Πάντα στις δύσκολες στιγμές, η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν, είναι και θα είναι η Υπερμάχος Στρατηγός των Ελλήνων.
28 Οκτωβρίου: Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου στις Βλαχέρνες και επέτειος του «ΟΧΙ»
Γράμμα από τη Μόροβα
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, στρατευμένος στην Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο το παρακάτω γράμμα στον αδελφό του.
«Αδελφέ μου Νίκο.
Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την
κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν
είναι να σου περιγράφω τα θέλγητρα μιας χιονισμένης Μόροβας με όλο το
άγριο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό πού έζησα, πού
το είδα με τα μάτια μου και πού φοβάμαι μήπως, ακούγοντας το από
άλλους, δεν το πιστέψεις.
Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε
απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη.
– Τις ει;
Μιλιά…
– Τις ει;
Τότε, σαν να μάς πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!
Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της.
Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη
εβδομάδα παλέψαμε σκληρά, για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβαν-Μόροβας.
Υπογραμμίζω πως η επίθεση μας πέτυχε τους ιταλούς στην αλλαγή των
μονάδων τους. Τα παλιά τμήματα είχαν τραβηχτεί πίσω και τα καινούργια
…κοιμόνταν! Το τι έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά.
Κι όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η
Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και χάθηκε ».
Το αδέσποτο μουλάρι
Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του ’40:
«Ό λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προχωρημένο ύψωμα για
προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε,
άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερόνυχτα κι έφτασε
σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Αποκλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας
είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ημέρα. Από την πείνα και το κρύο
δεν λάβαμε πρόνοια «διά την αυριον» και τις καταβροχθίσαμε.
Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το
χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα.
Σκελετωθήκαμε. Το ηθικό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει
και τα όρια της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέναμε όλοι «υπέρ
πίστεως και πατρίδος ».
Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύμα! Έβγαλε απ’ τον
κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μάς
κάλεσε γύρω του:
— Παλληκάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περίσταση ένα θαύμα μόνο
μπορεί να μάς σώσει. Γονατιστέ, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του
Θεανθρώπου, να μάς βοηθήσει!
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν
προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και
πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει
κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ’ ένα
μέτρο χιόνι – το λιγότερο – ήταν εντελώς αφύσικο.
Καταλάβαμε: Το οδηγούσε η Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαριστήσαμε όλοι
μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους
της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα:
κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.
Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πόλεμο. Αλλ’ αυτή μου
μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διέξοδο. Την έδωσε όμως η Παναγία».
(Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σελ. 174 & 178 Ιεράς Μονής Παρακλήτου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου