Η Εσθήρ Γκιουλσάν ήταν μία πρώην μουσουλμάνα απο το Πακιστάν, η οποία είχε βαπτιστεί χριστιανή, μετά από θαυμαστή θεραπεία της από μόνιμη παραλυσία.
Η ίδια στο βιβλίο της «Το σχισμένο πέπλο», που εκδόθηκε πρώτη φορά το
1984, περιγράφει πώς ο απόστολος Πέτρος την βοήθησε να πάει εγκαίρως
στον προορισμό της, μετά από τον γάμο του ανηψιού της, όταν όλοι οι
συγγενείς της την είχαν αφήσει αβοήθητη, επειδή είχε γίνει χριστιανή.
Διηγείται λοιπόν:
«Όπως είχα προβλέψει, ο γάμος ήταν καταστροφή από την αρχή μέχρι το
τέλος. Κάποιοι γηραιότεροι εξέλαβαν την παρουσία μου ως απροκάλυπτη
προσβολή, και όποτε εμφανιζόμουν μπροστά τους μου γύριζαν την πλάτη.
Άλλοι, που είχαν ισχυρό το Τζι χάντ μέσα τους, έβρισκαν επιχειρήματα
ώστε να μην μπορέσω να μιλήσω σχεδόν καθόλου με την αδελφή μου τη Σαμίνα
ή την Άνις, που είχα σχεδόν ένα χρόνο να τη δω.
Η βασική βολή της επίθεσής τους ήταν: «Γιατί πιστεύεις στον Ιησού ως τον Υιό του Θεού;».
Η Βίβλος μου ήταν στη βαλίτσα μου, αλλά δεν χρειαζόταν να τη
συμβουλευτώ. Οι λέξεις που χρειαζόμουν έφταναν στα χείλη μου αβίαστα και
με δύναμη.
Το πιθανότερο, σκέφτηκα, να μην είχα άλλη ευκαιρία σαν και αυτή, έτσι
λοιπόν μίλησα σε όποιον έδειχνε έστω και το ελάχιστο ενδιαφέρον. Τα
επιχειρήματα εκτοξεύονταν από παντού και δεν πρόλαβα να φάω ούτε να πιω
τίποτα. Τους βασικούς μου αντιπάλους, τους αδελφούς μου, δεν τους είδα. Ο
Σάχης Σαφντάρ είχε μείνει στο σπίτι όταν έμαθε ότι θα πήγαινα και γω,
και ο Σάχης Αλίμ έμεινε με τους άντρες καλεσμένους, μακριά από μένα.
Σταδιακά οι αντίπαλοί μου ένας-ένας λιγόστεψαν, με σχόλια όπως «αυτή
τρελάθηκε, αφήστε την» και «δεν έχει καμία σχέση μαζί μας, μην της
μιλάτε».
Ξαφνικά κοίταξα την ώρα. Ήταν 11 μ.μ. Άκουσα μια φωνή να λέει: «Αύριο
θα δώσεις μαρτυρία στο Μουρί και είσαι ακόμα εδώ». Ελαφρώς
πανικοβλημένη έτρεξα στο δωμάτιο της αδελφής μου και ρώτησα αν θα
μπορούσε να με πάει κανείς στο Μπαντάμι Μπαγκ.
Το αυτοκίνητο της Σαμίνας όμως το χρησιμοποιούσαν για δύο άλλους
επισκέπτες, την Άνις την απασχολούσαν τα πεθερικά της, και κάποιοι από
τους υπόλοιπους επισκέπτες το αρνήθηκαν ευθέως – άκουσα κάποιον να λέει:
«Δεν θέλουμε να μολύνουμε το αυτοκίνητό μας. Ζήτα απ’ τον Ιησού σου να σε πάει».
Η Σαμίνα μπήκε μπροστά και μου έπιασε το χέρι:
«Γκιουλσάν, λυπάμαι που δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Γιατί δεν μένεις
απόψε μαζί μας και το πρωί να σε πάμε στον σταθμό του τραίνου;».
Ήταν λογικό, μια και ήταν επικίνδυνο να κυκλοφορεί μια γυναίκα μόνη της τέτοια ώρα μέσα στη νύχτα.
Με πίεζε όμως μια αίσθηση επείγοντος. Είχα λάβει τις εντολές μου, και
με κάποιο τρόπο έπρεπε να βρω τον δρόμο μου. Χωρίς να αποχαιρετήσω
κανέναν, γλίστρησα ήσυχα έξω από το φωτισμένο σπίτι, με όλες τις ανέσεις
και την ασφάλειά του, και στάθηκα στην άκρη του δρόμου. Τα δέντρα μιας
μεγάλης μουριάς θρόιζαν πάνω από το κεφάλι μου. Κουνήθηκα νευρικά κάτω
από τη σκιά της.
«Κύριε, Εσύ με καθαγίασες. Φρόντισέ με και βοήθησέ με να φτάσω στον
σταθμό του τραίνου στην ώρα μου. Είμαι ολόκληρη μέσα στα χέρια Σου»,
προσευχήθηκα.
Όταν τελείωσα την προσευχή δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου. Η
παρουσία του Θεού ήταν παντού τριγύρω μου μέσα στο σκοτάδι, και μέσα σε
κείνο τον κύκλο ένιωθα ασφαλής.
Τότε άκουσα από μακριά και να πλησιάζει όλο και περισσότερο ο σιγανός
ήχος μιας μηχανής και σχεδόν αμέσως είδα το φως της να υφαίνει σχέδια
πάνω στο μαύρο πέπλο της νύχτας, καθώς η μηχανή ερχόταν αναπηδώντας σε
μένα πάνω στην ανώμαλη άσφαλτο.
Είδα ότι ήταν μηχανή-ταξί, από κείνα τα σκεπαστά.
Μήπως έφερνε κάποιον αργοπορημένο στον γάμο, ή μήπως πήγαινε τον
οδηγό του στο σπίτι στο τέλος της ημέρας; Προσευχόμενη να σταματήσει για
μένα, έκανα σήμα και η μηχανή-ταξί σταμάτησε πλάι μου.
«Μπορείς να με πας στο Μπαντάμι Μπαγκ όσο πιο γρήγορα
μπορείς; Πρέπει να προλάβω ένα λεωφορείο που φεύγει για το Ραβαλπίντι το
γρηγορότερο δυνατόν».
Δεν μπόρεσα να δω το πρόσωπό του, φορούσε κάτι σαν κουκούλα, έγνεψε
καταφατικά όμως, και μπήκα, απαγορεύοντας στον εαυτό μου να αναρωτηθεί
αν ήταν εγκληματίας που θα εκμεταλλευόταν την κατάστασή μου. Φύγαμε
λοιπόν, ξυπνώντας την ηχώ στο πέρασμά μας. Πόσο γρήγορα μου φάνηκε ότι
περάσαμε εκείνους τους δρόμους. Όταν φτάσαμε στο Μπαντάμι Μπαγκ έμοιαζε,
σύμφωνα με το ρολόι μου, ότι είχαμε κάνει τα 15 μίλια μέσα σε 15 λεπτά.
Ο άνθρωπος της μηχανής, χωρίς να πει λέξη, πήρε τη βαλίτσα μου και την
έφερε στη γραμμή του λεωφορείου της Γουατάν Μεταφορικής για το
Ραβαλπίντι. Καθώς προχωρούσε βιαστικά μπροστά από μένα, γεροδεμένος και
ντυμένος με έναν παράξενο μακρύ χιτώνα ξεθωριασμένου καφέ χρώματος,
σκέφτηκα ότι πρέπει να ήταν της φυλής Πάθαν.
Έβαλε την αποσκευή μου κάτω από ένα κάθισμα στο μπροστινό μέρος του
λεωφορείου, και ετοιμαζόταν να φύγει, χωρίς να περιμένει να πληρωθεί,
όταν τον σταμάτησα και ρώτησα: «Πόσα σου δίνω; ».
Ακούγοντάς το αυτό γύρισε προς το μέρος μου και είπε: «ο Θεός με έστειλε να σε βοηθήσω. Πήγαινε εν ειρήνη».
Ύστερα σήκωσε το μανίκι του χιτώνα του και πάνω στο γεροδεμένο χέρι
του είδα μια λέξη γραμμένη με λαμπερά γράμματα: Πάτρος (=το χριστιανικό
όνομα Πέτρος στα πακιστανικά). Προσπάθησα να δω το πρόσωπό του, αλλά το
μόνο που είδα ήταν τα λαμπερά μάτια του. Τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα
και έπρεπε να τα σκουπίσω. Όταν ξανακοίταξα, είχε εξαφανιστεί, χωρίς να
πάρει τα λεφτά μου. Μη ξέροντας αν αυτό το περιστατικό το είχα
ονειρευτεί, έριξα μια ματιά στον σταθμό. Ήταν γεμάτος από κόσμο που
προτιμούσε να ταξιδεύει αυτή τη νυχτερινή ώρα, παρά με τη ζέστη της
ημέρας, αλλά το μόνο που είδα ήταν επιβάτες που τεντώνονταν περιμένοντας
το μεγάλο ταξίδι.»
(από το βιβλίο της Εσθήρ Γκιουλσάν, «Το σχισμένο πέπλο. Μια αληθινή
ιστορια μεταστροφής από το ισλάμ στο χριστιανισμό», μετάφρ.
αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος, εκδ. Εν Πλώ, Αθήνα 2014, σελ. 231-235.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου