Πολλοὶ
ἄνθρωποι σήμερα θὰ διαφωνοῦσαν μὲ τὴ στάση τοῦ Ἰὼβ ἔναντι τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ὥρα
τῆς φοβερῆς δοκιμασίας του (βλ. ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 383, Ἰούν. 2015). Καὶ
αὐτό, γιατὶ σήμερα ὅλο καὶ λιγότερο οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴ διάθεση νὰ
ἐκχωρήσουν στὸν Θεὸ δι- καιώματα ἐπὶ τῶν κεκτημένων τους. Δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν
Κύριό τους.
Ἰδιαίτερα ἰσχύει αὐτὸ προκειμένου γιὰ τὰ παιδιά τους. Οἱ γονεῖς τὰ
θεωροῦν ἀποκλειστικὸ κτῆμα τους. Δὲν ἐννοοῦν νὰ ἀφήσουν κανένα, οὔτε τὸν Θεό,
νὰ παρεμβληθεῖ στὴ σχέση τους μαζί τους. Τὰ θέλουν ὁλωσδιόλου δικά τους.
Ἰδίως ἂν τὰ ἀπέκτησαν μὲ δυσκολία, σύνηθες πράγμα σήμερα. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς
εἶναι ἀδιανόητο νὰ χαθεῖ κάποιο παιδί τους, νὰ τὸ πάρει ὁ Θεὸς πρὶν τὴν ὥρα
του. Ἀκόμα καὶ συνειδητοὶ Χριστιανοὶ δείχνουν ἐξαιρετικὴ δυσκαμψία στὸ ζήτημα
αὐτό. Ἐξεγείρονται καὶ δυσανασχετοῦν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπισυμβεῖ κάτι
τέτοιο.
Ἡ λογικὴ τοῦ Ἰὼβ τοὺς φαίνεται ἀκατανόητη. Ἔχουμε δηλαδὴ τὴν αἴσθηση
ὅτι τὰ παιδιὰ μᾶς ἀνήκουν ἀπο κλειστικά. Ἐμεῖς τὰ γεννᾶμε, ἐμεῖς τὰ
μεγαλώνουμε, ἐμεῖς ὑποφέρουμε νύχτα-μέρα γι’ αὐτά. Αὐτὰ εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή
μας.
Ξεχνᾶμε ὅμως ὅτι δὲν τὰ δημιουργοῦμε μόνοι μας. Μᾶς διαφεύγει ὅτι ἀπόλυτος
Δη-μιουργὸς εἶναι μόνο ὁ Θεός. Πηγὴ τῆς ζωῆς, τοῦ καλοῦ, τῆς κάθε ὕπαρξης,
εἶναι μόνο ὁ Θεός. Μόνο τὸ κακὸ δὲν πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, τὰ
«καλὰ λίαν» τῆς δημιουργίας, τὰ γεννᾶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεὸς ὅμως στὸ θέμα
τῆς γεννήσεως τῶν παιδιῶν θέλησε νὰ μᾶς κάνει βοηθούς του. Ἀπὸ συγκατάβαση. Ὄχι
γιατὶ ἀδυνατοῦσε ὁ ἴδιος. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τιμήσει ἐμᾶς. Νὰ δώσει ἀξία στὰ πλάσματά
του. Νὰ νοιώθουμε ὅτι εἴμαστε ἀπόλυτα σημαντικοὶ γι’ αὐτόν. Ὅτι κάτι κάνουμε
κι ἐμεῖς. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔκαμε τὴν τιμὴ νὰ εἴμαστε συνδημιουργοί του. Νὰ ἔχουμε
τὴν ἀπροσμέτρητη χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση νὰ φτιάχνουμε μαζί του τὸν νέο ἄνθρωπο.
Νὰ γινόμαστε κι ἐμεῖς γονεῖς.
Ἀναθέτει λοιπὸν σὲ μᾶς νὰ δίνουμε σάρκα καὶ ὀστᾶ, τὸ σῶμα. Κι Ἐκεῖνος
χτίζει τὴν ψυχὴ μὲ τὸ ἐμφύσημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἔκαμε καὶ μὲ τὸν πρῶτο
ἄνθρωπο, τὸν Ἀδάμ. Καὶ ἔτσι γίνεται «ψυχὴ ζῶσα» ὁ νέος ἄνθρωπος, τὸ παιδί μας. Ὁ
Θεὸς δὲν δημιουργεῖ τὴν ψυχὴ πρὶν πλάσουμε ἐμεῖς, μὲ τὴ δική Του βέβαια
συναίνεση, τὸ σῶμα. Καὶ τὰ δυὸ μαζί, ψυχὴ καὶ σῶμα, χτίζονται ταυτόχρονα, ὅταν
θελήσει ὁ Θεός, ὁ μόνος κατ’ οὐσίαν Δημιουργός.
Ἡ ζωὴ τοῦ νέου ἀνθρώπου
ξεκινάει μὲ τὴν ἕνωση αὐτὴ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ τελειώνει, ὅταν πάλι ἡ
ψυχὴ χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα. Ὁ Θεὸς καὶ ὄχι ἐμεῖς ὁρίζει τὴν εἴσοδό μας καὶ τὴν
ἔξοδό μας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Πρῶτα λοιπὸν εἶναι τοῦ Θεοῦ τὰ παιδιά μας καὶ
μετὰ δικά μας. Ὅλοι ἔχουμε τὸν Θεὸ πατέρα μας, πλάστη μας, δημιουργό μας. Αὐτὸς
μᾶς ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ τὸν προσφωνοῦμε:
«Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Αὐτὸς
εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς μας, «θανατοῖ καὶ ζωογονεῖ» (Α΄ Βασ. 2, 7), σ’ αὐτὸν
ἀποκλειστικὰ ἀνήκουμε. Ὅποιος δὲν τὸ ἀναγνωρίζει αὐτό, δείχνει ἁπλῶς τὴ
μικρόνοιά του. Ἐμεῖς ἂς τὸν εὐχαριστοῦμε πάντοτε. «Ἐπὶ ταῖς εἰσόδοις ἡμῶν ταῖς
εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, καὶ ταῖς ἐξόδοις». Καὶ γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴν παροῦσα
ζωὴ καὶ γιὰ τὴν ἔξοδό μας.
π. Δημήτριος Μπόκος ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου