Ἕνας Κινέζος, λέει ἡ διήγηση, ἀφοῦ ἐρεύνησε τὶς διάφορες θρησκεῖες καὶ φιλοσοφίες, ἔγινε Χριστιανός. Στὸ γιατί τῆς ἀπόφασής του ἀπάντησε:
"Στὰ δύσκολα χρόνια της ἀναζήτησης κάποια στιγμὴ ἐνοίωσα σὰν νὰ βρισκόμουν σὲ ἕνα βαθὺ λάκκο χωρὶς ἐλπίδα καμιὰ νὰ βγῶ ἀπ' αὐτό. Δὲν ἀπογοητεύτηκα ὅμως. Ἄρχισα τὶς ἀπεγνωσμένες προσπάθειες καὶ συνέχισα μὲ ἀπεγνωσμένες κραυγὲς ποὺ δυνάμωναν ὅταν ἀφουγκραζόμουν κάποιον νὰ παιρνᾶ.
Ξαφνικὰ βλέπω ἕναν ἄνθρωπο νὰ σκύβει πάνω ἀπὸ τὸ λάκκο μου. Τὴν ἀχτίδα ἐλπίδας ποὺ φάνηκε στὴν καρδιά μου ἔσβησαν τὰ λόγια του: 'Σὲ συμπονῶ, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτα, τὸ βάθος εἶναι τεράστιο. Φαίνεται πὼς τὸ κισμὲτ ὁρίζει νὰ πεθάνεις'. Ἦταν ὁ Μωάμεθ.
Δὲν πέρασε πολὺ ὥρα, πέρασε ὅμως κάποιος ἄλλος μὲ στρογγυλὸ γελαστὸ πρόσωπο. Ἀκούγοντας τὶς φωνές, ἔκανε μερικὰ ἀργὰ βήματα πρὸς τὸ βάραθρο καὶ χωρὶς καθόλου νὰ σκύψει εἶπε μὲ ἀπάθεια: 'Ὅποιος κι ἂν εἶσαι, ἄνθρωπε, ἠρέμησε, μεῖνε ἐκεῖ ποὺ βρίσκεσαι καὶ κᾶνε ὑπομονή'. Αὐτὸς ἦταν ὁ Βούδας καὶ μὲ βούλιαξε στὴν ἀπελπισία, γιὰ νὰ μὲ βουλιάξει σὲ αὐτὴν καὶ ὁ ἑπόμενος περαστικός.
Εἶχε κιτρινωπὸ πρόσωπο καὶ σχιστὰ μάτια, πλησίασε κάπως, μὲ κοίταξε αὐστηρὰ καὶ μοῦ εἶπε: 'Ποιος ξέρει τί ἔχεις κάνει, ποιοὺς νόμους ἔχεις παραβεῖ καὶ τώρα δικαίως τιμωρεῖσαι'. Ἦταν ὁ Κομφούκιος. Ἡ ἀπελπισία μὲ ἔπνιξε καὶ ἀναίβασε τὴ φωνή μου ὡς τὸν οὐρανό. Τότε εἶδα μία γλυκιὰ μορφὴ νὰ....
σκύβει στὸν λάκκο τῆς ταλαιπωρίας μου. Δὲν εἶπε τίποτα, μόνο σιγὰ σιγὰ ὁ τόσο διαφορετικὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους περαστικός, ἄρχισε νὰ κατεβαίνει κοντά μου καὶ σηκώνοντας μὲ στοὺς ὤμους Του, μὲ ἔβγαλε στὸ φῶς. Μὲ κοίταξε μὲ συμπάθεια στὰ μάτια καὶ μοῦ εἶπε: 'Πρόσεξε μὴν ξαναπέσεις ἐκεῖ'. Αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας μου. Γιὰ αὐτὸ ἢ καλύτερα γιὰ Αὐτὸν ἔγινα Χριστιανός.
Περιοδικὸ Πρὸς τὴ Νίκη, τεῦχος 746, ἔτος 2012
αντιγραφή από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου