Το παιχνίδι
είναι τόσο φυσικό για τα παιδιά όσο και η αναπνοή. Είναι ένα καθολικό
μέσο έκφρασης των παιδιών που μπορεί να ξεπεράσει τις διαφορές σε
εθνικότητα, γλώσσα, ή άλλες πτυχές του πολιτισμού (Drewes, 2006).
Παιχνίδι έχει παρατηρηθεί σχεδόν σε κάθε πολιτισμό από την αρχή της
καταγεγραμμένης ιστορίας. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το πώς ο
πολιτισμός αναπτύσσει την ποίηση, τη μουσική, το χορό, τη φιλοσοφία, τις
κοινωνικές δομές – όλα συνδέονται μεταξύ τους μέσω της άποψης της
κοινωνίας για το παιχνίδι (Huizinga, 1949). Παρόλα αυτά, η άποψη και η
αξία που δίνεται στο παιχνίδι διαφέρει ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνίες
αλλά ακόμα και μέσα στην ίδια κοινωνία (Sutton-Smith, 1974, 1999).
Η χρήση της φαντασίας, το συμβολικό παιχνίδι και το παιχνίδι μίμησης
αποτελούν αναπτυξιακά τυπικές δραστηριότητες στο παιχνίδι των παιδιών
(Russ, 2007). Το παιχνίδι αποτελεί κεντρικό άξονα και ζωτικής σημασίας
στοιχείο για την ανάπτυξη της παιδικής ηλικίας (Roopnarine &
Johnson,1994). Για πολλά είδη, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων, το
παιχνίδι μπορεί να είναι σχεδόν τόσο σημαντικό, όσο η τροφή και ύπνος. Η
έντονη αισθητηριακή και σωματική διέγερση που προκαλείται με το
παιχνίδι, βοηθά να σχηματιστούν εγκεφαλικά κυκλώματα και αποτρέπει την
απώλεια των νευρώνων (Perry, 1997). Το παιχνίδι είναι τόσο σημαντικό για
την ανάπτυξη ενός παιδιού, ώστε να υπερασπίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη
1989, στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, άρθρο 31.1, το οποίο
αναγνωρίζει “το δικαίωμα του παιδιού στην ανάπαυση και την αναψυχή, στη
συμμετοχή σε παιχνίδια και ψυχαγωγικές δραστηριότητες που είναι
κατάλληλες για την ηλικία του και στην ελεύθερη συμμετοχή στην
πολιτιστική ζωή και τις τέχνες”. Το παιχνίδι είναι ίσως το πιο
αναπτυξιακά κατάλληλο και ισχυρό μέσο ώστε τα μικρά παιδιά να χτίσουν
σχέσεις με ενήλικες, να αναπτύξουν το συλλογισμό αιτίας – αποτελέσματος,
απαραίτητου για την ανάπτυξη αυτοελέγχου, να επεξεργαστούν στρεσογόνες
εμπειρίες και να διδαχθούν κοινωνικές δεξιότητες (Chaloner, 2001). Το
παιχνίδι μπορεί να προσφέρει σε ένα παιδί την αίσθηση της δύναμης και
του ελέγχου που προέρχεται από την επίλυση των προβλημάτων και της
διαχείρισης νέων εμπειριών, ιδεών και ανησυχιών. Ως αποτέλεσμα, μπορεί
να βοηθήσει στην οικοδόμηση αισθημάτων αυτοπεποίθησης και επίτευξης
(Drewes, 2005). Μέσα από το παιχνίδι και από παρεμβάσεις που βασίζονται
σε αυτό τα παιδιά μπορούν να επικοινωνούν μη λεκτικά, συμβολικά και
ενεργητικά.
Το παιχνίδι είναι απαραίτητο όχι μόνο
για την προώθηση της φυσιολογικής ανάπτυξης του παιδιού, αλλά έχει και
πολλές θεραπευτικές ιδιότητες. Όλες οι θεραπείες απαιτούν, μεταξύ άλλων
παραγόντων, τη δημιουργία μιας θεραπευτικής σχέσης, σε συνδυασμό με τη
χρήση ενός μέσου αλληλεπίδρασης (Drewes, 2001). Η χρήση του παιχνιδιού
βοηθά στη δημιουργία μιας ουσιαστικής σχέσης με τα παιδιά, ειδικά εκείνα
που δυσκολεύονται στη λεκτική αυτο-έκφραση, ή με μεγαλύτερα παιδιά που
παρουσιάζουν άρνηση ή αδυναμία να εκφράσουν τα συναισθήματα και τις
δυσκολίες τους (Haworth, 1964). Η παρουσία των παιχνιδιών στέλνει ένα
μήνυμα στο παιδί ότι αυτός ο χώρος και ο χρόνος διαφέρει. Δείχνει στα
παιδιά ότι τους δίνεται η άδεια να είναι παιδιά και να αισθάνονται
ελεύθερα να είναι ο εαυτός τους (Landreth, 1993).
Το παιχνίδι χρησιμοποιείται στη θεραπεία από παιγνιοθεραπευτές και άλλους επαγγελαμτίες που εργάζονται με παιδιά, ως ένα μέσο αντιμετώπισης συναισθηματικών και συμπεριφορικών δυσκολιών. Η παιγνιοθεραπεία και άλλες θεραπευτικές παρεμβάσεις με τη χρήση του παιχνιδιού, δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση μια νέα θεραπευτική προσέγγιση (Drewes, 2006). Η χρήση του παιχνιδιού στη θεραπεία των παιδιών χρονολογείται από τη δεκαετία του 1930 και έχει χρησιμοποιηθεί από θεραπευτές όπως η Hermione Hug-Hellmuth, η Anna Freud και η Melanie Klein. Έκτοτε, αρκετές θεραπείες ενηλίκων έχουν προσαρμοστεί, ώστε να απευθύνονται σε παιδιά, όπως είναι παιδοκεντρική παιγνιοθεραπεία προσαρμοσμένη από τη Virginia Axline (1947), η θεραπεία μέσω Sandplay (παιχνίδι στην άμμο), που εξελίχθηκε μέσα από τη θεωρία του Jung χάρη στη συμβολή της Margaret Lowenfeld (1979) και της Dora Kalff (1980), και η γνωσιακή-συμπεριφορική παιγνιοθεραπεία από τη Susan Knell (1993).
Μέσα σε ένα ασφαλές και συναισθηματικά υποστηρικτικό περιβάλλον, το παιδί μπορεί να εκφράσει μέσω του παιχνιδιού τις ανησυχίες και τις δυσκολίες του, που ίσως είναι πολύ τρομακτικές ή στρεσογόνες ώστε να τις αντιμετωπίσει άμεσα ή να μιλήσει για αυτές. Αυτό συντελείται με την παρουσία ενός θεραπευτή ο οποίος μπορεί να το βοηθήσει να ακουστεί και να νιώσει κατανόηση. Έτσι, με σκοπό να κατανοήσει και να επεξεργαστεί τις δυσκολίες του σε βάθος,
Το παιχνίδι χρησιμοποιείται στη θεραπεία από παιγνιοθεραπευτές και άλλους επαγγελαμτίες που εργάζονται με παιδιά, ως ένα μέσο αντιμετώπισης συναισθηματικών και συμπεριφορικών δυσκολιών. Η παιγνιοθεραπεία και άλλες θεραπευτικές παρεμβάσεις με τη χρήση του παιχνιδιού, δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση μια νέα θεραπευτική προσέγγιση (Drewes, 2006). Η χρήση του παιχνιδιού στη θεραπεία των παιδιών χρονολογείται από τη δεκαετία του 1930 και έχει χρησιμοποιηθεί από θεραπευτές όπως η Hermione Hug-Hellmuth, η Anna Freud και η Melanie Klein. Έκτοτε, αρκετές θεραπείες ενηλίκων έχουν προσαρμοστεί, ώστε να απευθύνονται σε παιδιά, όπως είναι παιδοκεντρική παιγνιοθεραπεία προσαρμοσμένη από τη Virginia Axline (1947), η θεραπεία μέσω Sandplay (παιχνίδι στην άμμο), που εξελίχθηκε μέσα από τη θεωρία του Jung χάρη στη συμβολή της Margaret Lowenfeld (1979) και της Dora Kalff (1980), και η γνωσιακή-συμπεριφορική παιγνιοθεραπεία από τη Susan Knell (1993).
Μέσα σε ένα ασφαλές και συναισθηματικά υποστηρικτικό περιβάλλον, το παιδί μπορεί να εκφράσει μέσω του παιχνιδιού τις ανησυχίες και τις δυσκολίες του, που ίσως είναι πολύ τρομακτικές ή στρεσογόνες ώστε να τις αντιμετωπίσει άμεσα ή να μιλήσει για αυτές. Αυτό συντελείται με την παρουσία ενός θεραπευτή ο οποίος μπορεί να το βοηθήσει να ακουστεί και να νιώσει κατανόηση. Έτσι, με σκοπό να κατανοήσει και να επεξεργαστεί τις δυσκολίες του σε βάθος,
“Τα παιχνίδια γίνονται τα λόγια του παιδιού και το παιχνίδι γίνεται η γλώσσα του” (Landreth, 1991).
Μετάφραση από το βιβλίο των Drewes, A.A. & Schaefer, C.E. (2010) “School – based Play Therapy”
Part I: Play therapy: its therapeutic power and research effects
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου