ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Γιά ποιό λόγο ὁ Κύριος ἀναχωρεῖ; Πάλι μᾶς διδάσκει νά μήν ἐκθέτουμε τόν ἑαυτό μας συγχρόνως σέ ὅλους τούς πειρασμούς, ἀλλά νά ὑποχωροῦμε καί νά ἀπομακρυνόμαστε ἀπ᾿ αὐτούς. Γιατί δέν εἶναι ἔγκλημα νά ρίχνη κανείς τόν ἑαυτό του στόν κίνδυνον, ἀλλά ὅταν πέση στόν πειρασμό, νά μήν ἀντισταθῆ
μέ γενναιότητα. Αὐτό, λοιπόν, διδάσκοντας ὁ Κύριος καί ἀποφεύγοντας τό φθόνο τῶν Ἰουδαίων, ἀναχωρεῖ γιά τήν Καπερναούμ, ἀφ᾿ ἑνός μέν ἐκπληρώνοντας τήν προφητεία, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιά νά ἁλιεύση τούς διδασκάλους τῆς οἰκουμένης, ἐπειδή, βέβαια, ἔμεναν ἐκεῖ καί ἐξασκοῦσαν τό ἐπάγγελμα τοῦ ψαρᾶ.
Ἐσύ ὅμως πρόσεξε, σέ παρακαλῶ, ὅτι ἔχοντας κατά νοῦ νά στραφῆ πρός τούς ἐθνικούς, βρίσκει τίς ἀφορμές ἀπό τούς ἴδιους τούς Ἰουδαίους. Πραγματικά, στήν περίπτωση πού ἐξετάζουμε, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι συνέλαβαν τόν Πρόδρομο καί τόν ἔριξαν στή φυλακή, σπρώχνουν τόν Ἰησοῦ πρός τή Γαλιλαίαν τῶν Ἐθνῶν. Γιά νά φανῆ ὅτι δέν ἀναφέρει ἕνα μέρος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους, οὔτε ὑπαινίσσεται ὅλες τίς φυλές, πρόσεξε μέ ποιό τρόπο προσδιορίζει τήν περιοχή ἐκείνη ὁ προφήτης, μιλώντας ὡς ἑξῆς· «Ἡ χώρα τοῦ Νεφθαλείμ, ἡ ὁποία ἐκτείνεται κοντά στή θάλασσα καί πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ἡ Γαλιλαία, στήν ὁποία κατοικοῦν πολλοί ἐθνικοί ὁ λαός, πού κάθεται στό σκοτάδι, εἶδε μεγάλο φῶς». Λέγοντας σκοτάδι ἐδῶ δέν ἐννοεῖ τό αἰσθητό, ἀλλά τήν πλάνη καί τήν ἀσέβεια, γι᾿ αὐτό καί συμπληρώνει· «Καί σ᾿ ἐκείνους πού κάθονται στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου, ἀνέτειλε γι᾿ αὐτούς φῶς». Γιά νά ἀντιληφθῆς, λοιπόν, ὅτι δέν ἐννοεῖ οὔτε φῶς οὔτε σκοτάδι αἰσθητό, ὅταν μιλᾶ γιά τό φῶς, δέν τό ὀνόμασε ἁπλῶς φῶς, ἀλλά «μέγα φῶς», τό ὁποῖον σέ ἄλλη περίπτωση τό ὀνομάζει «ἀληθινόν φῶς». Ἐξηγώντας δέ τό σκοτάδι, τό ὠνόμασε «σκιά θανάτου». Στή συνέχεια, δείχνοντας ὅτι δέν τό βρῆκαν ψάχνοντας οἱ ἴδιοι, ἀλλά ὁ Θεός φανερώθηκε σ᾿ αὐτούς ἀπό τόν οὐρανό, λέει· «Ἀνέτειλε γι᾿ αὐτούς φῶς», δηλαδή τό ἴδιο τό φῶς ἀπό δική του πρωτοβουλία ἀνέτειλε καί ἔλαμψε, χωρίς νά τρέξουν πρῶτοι αὐτοί πρός τό φῶς. Γιατί, πραγματικά, ἡ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων πρό τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπελπιστική, ἀφοῦ δέ βάδιζαν στό σκοτάδι, ἀλλά ζοῦσαν στό σκοτάδι, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἦταν ἀπόδειξη ὅτι δέν εἶχαν ἐλπίδα νά ἐλευθερωθοῦν ἀπ᾿ αὐτό. Ὅπως λοιπόν δέ γνώριζαν ποῦ πρέπει νά βαδίσουν, ἔτσι, ἀφοῦ καταλήφθηκαν ἀπό τό σκοτάδι, κάθονταν χωρίς νά μποροῦν πλέον νά σταθοῦν.
«Ἀπό τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νά κηρύττη καί νά λέη· Μετανοεῖτε, διότι πλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἀπό τότε; Πότε; Ἀπό τότε πού φυλακίσθηκε ὁ Ἰωάννης. Καί γιατί δέν κήρυξε ἀπό τήν ἀρχή σ᾿ αὐτούς; Καί γενικά τί χρειαζόταν ὁ Ἰωάννης, ἀφοῦ τά ἔργα Του ἦταν τό καλύτερο κήρυγμα γι᾿ Αὐτόν; Γιά νά μάθης καί ἀπό τό γεγονός αὐτό τήν ἀξία Του, ὅτι δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατέρας, ἔτσι καί ὁ Υἱός εἶχε προφῆτες -πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔλεγε καί ὁ Ζαχαρίας· «Καί σύ, παιδίον, θά ἀναδειχθῆς καί θά ὀνομασθῆς προφήτης τοῦ Ὑψίστου»- καί γιά νά μήν ἀφήση καμία δικαιολογία στούς ἀναίσχυντους Ἰουδαίους. Αὐτό τό παρατήρησε καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, λέγοντας· «Ἦλθε ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος οὔτε ἔτρωγε οὔτε ἔπινε καί εἶπαν· Ἔχει δαιμόνιο. Ἦλθε ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος τρώει καί πίνει καί λένε· Νά, ἕνας ἄνθρωπος φαγᾶς καί οἰνοπότης, φίλος τῶν τελωνῶν καί τῶν ἁμαρτωλῶν». Καί ἔτσι θαυμάσθηκε ἡ θεία σοφία σάν δίκαιη καί ἔγινε παραδεκτό ὅτι ἐργάσθηκε σοφά γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ὄχι ἀπό ὅλους, ὅπως θά ἔπρεπε, ἀλλά μόνον ἀπό τούς ἀνθρώπους τούς πραγματικά συνετούς καί ἐκείνους πού εἶχαν πνεῦμα σοφίας.
Ἐξ ἄλλου, ἦταν ἀνάγκη νά λεχθοῦν ἀπό ἄλλον τά σχετικά μέ Αὐτόν (τόν Κύριο) καί ὄχι ἀπό τόν Ἴδιο. Γιατί, ἄν ὕστερα ἀπό τόσο πολλές καί τόσο σπουδαῖες μαρτυρίες καί ἀποδείξεις ἔλεγαν οἱ Ἰουδαῖοι· «Ἐσύ δίνεις μαρτυρία γιά τόν ἑαυτό σου, ἡ μαρτυρία σου δέν εἶναι ἀληθινή», ἄν λοιπόν, χωρίς νά ἔχη προηγηθῆ ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννη, ἐμφανιζόταν πρῶτος ὁ Ἴδιος καί ἔδινε μαρτυρία γιά τόν ἑαυτό Του, τί δέ θά ἔλεγαν; Γι᾿ αὐτό οὔτε κήρυξε πρίν ἀπό τή δράση τοῦ Ἰωάννη, οὔτε θαυματούργησε, μέχρις ὅτου ἐκεῖνος κλείσθηκε στή φυλακή, ὥστε νά μή δημιουργῆται ἔτσι σχῖσμα στό λαό. Ἐπίσης γιά τόν ἴδιο λόγο ὁ Ἰωάννης δέν ἔκανε κανένα θαῦμα, ὥστε νά παραδώση ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τό πλῆθος στόν Ἰησοῦ, γιατί τά θαύματα θά προσείλκυαν τούς ἀνθρώπους πρός ἐκεῖνον (τόν Ἰωάννη). Ἄν ὅμως, μολονότι τόσα θαύματα ἔγιναν, καί προτοῦ νά φυλακισθῆ ὁ Ἰωάννης καί μετά τήν φυλάκισή του οἱ μαθηταί τοῦ Ἰωάννη διέκειντο δυσμενῶς πρός Αὐτόν (τόν Κύριο), καί πολλοί θεωροῦσαν ὅτι ὄχι Αὐτός, ἀλλά ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ Χριστός, ἄν δέν γινόταν τίποτε ἀπό αὐτά, τί δέν θά μποροῦσε νά συμβῆ; Γι᾿ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος σημειώνει ὅτι «ἀπό τότε ἄρχισε» νά κηρύσση. Καί ὅταν ἄρχισε τό κήρυγμα, ὅ,τι κήρυττε ὁ Ἰωάννης, τό ἴδιο δίδασκε καί ὁ Ἰησοῦς καί δέν ἀνέφερε τίποτε ἀκόμη γιά τόν Ἑαυτό του τό κήρυγμα, πού ἔκανε. Γιατί ἦταν ἀρκετό γιά τότε νά παραδεχτοῦν ἔστω καί αὐτό, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἀκόμη τή σωστή γνώση γι᾿ Αὐτόν.
Ἀποσπάσματα ἀπό ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἰς τήν Κυριακήν μετά τά Φῶτα. (Ἄπαντα τῶν Ἀγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τ. 64, σελ. 30-34)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου