των και ας ασκηθούν εις μαντικήν δύναμιν. Ευχόμεθα εις τούτους εκ ψυχής και εκ καρδίας να μην υποστώμεν το ανηλεές αυτό ψαλΐδωμα. Και όμως το φοβούμεθα τόσον πολύ...».
Οι νεότουρκοι, αν και υπήρξαν ανειλικρινείς, όσον αφορά την τήρηση των διατάξεων του συντάγματος τους για ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη, εντούτοις δεν προχώρησαν σε ανοιχτή επιβολή λογοκρισίας. Την επέβαλαν έμμεσα, όπως με την «επίσκεψη» του Τοπάλ Οσμάν στον Καπετανίδη, με προφανέστατο στόχο να τον τρομοκρατήσει, για να μην καταγγέλλει τα εγκλήματα του.
Ο Νίκος Καπετανίδης ήταν έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ανήκε σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική οργάνωση. Παρακολουθούσε συστηματικά, σχεδόν, τα γεγονότα της Οκτωβριανής Επανάστασης, τα γεγονότα στη Γερμανία το 1919, αγνοώντας, μάλλον, τους ηγέτες τους, τον Καρλ Λίμπκνεχτ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Περίμενε πολλά από το «φίλο των εργατών», τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Γούντροου Γουΐλσον (1918-1921) και με την εφημερίδα του αγωνιζόταν για την ειρήνη, τα δίκαια των εργαζομένων και την πολιτική αφύπνιση Ελλήνων και Τούρκων. Εκείνα, ωστόσο, για τα οποία αγωνίστηκε σε ολόκληρη την τόσο σύντομη ζωή του, με πολύ θάρρος και έμπνευση από τα εθνικά ιδανικά, ήταν τα δίκαια του ποντιακού ελληνισμού, τα οποία έβλεπε καθημερινά να ποδοπατούνται βάναυσα και από τον Τούρκο, αλλά και από τους συμμάχους της Ελλάδας. Στα κύρια άρθρα της εφημερίδας του, τα οποία υπέγραφε όλα με τ' όνομα του, χτυπούσε τις δολοφονίες και λεηλασίες, κυρίως στην επαρχία, που έκαναν ομάδες Τούρκων άτακτων οπλοφόρων. Χαρακτηριστικά υπήρξαν, επί του προκειμένου, τα άρθρα του «Η ύπαιθρος κατασφάζεται» και «Ρίζε, καϋμένε Ρίζε!», όπου ο Καπετανίδης, αψηφώντας την τρομοκρατία του κεμαλικού καθεστώτος, περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα την καταστροφή της υπαίθρου από τους φανατικούς Τούρκους.
Χαρακτηριστικό και ακόμη προφητικό ήταν το άρθρο του Καπετανίδη, που δημοσιεύτηκε στην «Εποχή», στις 28 Μαρτίου του 1920 (Μεγάλο Σάββατο), με τίτλο «Προς υψηλότερα και ωραιότερα». Έγραφε μεταξύ άλλων: «...Είναι απόψε ο μεγάλος εξιλασμός. Όλοι μας έχομε περάσει τον δρόμον της Αμαρτίας. Είμεθα οι πεζοπόροι μιας νύκτας αφώτιστης, ταρταρικής. Ενθυμηθείτε τι είδαν τα μάτια μας, χρόνους τώρα, τι εχάσαμεν, τι προσφέραμεν, ποίαν δύναμιν ζωής απωλέσαμεν. Και ακόμη: Ποίος Βλέπει το τέρμα του δρόμου αυτού; Θα δώσωμεν ίσως νέας θυσίας ακόμη, ακόμη υπάρχει η σκάλα του κακού. Ποίος γνωρίζει τι κλώθεται εις τον καθένα αύριον ή μεθαύριον, ποίος γνωρίζει ποία αμαρτία και ποίον έγκλημα ακόμα θα χαράξει κόκκινην γραμμήν εις την ζωήν μας, μέσα εις την πάλην όπου ευρισκόμεθα και εις τον αγώνα τον οποίον αγωνιζόμεθα...».
Ήταν, πραγματικά, προφητικά τα γραφτά του, γιατί ήταν η τελευταία Λαμπρή της ζωής του, αφού τον επόμενο χρόνο (1921) συνελήφθη και απαγχονίστηκε.
Αλλά, στο ίδιο άρθρο, έγραφε παρακάτω: «... Και προσβλέψατε με τα μάτια της ψυχής. Ολόγυρα και κοντά και μακράν και πέραν, παντού δυστυχία, κακοριζικιά, βαρυθυμία. Συγκεντρωθείτε ως αλύγιστη αλυσίδα γύρω εις τον νέον αυτόν μαρτυρικόν Σταυρόν. Όποιοι και αν είσθε και όπως και αν λέγεσθε. Ό,τι και όσον ημπορείτε. Επάνω εις το εθνικόν μας σώμα πληγαί βαθείαι, πληγαί θανατικαί. Καλείσθε να σκύψετε ως παιδιά μιας μητέρας, ως βλαστάρια ενός ιερού και θεϊκού δένδρου, επάνω εις τον εθνικόν πόνον...
»... Έρχεται-ήλθε και πάλιν η Λαμπρή! Υψώσατε, άνθρωποι της Χθες και άνθρωποι της Αύριον, υψηλά το ποτήρι διά την εθνικήν μας Λαμπρήν.
»Δεν ημπορεί να αργήσει».
Με την ίδια αγωνιστικότητα έγραφε ο Καπετανίδης και τις ανταποκρίσεις του στις εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης «Πρωία», «Πρόοδος» και το σατιρικό «Ανω-Κάτω», από το οποίο μάλιστα, αναδημοσίευσε στην «Εποχή» ορισμένα χαρακτηριστικά κομμάτια.
Ο Καπετανίδης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του έργου και της προσωπικότητας του μητροπολίτη Τραπεζούντας - κατόπιν αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος - Χρύσανθου, για τον οποίο δεν παρέλειπε ποτέ να γράφει στην εφημερίδα του τα πλέον ενθουσιώδη σχόλια, αλλά και να φιλοξενεί τους λόγους του.
Τον κλοιό που στένευε συνεχώς γύρω του, λόγω της εθνικής δραστηριότητας, ο Καπετανΐδης τον ένιωθε όλο και πιο πολύ κι εντούτοις δεν έκανε πίσω ούτε στιγμή. Τις σκέψεις του γύρω από αυτό έγραψε το 1921 στον Κτενΐδη, που βρισκόταν στο μικρασιατικό μέτωπο. Ήταν το τελευταίο γράμμα που πήρε ο Κτενίδης από την Τραπεζούντα. Έγραφε ο Καπετανίδης: «Νιώθω πως εσύ στο μέτωπο διατρέχεις λιγότερους κινδύνους από μένα. Να ξέρεις πως δεν στέκεται γερά το κεφάλι στους ώμους μου. Μα αυτό δεν σημαίνει... Κοιτάχτε να κάνετε καλά τη δουλειά σας και δεν πειράζει αν λείψουν και μερικά κεφάλια... σαν το δικό μου. Χαλάλι για την ελεύθερη πατρίδα».
Ο Νίκος Καπετανίδης συνελήφθη από τους Τούρκους, γιατί βρέθηκε στο σπίτι του, όταν ερευνήθηκε, μία επιστολή του Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, του μεγάλου εκείνου πατριώτη από τη Μασσαλία, που αγωνιζόταν να ενώσει τους Ελληνοπόντιους στον αγώνα για έναν ανεξάρτητο Πόντο. Κατηγορήθηκε μαζί με άλλους 68 Ελληνο-πόντιους πατριώτες - ανάμεσα τους ο Κωφίδης και ο Ακριτίδης - ότι αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του Πόντου. Οι 69 οδηγήθηκαν στο δικαστήριο ανεξαρτησίας της Αμάσειας, όπου ο Καπετανίδης έδειξε για άλλη μία φορά τη γενναιότητα της ψυχής του. Όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου του απηύθυνε την κατηγορία ότι αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του Πόντου, ο Καπετανΐδης σηκώθηκε και συμπλήρωσε:
«Όχι μόνον για την ανεξαρτησία, αλλά και για την ένωση του με την Ελλάδα!».
Εκτελέστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1921, στην Αμάσεια. Οι τελευταίες λέξεις του μπροστά στην αγχόνη ήταν:
«Ζήτω η Ελλάς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου