Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ 15 Ιουνίου

Ο άγιος Ιερώνυμος γεννήθηκε περίπου το 340 μ.Χ. και πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου του 420.  Διάφοροι ερευνητές αναφέρουν ότι το πλήρες όνομά του ήταν Ευσέβιος Σωφρόνιος Ιερώνυμος. Είναι ευρύτατα γνωστός ως μεταφραστή της Αγίας Γραφής από τα Ελληνικά και τα Εβραϊκά στα Λατινικά. Η έκδοση της μεταφράσεως του Αγίου Ιερωνύμου η οποία ονομάστηκε Βουλγάτα είναι ακόμα το επίσημο κείμενος της Αγίας Γραφής για την ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.  Ο άγιος Ιερώνυμος τιμάται σαν άγιος από την ορθόδοξη Εκκλησία και γιορτάζεται στις 15 Ιουνίου ενώ από την δυτική χριστιανοσύνη τιμάται την ημέρα του θανάτου του στις 30 Σεπτεμβρίου.

Η ζωή του
Ο άγιος Ιερώνυμος γεννήθηκε στο Στρείδον της Δαλματίας, στα σύνορα μεταξύ Πανονίας και Δαλματίας,  μάλλον στο σημερινό Γκράχοβοπόλιε  μέσα  στη Βοσνία Ερζεγοβίνη.

Γεννήθηκε από χριστιανούς γονείς, οι οποίοι είχαν άλλα τέσσερα παιδιά εκ των οποίων ακόμη δύο, ο αδελφός του Παυλινιανός και η αδελφή του, ακολούθησαν την μοναχική ζωή.  Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε από τον πατέρα του στο οικογενειακό του περιβάλλον. Οι γονείς του ήταν αρκετά εύποροι και γι’ αυτό σε ηλικία κάτω των δέκα  ετών τον έστειλαν για σπουδές στη Ρώμη, όπου παρέμεινε τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια. Στη Ρώμη είχε συσπουδαστή τον φίλο του Βονώσο. Εδώ επιδόθηκε σε ρητορικές και φιλοσοφικές σπουδές κοντά στον επιφανή διδάσκαλο της εποχής εκείνης τον Αίλιο Δονάτο. Βαφτίστηκε μάλλον σε ηλικία 25-26 ετών, περίπου το 366 από τον πάπα Λιβέριο στη Ρώμη. Ο άγιος Ιερώνυμος έμαθε επίσης πολύ καλά τα ελληνικά, αλλά ακόμα δεν είχε καμία σκέψη να μελετήσει τους έλληνες πατέρες ή τις χριστιανικές γραφές.
Παρέμεινε στη Ρώμη για αρκετά χρόνια. Ήταν μελετηρός σπουδαστής και σύντομα έγινε βαθύς γνώστης των ελληνικών και λατινικών κλασικών συγγραφέων της λογοτεχνίας, της ιστορίας, και της φιλοσοφίας. Εκτός από τις μελέτες του, ο νεαρός Ιερώνυμος  άρχισε ένα ισόβιο πρόγραμμα  να κάμει μια μεγάλη δική  του βιβλιοθήκη. Αυτό δεν σήμαινε την αγορά των βιβλίων, αλλά την αντιγραφή των βιβλίων από τον ίδιο ή με την βοήθεια των φίλων του. Αργότερα σε όλες τις μετακινήσεις και τα ταξίδια του έπαιρνε μαζί του την πλούσια βιβλιοθήκη του. Εύλογα λοιπόν θεωρείται ο προστάτης άγιος των βιβλιοθηκαρίων. Δυστυχώς ευρισκόμενος στη Ρώμη εκτός από την απόλαυση και την ευχαρίστηση της λογοτεχνίας, ο Ιερώνυμος παρέκκλινε στην κοσμική ζωή της Ρώμης πράγμα για το οποίο μετάνιωσε αργότερα.
Μετά από αρκετά έτη στη Ρώμη, πήγε με τον φίλο του Βονώσο και εγκαταστάθηκε στα Τρέβηρα στα όρια της σημερινής Γερμανίας όπου φαίνεται ότι έκανε τις  πρώτες του θεολογικές μελέτες. Εκεί αντέγραψε τα   Σχόλια του Αγίου Ιλαρίου του Πουατιέ στους  ψαλμούς   και την πραγματεία  Περί Συνόδων. Έπειτα έμεινε για μερικούς τουλάχιστον μήνες  ή ενδεχομένως και έτη μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Ρουφίνο στην Ακηλία   όπου έκανε πολλούς χριστιανούς φίλους όπως τον Χρωμάτιο και τον Ηλιόδωρο. Εδώ συνδέθηκε με στενή φιλία και με τον επίσκοπο της περιοχής τον άγιο Βαλεριανό.
Το 373  με μερικούς από τους φίλους του ταξίδευσε δια μέσου της Θράκης και της Μικράς Ασίας στη βόρειο Συρία. Έμεινε το μεγαλύτερο διάστημα στην Αντιόχεια και εκεί  δύο από τους συντρόφους του πέθαναν ενώ ο ίδιος αρρώστησε σοβαρά αρκετές φορές. Θεραπεύτηκε με θαυματουργική επέμβαση του Θεού. Κατά τη διάρκεια μιας από αυτές τις ασθένειες (περίπου ο χειμώνας 373-374, σε ηλικία 34 περίπου ετών), είδε ένα όραμα το οποίο τον έκαμε να εγκαταλείψει τις κοσμικές μελέτες και να αφιερωθεί στα πράγματα του Θεού. Από τη μελέτη της ζωής και των συγγραμμάτων του φαίνεται ότι έμεινε μακριά από τη μελέτη των κλασσικών συγγραφέων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Την περίοδο αυτή βυθίστηκε πραγματικά στη μελέτη της Αγίας Γραφής κάτω μάλιστα από την επίδραση του Απολλιναρίου Λαοδικείας, που δίδαξε αργότερα στην Αντιόχεια, και πάντως πριν ο Απολλινάριος να παρεκκλίνει στην αίρεση.
Εκεί γεννήθηκε μέσα του η έντονη επιθυμία για την αυστηρή ασκητική ζωή και πήγε στην έρημο της Χαλκίδος, πενήντα μίλια νοτιοανατολικά της  Αντιόχειας, σε ένα μέρος που είναι γνωστό ως συριακή Θηβαΐδα λόγω του μεγάλου αριθμού των ασκητών που ζούσαν εκεί. Στο μέρος αυτό έμεινε πέντε περίπου χρόνια. Παρά το ότι βρισκόταν στην έρημο και ζούσε με αυστηρή άσκηση εύρισκε χρόνο για τη μελέτη και την συγγραφή. Εκεί έκανε και την πρώτη προσπάθεια να μάθει εβραϊκά υπό την καθοδήγηση ενός εβραίου που είχε γίνει χριστιανός.
Επέστρεψε στην Αντιόχεια το 378 ή 379 και, σχεδόν παρά τη θέλησή του,  χειροτονήθηκε κληρικός από τον επίσκοπο Παυλίνο με την προϋπόθεση να μην ανήκει σε κάποια συγκεκριμένη ενορία και να συνεχίσει την ασκητική ζωή που είχε αρχίσει. Αργότερα, σε ηλικία 41 περίπου ετών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να παρακολουθήσει εξηγητικά μαθήματα στην Αγία Γραφή από τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο. Στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι έμεινε στο διάστημα των ετών 381-383 και μετά από εκεί πήγε στη Ρώμη μετά από πρόσκληση του Πάπα Δαμάσου και άλλων  εξεχόντων χριστιανών. Ο Πάπας τον είχε καλέσει από το 382 όταν συγκάλεσε εκεί σύνοδο για την επίλυση του Αντιοχειανού σχίσματος. Τελικά ο Πάπας εκτιμώντας τόσο τη σοφία του,  όσο και τη γνώση των προβλημάτων της Ανατολής που είχε,  τον κράτησε κοντά του σαν σύμβουλό του.
Στη Ρώμη μεταξύ άλλων καθηκόντων ανέλαβε την αναθεώρηση του κειμένου της Λατινικής Αγίας Γραφής με βάση το Ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης και τη μετάφραση των Εβδομήκοντα για την Παλαιά Διαθήκη, ώστε να δοθεί ένα τέλος στο πλήθος των αποκλίσεων των βιβλικών κειμένων που χρησιμοποιούσε η Δύση. Στις βιβλικές του μελέτες κατανόησε από πολύ νωρίς τη σημασία και τη σπουδαιότητα της γεωγραφίας, της φιλολογίας και της αρχαιολογίας, και χρησιμοποίησε τις πληροφορίες τους για την καλύτερη κατανόηση των κειμένων της Αγίας Γραφής,.
Το μεταφραστικό του έργο στη Ρώμη καθόρισε την όλη δραστηριότητά του για πολλά χρόνια και είναι το σημαντικότερο επίτευγμά του. Ο συνδυασμός λογοτεχνικής λαμπρότητάς και η προστασία των πλούσιων φίλων του φάνηκαν να του υπόσχονται μεγάλα και σπουδαία πράγματα. Κάποια περίοδο μάλιστα ήταν σίγουρο ότι θα είναι ο επόμενος Πάπας.
Στα χρόνια της παραμονής του στη Ρώμη άσκησε αναμφισβήτητα τεράστια επιρροή όχι μόνο με την πολυμάθεια και τη σοφία του αλλά και με την αυστηρή μοναχική ζωή την οποία ζούσε. Μεγάλη εντύπωση προξενούσαν οι κομψές και γεμάτες χάρη επιστολές του προς διαφόρους φίλους, αλλά και οι πειστικοί προτρεπτικοί του λόγοι για τον ασκητισμό και τη μοναχική ζωή. Ζώντας στη Ρώμη συγκεντρώθηκε γύρω του ένας μεγάλος κύκλος επιφανών και μορφωμένων γυναικών από τις καλύτερες αριστοκρατικές οικογένειες της Ρώμης, όπως η Μαρκέλλα και η Παύλα με τις κόρες της Βλεσίλλα και Ευστοχία. Οι γυναίκες αυτές είχαν γνωρίσει τη μοναχική ζωή από τον Μέγα Αθανάσιο όταν ήταν εξόριστος στη Ρώμη. Η αλλαγή πορείας αυτών των γυναικών και η κλίση τους προς τη μοναχική ζωή δημιούργησε εχθρότητα πολλών εναντίον του Ιερωνύμου. Στην εχθρότητα αυτή προστέθηκε και η δυσαρέσκεια πολλών κληρικών εναντίον του εξ αιτίας της αυστηρής κριτικής του αγίου Ιερωνύμου εναντίον αυτών για την κοσμική τους ζωή και νοοτροπία. Τελικά σύντομα εγκατέλειψε τη θέση του στη Ρώμη αφού εν τω μεταξύ πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου του 384 ο υποστηρικτής του Πάπας Δάμασος.
Τον Αύγουστο του 385  επέστρεψε στην Αντιόχεια. Τον ακολούθησε ο αδελφός του Παυλινιανός και διάφοροι φίλοι του. Αργότερα τον ακολούθησε και η Παύλα με την κόρη της Ευστοχία, οι οποίες καθυστέρησαν στη Ρώμη για να λύσουν διάφορα περιουσιακά ζητήματα έχοντας όμως πάρει την απόφαση να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στους Αγίους Τόπους. Το χειμώνα του 385 πήγε κοντά τους σαν πνευματικός τους σύμβουλος και ο άγιος Ιερώνυμος. Όλοι μαζί, όσοι αποδήμησαν από τη Ρώμη επισκέφτηκαν την Ιερουσαλήμ, τη Βηθλεέμ, διάφορες ιερές τοποθεσίες της Γαλιλαίας και έπειτα πήγαν στην Αίγυπτο τη χώρα των μεγάλων ηρώων της ασκητικής ζωής.
Στην Αλεξάνδρεια παρακολούθησε μαθήματα κοντά στον διάσημο διδάσκαλο της Κατηχητικής Σχολής Αλεξανδρείας τον Δίδυμο τον Τυφλό.   Την περίοδο εκείνη ο Δίδυμος ανέπτυσσε το βιβλίο του Προφήτη Ωσηέ. Εκεί άκουσε επίσης για τα πνευματικά κατορθώματα του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου. Αυτό τον έκαμε να επισκεφτεί την έρημο  της Νιτρίας όπου θαύμασε  την πειθαρχημένη κοινοβιακή ζωή των πολυάριθμων κατοίκων της «πόλης εκείνης του Κυρίου». Διαπίστωσε όμως ότι και εκεί είχε σπείρει ο διάβολος τα ζιζάνιά του αφού αρκετοί είχαν μολυνθεί από τις δοξασίες του Ωριγένη. Αργά το καλοκαίρι του 388, σε ηλικία 48 ετών, επέστρεψε στην Παλαιστίνη και εγκαταστάθηκε για το υπόλοιπο της ζωής του σ’ ένα ερημιτικό κελί κοντά στη Βηθλεέμ. Εκεί στη Βηθλεέμ υπό την καθοδήγηση του Αγίου Ιερωνύμου και την οικονομική βοήθεια της Παύλας ιδρύθηκαν δύο μοναστήρια ένα ανδρικό και ένα γυναικείο. Και για τα δυο αυτά μοναστήρια ο Άγιος Ιερώνυμος ήταν ο πνευματικός πατέρας και διδάσκαλος.
Η μαθήτριά του Παύλα παρείχε τα αναγκαία χρήματα για τη συντήρησή τους αλλά και για τον εμπλουτισμό της μεγάλης βιβλιοθήκης που είχε δημιουργήσει. Στη Βηθλεέμ στράφηκε με περισσότερο ζήλο στην συγγραφή. Στα τελευταία τριάντα τέσσερα χρόνια της ζωής του ανήκει το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής του παραγωγής στην οποία περιλαμβάνεται η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο, τα βιβλικά του σχόλια, ο κατάλογος των χριστιανών συγγραφέων (δηλαδή το έργο περί ανδρών επιφανών) και ο Διάλογος κατά Πελαγιανών. Τη λογοτεχνική αξία μάλιστα του τελευταίου την αναγνωρίζουν ακόμα και αυτοί οι αντίπαλοί του. Στην ερμηνεία των γραφών χρησιμοποίησε την αλληγορική μέθοδο της Αλεξανδρινής Σχολής, αλλά και τον ρεαλισμό της σχολής της Αντιοχείας.
Σ’ αυτήν την περίοδο της ζωής του ανήκει και το μεγαλύτερο μέρος από την πολεμική του συγγραφή κατά των Ωριγενιστών και του κυριότερου εκπροσώπου τους του πατριάρχου Ιωάννου Ιεροσολύμων, εναντίον του πρώην φίλου του Ρουφίνου και των Πελαγιανών. Μεγάλος είναι ο αριθμός των επιστολών του που έφτασαν μέχρι τις ημέρες μας. Σώζονται επιστολές του και προς φίλους και προς εχθρούς, όλες με περισσή χάρη και κομψότητα γλώσσης, αλλά κα με περισσή δύναμη και μαχητικότητα. Επειδή μάλιστα αναφέρονται σε επίκαιρα θέματα της εποχής του έχουν τεράστιο ιστορικό, πνευματικό και θεολογικό ενδιαφέρον.
Κατά την περίοδο της παραμονής του στη Βηθλεέμ ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Ιωάννης προσκείμενος στους ωριγενιστές ξεσήκωσε πόλεμο εναντίον του αγίου Ιερωνύμου. Επειδή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει με πειστική επιχειρηματολογία τον άγιο πήρε κάποιον διάκονο από άλλη μητροπολιτική περιφέρεια, που ήταν δυνατός στο λόγο και τον έκαμε ιερέα ,για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον άγιο Ιερώνυμο. Επειδή όμως και πάλι δεν κατάφερε τίποτε απαγόρευσε την τέλεση κάθε λειτουργίας και ιεροπραξίας στα μοναστήρια του αγίου. Έδωσε επίσης εντολή να μην βαπτίσει κανένας κληρικός της επισκοπής του όσους κατηχουμένους προετοίμαζε ο άγιος και τα μοναστήρια του για το άγιο Βάπτισμα. Αναγκάστηκαν μάλιστα να ταξιδεύσουν στην Τύρο για να μπορέσουν σε άλλη επισκοπή να βαπτίσουν τους κατηχουμένους. Η οργή του επισκόπου Ιωάννου φούντωσε περισσότερο εξ αιτίας του ότι ο άγιος Ιερώνυμος σε διάφορα δογματικά και εκκλησιαστικά ζητήματα πήρε το μέρος του αγίου Επιφανίου επισκόπου Σαλαμίνος Κύπρου. Εν τέλει ο Ιωάννης συνεπικουρούμενος και από την πολιτική ηγεσία της περιοχής κατάφερε και εξέδωσε διάταγμα για την εξορία του αγίου Ιερωνύμου από την Παλαιστίνη. Ευτυχώς το διάταγμα δεν εκτελέστηκε διότι άλλαξε η  πολιτική κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη και ο διοικητής της Ιουδαίας βρήκε πρόφαση και ακύρωσε την εκτέλεσή του.
Το 416 οι οπαδοί των Πελαγιανών μη μπορώντας να αντέξουν την πολεμική που έκανε ο άγιος Ιερώνυμος ενάντια στις κακοδοξίες τους,  ξεσηκώθηκαν εναντίον του το 416, κατέστρεψαν τα μοναστήρια του, επετέθηκαν εναντίον των μοναχών του, σκότωσαν έναν διάκονο και ο ίδιος ο άγιος Ιερώνυμος αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο σε ένα γειτονικό φρούριο.
Ο τάφος του Αγίου Ιερωνύμου στη Βηθλεέμ

Ο άγιος Ιερώνυμος πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου του έτους 420 κοντά στη Βηθλεέμ. Η σορός του ετάφη αρχικά στη Βηθλεέμ κάτω από τον ιερό ναό της Γεννήσεως του Χριστού. Αργότερα τα λείψανά του λέγεται ότι μεταφέρθηκαν στη Δύση στη εκκλησία της Santa Maria Maggiore στη Ρώμη, αν και άλλες περιοχές διατείνονται ότι κατέχουν λείψανά του, όπως ο καθεδρικός ναός της πόλεως Νέπι, όπου λέγεται ότι φυλάσσεται η αγία κάρα του, κατά μία άλλη εκδοχή λέγεται ότι αυτή βρίσκεται στο Escorial της Μαδρίτης.

Έργα
Η συγγραφική παραγωγή του Ιερώνυμου υπήρξε πολύ πλούσια. Η χρήση της λατινικής γλώσσας ήταν υποδειγματική και συνέβαλε καθοριστικά στη μεταγενέστερη εξέλιξή της. Ασχολήθηκε κυρίως με το μεταφραστικό έργο, αλλά και με συγγραφές ιστορικές, αγιολογικές, ερμηνευτικές, δογματικές, αντιαιρετικές, καθώς και με την επιστολογραφία. Διασώζεται ικανός αριθμός Επιστολών του, μερικές από τις οποίες αποτελούν θαυμάσιες πραγματείες.
Ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιος μετέφρασε στα ελληνικά τις Επιστολές 14, 22, 52 και 125. Χρησιμοποίησε όμως άλλους τίτλους από αυτούς που φέρει το πρωτότυπο λατινικό κείμενο. Βλ.
Κοντά στον Χριστό, Πρέβεζα 1996,
Περί Παρθενίας, Πρέβεζα 1997,
Βάλε γερό θεμέλιο, Πρέβεζα 1997 και
Ζήσε για τον Χριστό, Πρέβεζα 1998.
Ο Ιερώνυμος αναθεώρησε αρχικά τις αρχαίες λατινικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής (Vetus Latina), στηριζόμενος στα Εξαπλά του Ωριγένη. Αργότερα, προχώρησε σε νέα μετάφραση, ολόκληρης της Αγίας Γραφής, βασιζόμενος στις πρωτότυπες γλώσσες, την εβραϊκή και ελληνική. Η μετάφραση αυτή ονομάστηκε Βουλγάτα (Vulgata δηλαδή "κοινή, δημώδης").
Προλόγισε όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής, ενώ εκπόνησε ερμηνευτικά υπομνήματα στα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.
Μετέφρασε έργα του Ωριγένη, του Ευσεβίου Καισαρείας, του Διδύμου του Τυφλού, του Παχωμίου και των διαδόχων του, του Επιφανίου Σαλαμίνας Kύπρου, του Θεοφίλου Αλεξανδρείας και αρκετά έργα από την Απόκρυφη γραμματεία.
Άλλα σημαντικά συγγράμματά του ήταν:
De viris illustribus (Περί ανδρών επιφανών): με τη συγγραφή αυτού του έργου, το οποίο διασώθηκε ακέραιο, ο Ιερώνυμος καθιερώθηκε ως ο πρώτος συστηματικός γραμματολόγος της δυτικής Εκκλησίας. Το σύγγραμμα συντάχθηκε στη Βηθλεέμ, το έτος 392. Σε αυτό περιέλαβε τους βίους και την εργογραφία 135 ανατολικών και δυτικών Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων. Αποτέλεσε, μάλιστα, σπουδαία γραμματολογική πηγή τόσο κατά την Αρχαιότητα όσο και στα σύγχρονα χρόνια, παρά το μεροληπτικό τρόπο συγγραφής του. Τα πρότυπά του υπήρξαν οι συγγραφές του Σουητώνιου και του Ευσέβιου Καισαρείας
Altercatio Luciferiani et Orthodoxi (Διαμάχη Λουκιφεριανού και Ορθόδοξου), PL 23, 155-182.
Adversus Helvidium de Mariae virginitate perpetua (Κατά Ελβιδίου περί αειπαρθενίας της Μαρίας), PL 23, 183-206.
Adversus Jovinianum (Κατά Ιοβινιανού), PL 23, 211-338.
Contra Vigilantium (Εναντίον του Βιγιλαντίου), PL 23, 339-352.
Contra Johannem Hierosolymitanum (Εναντίον του Ιωάννη Ιεροσολύμων), PL 23, 355-396. Βλ. την ελληνική μετάφραση που εκπόνησε ο Τ. Θέμελης, Η πραγματεία του Ιερωνύμου κατά Ιωάννου επισκόπου Ιεροσολύμων, μετάφρασις εκ του λατινικού, Ιεροσόλυμα 1923.
Dialogus Adversus Pelagianos (Διάλογος Κατά Πελαγιανών), PL 23, 517-618.
Apologia adversus libros Rufini (Απολογία κατά των βιβλίων του Ρουφίνου), PL 23, 397-456.
Liber tertius seu ultima rensponsio adversus scripta Rufini (Βιβλίο τρίτο ή τελευταία απάντηση κατά των γραπτών του Ρουφίνου), PL 23, 457-492.
Vita S. Pauli primi eremitae (Βίος Αγίου Παύλου του πρώτου ερημίτη), PL 23, 17-30.
Vita S. Hilarionis (Βίος Αγίου Ιλαρίωνος), PL 23, 29-54.
Vita Malchi monachi (Βίος Μάλχου μοναχού), PL 23, 55-62.
Το έργο Martyrologium ή Kalendarium (Μαρτυρολόγιο ή Ημερολόγιο), PL 30, 435-486, το οποίο προσγράφεται στον άγιο, πιθανώς δεν είναι δικό του, αλλά διασώζει τμήματα ανάλογου ιερωνυμικού συγγράμματος που χάθηκε.

Διδασκαλία
Ο άγιος Ιερώνυμος κινήθηκε αποκλειστικά στη βιβλική θεμελίωση των απόψεών του και στην παράδοση της Εκκλησίας.
Υιοθέτησε την παραδοσιακή εκκλησιολογία του Ιγνατίου Αντιοχείας, του Ειρηναίου Λουγδούνου και του Κυπριανού Καρχηδόνας. Θεώρησε απαραίτητη, για τη σωτηρία, την παραμονή του ανθρώπου στο σώμα της Εκκλησίας και τη μετοχή στα μυστήριά της. Υπερασπίστηκε την ορθόδοξη πίστη, έναντι των αιρετικών, υποστηρίζοντας πως οι ομάδες τους συνιστούσαν παρασυναγωγή και οδηγούνταν από τον Αντίχριστο.
Κατηγορήθηκε από ορισμένους μοναχούς ως Σαβελλιανιστής, επειδή στην τριαδολογία χρησιμοποιούσε τον όρο πρόσωπον και όχι υπόστασις. Η κατηγορία όμως αυτή δεν ίσχυε, γιατί ο Ιερώνυμος δεν υιοθέτησε ποτέ τη διδασκαλία του Σαβέλλιου.
Το ίδιο συνέβη και με την ωριγένεια θεολογία. Στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ Ωριγενιστής, ασχέτως αν έτρεφε σεβασμό προς το μεγάλο ανάστημα του Αλεξανδρινού θεολόγου. Αναγκάστηκε για το λόγο αυτό να ερίσει με το φίλο του Ρουφίνο και να καταδικάσει τις θεολογικές επιδράσεις που δέχτηκε από τον Ωριγένη, τόσο αυτός όσο και ο Ιωάννης Ιεροσολύμων.
Όταν ανέκυψε το πρόβλημα της αίρεσης του Πελαγιανισμού, ο Ιερώνυμος ακολούθησε την πατερική διδασκαλία της Ανατολής και υποστήριξε πως η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα του έργου της χάρης του Θεού σε συνεργασία με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Ο Ιερώνυμος διακρίθηκε ως ερμηνευτής της Αγίας Γραφής. Στην ερμηνευτική του μέθοδο υιοθέτησε την αλεξανδρινή αλληγορία, αλλά και την ιστορικοφιλολογική προσέγγιση των ιερών κειμένων.
Ήταν άνθρωπος της ολόθερμης προσευχής και της αυστηρής άσκησης. Εκτίμησε υπέρμετρα την παρθενία και έφτασε στο σημείο της περιφρόνησης του γάμου, χωρίς όμως ιδιαίτερες ακρότητες.

Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου