Ήταν στον Άγιο Παύλο ένα γεροντάκι ονόματι Κωνστάντιος από την Κεφαλλονιά˙ ήταν κι ένα άλλο Γεροντάκι, Κεφαλλονίτης κι αυτός, από το Πυργί, που λεγόταν Δημήτριος και η μητέρα του Μαρία. Κάποτε έλαβε ένα γράμμα ότι η μητέρα του εκοιμήθη. Δεν είχαν τηλέφωνα τότε.
– Γερω-Κωνστάντιε, σε θερμοπαρακαλώ, κάνε ένα κομποσχοινάκι, ένα σαραντάρι (δηλ. σαράντα μέρες) για την μητέρα μου.
– Θα κάνω, λέει, να’ ναι ευλογημένο. Ήταν αγωνιστής, όλη νύχτα τραβούσε κομποσχοίνι.
Όταν συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες εκεί που καθόταν και έκανε το
κομποσχοινάκι λέγοντας “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον τη δούλη σου Μαρία”,
βλέπει μία γυναίκα να μπαίνει στο κελί του ( ήταν η κεκοιμημένη Μαρία)
και του λέει με ευγένεια πολλή:
– Ευλογείτε, Γέροντα.
– Ο Κύριος. Πού βρέθηκες εσύ εδώ πέρα;
– Μην ταράζεσαι Γέροντα, γιατί ο Θεός με έστειλε να’ ρθώ.
– Και τι θέλεις;
– Δε θέλω τίποτε, αλλά ήρθα να σε ευχαριστήσω διότι αυτά τα
κομποσχοινάκια που μου έκανες, πολύ με ωφέλησαν και βρήκε ανάπαυση η
ψυχή μου. Σε ευχαριστώ. Γέροντά μου, σε ευχαριστώ, και εξαφανίστηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου