Σπύρου Συμεών
Πριν λίγο καιρό λοιπόν ένας νεαρός από την Αθήνα ενώ επισκέφθηκε το Άγιο Όρος όπως συνήθιζε κάθε χρόνο επισκέφτηκε και την Παναγούδα κι αυτήν την φορά για να εξιστορήσει ένα θαυμαστό γεγονός το οποίο έφτασε και στα δικά μου αυτιά, ενώ μπήκε στο εκκλησάκι του κελιού να προσκυνήσει βγήκε εμφανώς συγκινημένος και άρχισε να εξιστορεί στους πατέρες αλλά και σε όσους ακόμη βρίσκονταν εκεί το εξής γεγονός, αρχίζοντας μάλιστα αναφώνησε πως ο Γέροντας είναι εδώ ''ολοζώντανος'' οι παρεμβάσεις του είναι σωτήριες και δεν μας αφήνει.
Στην Αθήνα λοιπόν ένα γνωστό του ζευγάρι, χρόνια παντρεμένο είχε καθημερινώς προστριβές, ο άντρας μάλιστα ήταν χαρτοπαίχτης και μέθυσος και η δύσμοιρη η γυναίκα του καθάριζε από το πρωί μέχρι το σούρουπο σκάλες προκειμένου να τα βγάλει πέρα, μετά από καιρό έφτασε ο κόμπος στο χτένι γιατρειά με αυτόν τον σύζυγο δεν έβρισκε και μέρα με την μέρα η κατάστασή χειροτέρευε ώσπου ένα βράδυ δαιμονόπληκτη η γυναίκα και ενώ αυτός κοιμόταν στο συζυγικό τους κρεβάτι η γυναίκα του σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα, πήρε στο χέρι της ένα μαχαίρι και γύρισε πίσω στο δωμάτιο και ενώ ετοιμαζόταν σιγά σιγά να τον σκοτώσει στο δωμάτιο ξάφνου εμφανίσθηκε ένας καλόγερος και τις λέει «τι πας να κάνεις εκεί, θα το μετανιώσεις πικρά, κάμε υπομονή κι ο Θεός θα ...» (δεν πρόλαβε να τελειώσει) αμέσως κατατρόμαξε και αναρωτήθηκε μα πως μπήκε αυτός εδώ μέσα από πού;
Ψιθυριστά τον ρωτάει ''ποιος είσαι εσύ, πως βρέθηκες εδώ μέσα εσύ; και ο καλόγερος της απαντά: «είμαι από το Άγιο Όρος, μένω στην Σουρωτή έξω από την Θεσσαλονίκη αλλά κατεβαίνω και στην Αθήνα» και εξαφανίστηκε ξαφνικά από μπρός της.
Περιέργεια γεματη η γυναικούλα αυτή αλλά και σαστισμένη κρύβει το μαχαίρι κάτω από το κρεβάτι και ξυπνά τον άντρα της, με δυσκολία μιας και κοιμόνταν βαριά από το μεθύσι, και τρομαγμένη του διηγείται κατά ένα μέρος αυτό που μόλις συνέβη, δηλαδή πως ένας καλόγερος είχε μπει μέσα στο δωμάτιο τους δεν ξέρει από πού και πως και της είπε πως ήταν από το Άγιο Όρος αλλά έμενε έξω από την Θεσσαλονίκη και κατεβαίνει στην Αθήνα μερικές φορές, δηλαδή όλα τα άλλα εκτός από την πρόθεση της να τον σκοτώσει στον ύπνο του, ο σύζυγός της, της λέει, τι βλακείες κάθεσαι και μου λες τέτοιες ώρες ποιος να ανέβει εδώ και από πού να μπει στο σπίτι αφού όλα είναι κλειστά, τα ονειρεύτηκες όλα αυτά άντε πια εσύ και τα χαζά σου, χαζογύναικα και γυρνώντας πλευρό ξανακοιμήθηκε.
Αυτή μέχρις να ξημερώσει δεν έκλεισε μάτι μιας και δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγινε αλλά και το πώς και αναρωτιόταν.
Η ώρα πέρασε και έπρεπε να σηκωθεί για να πάει για το μεροκάματο της, σηκώθηκε και αφού ετοιμάσθηκε κατέβηκε από την πολυκατοικία της και λίγο πιο πέρα ήταν ένα περίπτερο όπου μόλις του είχαν πετάξει τα δέματα με τις εφημερίδες και πάνω πάνω στο δέμα είχε σε μια εφημερίδα ένα βιβλίο-αφιέρωμα με μια φωτογραφία και το βλέμμα της έπεσε πάνω σ αυτήν την φωτογραφία που είχε για εξώφυλλο, ήταν ο ίδιος γέροντας με αυτόν που εμφανίσθηκε στο δωμάτιο της, πήρε την εφημερίδα και άνοιξε το βιβλιαράκι όπου διάβαζε συντετριμμένη και με δάκρυα στα μάτια για αυτόν που την απέτρεψε να κάνει ένα μεγάλο κακό το βράδυ που μόλις είχε περάσει και τα γεγονός αυτό το απεκάλυψε και στον νεαρό πολύ καλό τους φίλο που το εξιστορούσε στην Παναγούδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου