Η συμμετοχή στο
γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού διέρχεται και μέσα από τις ανθρώπινες
αισθήσεις. Οι Πατέρες της Εκκλησίας γνώριζαν πολύ καλά τις παιδαγωγικές
παραμέτρους για την προβολή των γεγονότων της πίστης καθώς και τις ιδιαιτερότητες
της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Θεμελίωσαν τη θεολογία της εικόνας προκειμένου να
υπηρετεί το ευαγγελικό μήνυμα για τη σωτηρία και την ανακαίνιση της κτίσης.
Επομένως, η εικόνα δεν είναι πίνακας ζωγραφικής ή φωτογραφία της στιγμής. Είναι
λειτουργικό αντικείμενο, βιβλίο των αγραμμάτων, υπόμνηση και διέγερση της
πίστης για όσα έχουμε διαβάσει και ακούσει. Η αγιογραφία είναι λειτουργική
τέχνη, αναγωγική στο λυτρωτικό έργο του Κυρίου.
Η ορθόδοξη
εικόνα της Αναστάσεως είναι αυτή που ο Αναστημένος Κύριος βρίσκεται στο κέντρο της
μέσα σε ένα υπερκόσμιο φως και σε μετωπική στάση προς τον προσκυνητή της
εικόνας. Με τα δυο του χέρια κρατάει τον Αδάμ και την Εύα, τους οποίους βγάζει
από τους τάφους τους με μια κίνηση που εκφράζει ήρεμη ένταση και λυτρωτική κίνηση.
Δεξιά και αριστερά του βρίσκεται ένα πλήθος ανθρώπων, δίκαιοι της Παλαιάς
Διαθήκης και άλλοι που έζησαν προχριστιανικά. Κάτω από τα πόδια του βρίσκεται η
απόλυτη καταστροφή του Άδη και του θανάτου.
Αυτό είναι η
Ανάσταση του Χριστού. Η νίκη επί του θανάτου, η λύτρωση από τη φθορά. Δεν είναι
μια κίνηση θεϊκής επίδειξης, αλλά η βεβαιότητα ότι ο θάνατος καταργήθηκε, ο
Άδης καταστράφηκε και δεν μπορεί να κρατήσει κανέναν πια. Όταν προσκυνώ την
εικόνα της Αναστάσεως προσκυνώ και τη δική μου Ανάσταση, ως δώρο ενός
ερωτευμένου Θεού.
Είναι πράγματι
θλιβερό (είτε από άγνοια, είτε από αδιαφορία) να γυρίζουμε την πλάτη στον
πλούτο της ορθόδοξης εικονογραφίας και να διατηρούμε ακόμη στα σπίτια και στους
ναούς τις φτωχές και ανούσιες εικόνες της δυτικότροπης Ανάστασης. Αυτές που
εμφανίζεται ο Χριστός να βγαίνει από τον τάφο κρατώντας ένα σημαιάκι και δεξιά
και αριστερά του να πέφτουν θαμπωμένοι οι στρατιώτες που φρουρούσαν τον τάφο.
Κατά πρώτον, η
εικόνα αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια των γεγονότων όπως περιγράφονται
στα Ευαγγέλια, που επιμένουν ότι δεν υπήρχε κανείς ως αυτόπτης μάρτυρας της
εξόδου του Χριστού από τον τάφο. Κατά δεύτερον – και πιο σημαντικό – αυτό είναι
το γεγονός της Ανάστασης; Η επιδεικτική μοναξιά ενός Θεού που νικά το θάνατο ως
λογικό επακόλουθο της θεϊκής του ιδιότητας και το θάμπωμα των υπηκόων του και
κυρίως αυτών που δεν τον πίστευαν;
Αλλά, ας
αφήσουμε τον μοναδικό Φώτη Κόντογλου να αποδομήσει με γλαφυρό και ειρωνικό ύφος
αυτή την απεικόνιση: «Πού τις βρήκανε τις
σημαίες και τα μπαϊράκια που βάζουνε να βαστά ο Χριστός; Αυτά τα εφεύρανε οι
ζωγράφοι της Δύσης, που τα κάνανε όλα κατά τη μικρόλογη φαντασία τους και που
αγαπούσανε αυτά τα θεατρικά κι ένα σωρό άλλα τέτοια φτηνά στολίδια, ανάξια για
τη βαθιά θρησκεία του Χριστού… Οι δυτικοί ζωγράφοι ζωγραφίζουνε το Χριστό ν’
αναστήνεται από τον τάφο γυμνός και επιδειχτικός σαν να αλαλάζει,
καλοχτενισμένος, με παχουλό και ροδαλό κορμί, όπως τον άνθρωπο που έκανε
μπάνιο. Βαστά στο χέρι του μια σημαία. Ένας άγγελος, ασπροντυμένος κι
ανέκφραστος σαν νοσοκόμα, κάνει πως κυλά την ταφόπλακα. Πεντέξι στρατιώτες
κάνουνε κάτι προσποιητές χειρονομίες σαν θεατρίνοι, πως τάχα τους έπιασε ο
φόβος. Το πρόσωπο του Χριστού είναι γαλατένιο, με τριανταφυλλιά μάγουλα σαν
καλοφαγωμένη γυναίκα, με κάτι ψεύτικα και αταίριαστα γένεια. Μ’ αυτά τα
πράγματα θέλουνε να παραστήσουνε τον κόσμο της αθανασίας και της αλήθειας που
μας δίδαξε και έδειξε ο Χριστός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου