ΤΟ
κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγέλιο γράφει· «Τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ
Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωὶ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον…» (᾿Ιωάν.
20,1 κ.ἑ.). Στὴν περικοπὴ αὐτὴ ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, μερικὲς
χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες, ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐκεῖνες λεπτομέρειες ποὺ
βεβαιώνουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ὁποία ἑορτάζουμε.
«Τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων», λέει. Εἶχε κλείσει τὸ Σάββατο καὶ ξημέρωνε ἡ
ἑπόμενη μέρα. Γιὰ τοὺς Ἑβραίους αὐτὴ ἦταν «ἡ μία τῶν σαββάτων» – ἔτσι
τὴν ἔλεγαν, τὴν ὁποία Ἐκκλησία ὠνόμασε πλέον «Κυριακή» (Ἀπ. 1,10).
«Πρωὶ σκοτίας ἔτι οὔσης». Ἦταν σκοτάδι, δὲν εἶχε φέξει ἀκόμα. Στοὺς
δρόμους ἐπικρατοῦσε ἡσυχία, κανείς δὲν περπατοῦσε. Ποιός νὰ τολμήσῃ νὰ
βγῇ; Οἱ μαθηταὶ ἦταν κρυμμένοι. ῾Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦσαν. Ποιός
νὰ πλησιάσῃ στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ; Ἐκεῖ ἦταν κουστωδία, φρουρὰ μὲ τὰ ὅπλα της. Κανείς δὲν
ξεμυτοῦσε. Ἐν τούτοις στὰ καλντερίμια ἀκούστηκαν πατήματα. Ποιός ἦταν;
Δὲν ἦταν ἄντρας· γυναίκα ἦταν. Ποιά;
«Μαρία ἡ Μαγδαληνή». Ἦταν ἐκείνη ποὺ ἔτρεφε ἀπέραντη καὶ αἰωνία εὐγνωμοσύνη στὸν Κύριο, διότι ὁ Χριστὸς τὴν ἀπήλλαξε ἀπὸ ἑπτὰ δαιμόνια. Ὁ πονηρὸς κόσμος σήμερα τὴν ἔχει διαβάλει, τὴν ἔκανε μυθιστόρημα μὲ φαντασίες ποὺ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἀκάθαρτη διάνοιά του. Δὲν ἦταν ὅμως ἔτσι. Αὐτὴ λοιπὸν βαδίζει τώρα στὸ δρόμο. Ποῦ πηγαίνει;
«Εἰς τὸ μνημεῖον». Ἀφοῦ βάδισε, φτάνει στὸν τάφο. Γιὰ νὰ καταλάβουμε, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν πῶς ἦταν τότε οἱ τάφοι στοὺς Ἑβραίους. Ἦταν περίπου ὅπως εἶνε σήμερα οἱ τάφοι τῶν ἐπισήμων· ἦταν σκαλισμένοι σὲ βράχο, καὶ στὸ ἄνοιγμά τους, μπροστά, σφράγιζαν τὴν εἴσοδο καλὰ μ᾿ ἕνα μεγάλο λίθο.
«Βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου». Βλέπει ὅτι κάποιος ἔχει σηκώσει τὸ βαρὺ ἐκεῖνο λιθάρι καὶ τὸ μνημεῖο εἶνε ἀνοιχτό. Δὲν πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό της, ὅτι μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ ἔχῃ ἀναστηθῆ.
«Τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον»· γυρίζει τρέχοντας πίσω, βρίσκει τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ τοὺς λέει· «Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν» (᾿Ιωάν. 20,2). Τὸν πῆραν, λέει, τὸ Χριστό, δὲν εἶνε μέσ᾿ τὸν τάφο.
Ὁ Πέτρος καὶ ὁ ᾿Ιωάννης ξεκινοῦν κι αὐτοὶ γιὰ τὸν τάφο. Τρέχουν ὁλοταχῶς καὶ οἱ δύο μαζί. Ὁ ᾿Ιωάννης ἔτρεξε πιὸ γρήγορα κ’ ἔφτασε πρῶτος. Σκύβει ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα, ῥίχνει μιὰ ματιὰ μέσ᾿ στὸν τάφο, ἀλλὰ δὲ μπαίνει. Ἔρχεται μετὰ ὁ Πέτρος καί, πιὸ θαρραλέος αὐτός, προχωρεῖ καὶ μπαίνει μέσα.
Οἱ ἄνθρωποι συνήθως φοβοῦνται στὰ μνηματα. Τὸ εἶδα ἐγὼ αὐτὸ στὸ στρατό, σὲ κάποιο στρατιώτη ἀπὸ τὴν Κρήτη. Βλαστημοῦσε τὸ Χριστό, καὶ τοῦ εἶπα· ―Ἀφοῦ τολμᾷς καὶ βλαστημᾷς, πήγαινε καὶ τὰ μεσάνυχτα στὰ μνήματα, ἐκεῖ ποὺ εἶνε οἱ νεκροὶ καὶ οἱ σταυροί, νὰ βλαστημήσῃς. ―Ἄ, δὲν πάω λέει… Δὲν πῆγε. Στὰ μνήματα σταματᾶνε οἱ βλαστήμιες, πιάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα δέος.
Ὁ ᾿Ιωάννης λοιπὸν φοβήθηκε, ὁ Πέτρος μπῆκε στὸ μνημεῖο. Κ’ ἐκεῖ τί νὰ δῇ; Βλέπει ―ἀκοῦστε λεπτομέρεια―, «τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον …χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (ἔ.ἀ. 20,7).
Ποιά σημασία ἔχει αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, πρέπει νά ’χουμε ὑπ’ ὄψιν μας τὴν ἑβραϊκὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν πέθαινε κάποιος, τοῦ ἔβγαζαν ὅλα τὰ ἐνδύματα, τὸν ἔλουζαν, τὸν καθάριζαν καὶ τοῦ ἔβαζαν ἀρώματα. Μετὰ ἔπαιρναν ταινίες, κορδέλλες ἀπὸ καθαρὸ ὕφασμα (ἂν ἦταν πλούσιος, μεταξωτὲς κορδέλλες), τὶς βουτοῦσαν σὲ μιὰ κολλητικὴ οὐσία, τὴ σμυρναλόη, καὶ ἄλλα ἀρώματα, καὶ μ’ αὐτὲς τύλιγαν τὸ σῶμα. Αὐτὸ ἔγινε λοιπὸν καὶ στὸν Κύριο καὶ στὸν τετραήμερο Λάζαρο. (Γι’ αὐτὸ οἱ μητέρες, ὅταν παλαιότερα τύλιγαν τὸ βρέφος τους μὲ φασκιές, τὸ ἔλεγαν «Λαζαρῖνο», διότι ἔμοιαζε μὲ τὸ σῶμα τοῦ Λαζάρου· συνήθεια ποὺ τώρα καταργήθηκε ὡς ἀνθυγιεινή). Γιατί οἱ Ἑβραῖοι τύλιγαν ἔτσι τὸ νεκρό; Γιὰ δύο λόγους· πρῶτον γιὰ νὰ τὸν τιμήσουν, καὶ δεύτερον καὶ κυριώτερον διότι τὰ ἀρώματα αὐτὰ εἶχαν ἀντισηπτικὲς ἰδιότητες. Ὅλα ὅμως αὐτὰ κολλοῦσαν καὶ γίνονταν ἕνα πρᾶγμα μὲ τὸ κορμί, ὅπως κολλάει ὁ μαραγκὸς τὰ σανίδια μὲ ψαρόκολλα ἢ ἰσχυρὴ γερμανικὴ κόλλα καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὰ ξεκολλήσῃς. Ἔτσι ἦταν καὶ τὰ ὑφάσματα μὲ τὸ σῶμα.
Ἔχοντας αὐτὰ ὑπ’ ὄψιν γεννᾶται ἡ ἀπορία· πῶς ξεκόλλησαν τὰ ὀθόνια ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔμειναν ἐκεῖ στὸ μνῆμα; Οἱ φαρισαῖοι ἰσχυρίστηκαν, ὅτι οἱ μαθηταὶ ἔκλεψαν τὸ σῶμα. Ἀλλ’ ὅταν πάῃ κανεὶς νὰ κλέψῃ, δὲν ἔχει ἄνεσι χρόνου· μπαίνει μέσα, ἁρπάζει γρήγορα – γρήγορα ὅ,τι βρῇ, καὶ φεύγει. Δὲν κάθεται ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτὸ κάποτε οἱ κλέφτες πάνω στὴ βιασύνη τους δὲν ξέρουν τί παίρνουν, ἀφήνουν τὰ πολύτιμα καὶ παίρνουν τὰ τιποτένια. Ἐὰν οἱ μαθηταὶ εἶχαν σκοπὸ νὰ κλέψουν τὸ Χριστό, θὰ ἔπαιρναν τὸ σῶμα ὅπως εἶνε, μαζὶ μὲ τὰ ὀθόνια. Γιὰ ν’ ἀφήσουν τὰ ὀθόνια ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ κάθισαν ὧρες, νὰ εἶχαν καζάνι νὰ ζεστάνουν νερό, καὶ νὰ ξεκόλλησαν σιγὰ – σιγὰ τὶς ταινίες. Γίνονται αὐτὰ τὰ πράγματα;
Καὶ δὲν ἦταν μόνο τὰ ὀθόνια· ἦταν καὶ τὸ σουδάριο – ἄλλη λεπτομέρεια αὐτή. Ὁ Πέτρος εἶδε, λέει, καὶ τὸ σουδάριο, δηλαδὴ τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, νὰ μὴν εἶνε κολλημένο μαζὶ μὲ τὶς ταινίες τῶν ὀθονίων, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται σ᾿ ἕνα μέρος ξεχωριστά, τυλιγμένο μὲ τάξι. Ξέρετε πῶς ἔμοιαζε; Θὰ σᾶς πῶ, καὶ ὅσοι εἶνε ἀπὸ χωριὰ θὰ μὲ καταλάβουν καλύτερα· ὅσοι εἶνε ἀπὸ πόλεις δὲν ξέρουν.
Ἀφήσαμε τὰ χωριὰ δυστυχῶς καὶ μαζευτήκαμε στὰ ἀστικὰ κέντρα. Θά ᾿ρθῃ ὅμως ἡ μέρα ―κ’ εἶνε κοντά―, ποὺ θὰ πῆτε Ἀνάθεμα τὴν ὥρα ποὺ φύγαμε ἀπὸ τὰ χωριά μας!… Εἶνε μιὰ ἁμαρτία μας αὐτή. Γίναμε ὅλοι πρωτευουσιάνοι, κι ἀφήσαμε τὴν ὕπαιθρο νὰ ἐρημώσῃ. Μόνο τὸ Πάσχα τὴ θυμοῦνται καὶ βγαίνουν. Θά ᾿ρθῃ ὅμως μέρα ποὺ αὐτὸ θὰ τὸ πληρώσουμε. Γιατὶ κάθε σπιθαμὴ γῆς καὶ κάθε πέτρα τοῦ χωριοῦ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁλόκληρη καὶ τὶς ἄλλες πολιτεῖες.
Ὅποιος λοιπὸν ἀπὸ σᾶς εἶνε ἀπὸ τὸ χωριό, θὰ εἶδε πῶς οἱ χωρικοὶ χτίζουν τοὺς τοίχους ποὺ δείχνουν τὰ ὅρια τῶν χωραφιῶν. Στὰ νησιά, σὲ μέρη ὅπου τὸ ἔδαφος εἶνε ἐπικλινές, χωρίζουν τὰ ἐπίπεδα τῆς γῆς ποὺ καλλιεργοῦν χτίζοντας τὶς λεγόμενες πεζοῦλες. Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ τοῖχοι δὲν εἶνε κτισμένοι μὲ λάσπη καὶ ἀσβέστη, ἀλλὰ πῶς; Μὲ σκέτη πέτρα, ξερολιθιὰ ὅπως λένε. Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, ἰδίως τώρα τὸ καλοκαίρι, ὅταν κάπου γκρεμιζόταν καμμιὰ ξερολιθιά, ἔβλεπα ἀνάμεσα στὶς πέτρες ἕνα περίεργο πρᾶγμα· τὸ φιδοπουκάμισο. Τὴν ἄνοιξι ὅλα ἀλλάζουν· καὶ τὸ φίδι ἀκόμη ἀλλάζει καὶ ἀνανεώνει τὴν ἐπιδερμίδα του. Σὰ νὰ λέῃ μὲ τὸ ἔνστικτό του· «καιρὸς ν’ ἀλλάξω κ’ ἐγὼ φορεσιά, νὰ φορέσω καινούργιο κουστούμι. Λαμπρὴ εἶνε, νὰ γιορτάσω κ’ ἐγώ». Πηγαίνει λοιπὸν τὸ φίδι, τέτοιες μέρες ποὺ εἶνε ζεστὸς ὁ καιρός, βρίσκει στενὰ περάσματα ἀνάμεσα στὶς πέτρες τῆς ξερολιθιᾶς, κ’ ἐκεῖ σπρώχνεται, πιέζεται γιὰ νὰ περάσῃ μέσα ἀπὸ τὶς τρύπες, κι ὅταν πλέον βγαίνει ἀπὸ ᾿κεῖ, ἔχει ἀφήσει μέσα στὶς πέτρες ὁλόκληρο τὸ παλαιὸ δέρμα του, ποὺ οἱ χωριάτες τὸ λένε φιδοπουκάμισο. Ἀπὸ αὐτὸ καταλαβαίναμε ὅτι πέρασε ἀπὸ κεῖ τὸ φίδι. Δὲν ξέρω ἂν ἐσεῖς πιάσατε καμμιὰ φορὰ φιδοπουκάμισο. Εἶνε λεπτότατο.
Ὅπως λοιπὸν τὸ φίδι γλιστράει μέσα ἀπὸ τὶς πέτρες κι ἀφήνει τὸ πουκάμισό του μέσ᾿ στὶς τρύπες, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς γλίστρησε μέσα ἀπὸ τὶς φασκιές, τὸ σῶμα του γλίστρησε μέσα ἀπὸ τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο, ἔφυγε, καὶ ἔμεινε ἐκεῖ στὸν τάφο μόνο τὸ περίβλημα. Αὐτὸ εἶνε μία ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε.
Τὴν παρομοίωσί του μὲ φίδι κάνει ἀλλοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὅταν λέῃ· «Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. 3,14). Ὅπως ὁ Μωϋσῆς στὴν ἔρημο ὕψωσε ἕνα φίδι, ὄχι ζωντανὸ ἀλλὰ χάλκινο, καὶ ὅποιος γύριζε καὶ τὸ ἔβλεπε ἐσῴζετο ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δαγκώματα τῶν φιδιῶν, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστὸς ὑψώθηκε μέσα στὸν κόσμο ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Αὐτὸ ἦταν τύπος τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἂν διαβάζετε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ τὸ ξέρετε.
«Μαρία ἡ Μαγδαληνή». Ἦταν ἐκείνη ποὺ ἔτρεφε ἀπέραντη καὶ αἰωνία εὐγνωμοσύνη στὸν Κύριο, διότι ὁ Χριστὸς τὴν ἀπήλλαξε ἀπὸ ἑπτὰ δαιμόνια. Ὁ πονηρὸς κόσμος σήμερα τὴν ἔχει διαβάλει, τὴν ἔκανε μυθιστόρημα μὲ φαντασίες ποὺ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἀκάθαρτη διάνοιά του. Δὲν ἦταν ὅμως ἔτσι. Αὐτὴ λοιπὸν βαδίζει τώρα στὸ δρόμο. Ποῦ πηγαίνει;
«Εἰς τὸ μνημεῖον». Ἀφοῦ βάδισε, φτάνει στὸν τάφο. Γιὰ νὰ καταλάβουμε, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν πῶς ἦταν τότε οἱ τάφοι στοὺς Ἑβραίους. Ἦταν περίπου ὅπως εἶνε σήμερα οἱ τάφοι τῶν ἐπισήμων· ἦταν σκαλισμένοι σὲ βράχο, καὶ στὸ ἄνοιγμά τους, μπροστά, σφράγιζαν τὴν εἴσοδο καλὰ μ᾿ ἕνα μεγάλο λίθο.
«Βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου». Βλέπει ὅτι κάποιος ἔχει σηκώσει τὸ βαρὺ ἐκεῖνο λιθάρι καὶ τὸ μνημεῖο εἶνε ἀνοιχτό. Δὲν πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό της, ὅτι μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ ἔχῃ ἀναστηθῆ.
«Τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον»· γυρίζει τρέχοντας πίσω, βρίσκει τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ τοὺς λέει· «Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν» (᾿Ιωάν. 20,2). Τὸν πῆραν, λέει, τὸ Χριστό, δὲν εἶνε μέσ᾿ τὸν τάφο.
Ὁ Πέτρος καὶ ὁ ᾿Ιωάννης ξεκινοῦν κι αὐτοὶ γιὰ τὸν τάφο. Τρέχουν ὁλοταχῶς καὶ οἱ δύο μαζί. Ὁ ᾿Ιωάννης ἔτρεξε πιὸ γρήγορα κ’ ἔφτασε πρῶτος. Σκύβει ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα, ῥίχνει μιὰ ματιὰ μέσ᾿ στὸν τάφο, ἀλλὰ δὲ μπαίνει. Ἔρχεται μετὰ ὁ Πέτρος καί, πιὸ θαρραλέος αὐτός, προχωρεῖ καὶ μπαίνει μέσα.
Οἱ ἄνθρωποι συνήθως φοβοῦνται στὰ μνηματα. Τὸ εἶδα ἐγὼ αὐτὸ στὸ στρατό, σὲ κάποιο στρατιώτη ἀπὸ τὴν Κρήτη. Βλαστημοῦσε τὸ Χριστό, καὶ τοῦ εἶπα· ―Ἀφοῦ τολμᾷς καὶ βλαστημᾷς, πήγαινε καὶ τὰ μεσάνυχτα στὰ μνήματα, ἐκεῖ ποὺ εἶνε οἱ νεκροὶ καὶ οἱ σταυροί, νὰ βλαστημήσῃς. ―Ἄ, δὲν πάω λέει… Δὲν πῆγε. Στὰ μνήματα σταματᾶνε οἱ βλαστήμιες, πιάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα δέος.
Ὁ ᾿Ιωάννης λοιπὸν φοβήθηκε, ὁ Πέτρος μπῆκε στὸ μνημεῖο. Κ’ ἐκεῖ τί νὰ δῇ; Βλέπει ―ἀκοῦστε λεπτομέρεια―, «τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον …χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (ἔ.ἀ. 20,7).
Ποιά σημασία ἔχει αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, πρέπει νά ’χουμε ὑπ’ ὄψιν μας τὴν ἑβραϊκὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν πέθαινε κάποιος, τοῦ ἔβγαζαν ὅλα τὰ ἐνδύματα, τὸν ἔλουζαν, τὸν καθάριζαν καὶ τοῦ ἔβαζαν ἀρώματα. Μετὰ ἔπαιρναν ταινίες, κορδέλλες ἀπὸ καθαρὸ ὕφασμα (ἂν ἦταν πλούσιος, μεταξωτὲς κορδέλλες), τὶς βουτοῦσαν σὲ μιὰ κολλητικὴ οὐσία, τὴ σμυρναλόη, καὶ ἄλλα ἀρώματα, καὶ μ’ αὐτὲς τύλιγαν τὸ σῶμα. Αὐτὸ ἔγινε λοιπὸν καὶ στὸν Κύριο καὶ στὸν τετραήμερο Λάζαρο. (Γι’ αὐτὸ οἱ μητέρες, ὅταν παλαιότερα τύλιγαν τὸ βρέφος τους μὲ φασκιές, τὸ ἔλεγαν «Λαζαρῖνο», διότι ἔμοιαζε μὲ τὸ σῶμα τοῦ Λαζάρου· συνήθεια ποὺ τώρα καταργήθηκε ὡς ἀνθυγιεινή). Γιατί οἱ Ἑβραῖοι τύλιγαν ἔτσι τὸ νεκρό; Γιὰ δύο λόγους· πρῶτον γιὰ νὰ τὸν τιμήσουν, καὶ δεύτερον καὶ κυριώτερον διότι τὰ ἀρώματα αὐτὰ εἶχαν ἀντισηπτικὲς ἰδιότητες. Ὅλα ὅμως αὐτὰ κολλοῦσαν καὶ γίνονταν ἕνα πρᾶγμα μὲ τὸ κορμί, ὅπως κολλάει ὁ μαραγκὸς τὰ σανίδια μὲ ψαρόκολλα ἢ ἰσχυρὴ γερμανικὴ κόλλα καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὰ ξεκολλήσῃς. Ἔτσι ἦταν καὶ τὰ ὑφάσματα μὲ τὸ σῶμα.
Ἔχοντας αὐτὰ ὑπ’ ὄψιν γεννᾶται ἡ ἀπορία· πῶς ξεκόλλησαν τὰ ὀθόνια ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔμειναν ἐκεῖ στὸ μνῆμα; Οἱ φαρισαῖοι ἰσχυρίστηκαν, ὅτι οἱ μαθηταὶ ἔκλεψαν τὸ σῶμα. Ἀλλ’ ὅταν πάῃ κανεὶς νὰ κλέψῃ, δὲν ἔχει ἄνεσι χρόνου· μπαίνει μέσα, ἁρπάζει γρήγορα – γρήγορα ὅ,τι βρῇ, καὶ φεύγει. Δὲν κάθεται ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτὸ κάποτε οἱ κλέφτες πάνω στὴ βιασύνη τους δὲν ξέρουν τί παίρνουν, ἀφήνουν τὰ πολύτιμα καὶ παίρνουν τὰ τιποτένια. Ἐὰν οἱ μαθηταὶ εἶχαν σκοπὸ νὰ κλέψουν τὸ Χριστό, θὰ ἔπαιρναν τὸ σῶμα ὅπως εἶνε, μαζὶ μὲ τὰ ὀθόνια. Γιὰ ν’ ἀφήσουν τὰ ὀθόνια ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ κάθισαν ὧρες, νὰ εἶχαν καζάνι νὰ ζεστάνουν νερό, καὶ νὰ ξεκόλλησαν σιγὰ – σιγὰ τὶς ταινίες. Γίνονται αὐτὰ τὰ πράγματα;
Καὶ δὲν ἦταν μόνο τὰ ὀθόνια· ἦταν καὶ τὸ σουδάριο – ἄλλη λεπτομέρεια αὐτή. Ὁ Πέτρος εἶδε, λέει, καὶ τὸ σουδάριο, δηλαδὴ τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, νὰ μὴν εἶνε κολλημένο μαζὶ μὲ τὶς ταινίες τῶν ὀθονίων, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται σ᾿ ἕνα μέρος ξεχωριστά, τυλιγμένο μὲ τάξι. Ξέρετε πῶς ἔμοιαζε; Θὰ σᾶς πῶ, καὶ ὅσοι εἶνε ἀπὸ χωριὰ θὰ μὲ καταλάβουν καλύτερα· ὅσοι εἶνε ἀπὸ πόλεις δὲν ξέρουν.
Ἀφήσαμε τὰ χωριὰ δυστυχῶς καὶ μαζευτήκαμε στὰ ἀστικὰ κέντρα. Θά ᾿ρθῃ ὅμως ἡ μέρα ―κ’ εἶνε κοντά―, ποὺ θὰ πῆτε Ἀνάθεμα τὴν ὥρα ποὺ φύγαμε ἀπὸ τὰ χωριά μας!… Εἶνε μιὰ ἁμαρτία μας αὐτή. Γίναμε ὅλοι πρωτευουσιάνοι, κι ἀφήσαμε τὴν ὕπαιθρο νὰ ἐρημώσῃ. Μόνο τὸ Πάσχα τὴ θυμοῦνται καὶ βγαίνουν. Θά ᾿ρθῃ ὅμως μέρα ποὺ αὐτὸ θὰ τὸ πληρώσουμε. Γιατὶ κάθε σπιθαμὴ γῆς καὶ κάθε πέτρα τοῦ χωριοῦ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁλόκληρη καὶ τὶς ἄλλες πολιτεῖες.
Ὅποιος λοιπὸν ἀπὸ σᾶς εἶνε ἀπὸ τὸ χωριό, θὰ εἶδε πῶς οἱ χωρικοὶ χτίζουν τοὺς τοίχους ποὺ δείχνουν τὰ ὅρια τῶν χωραφιῶν. Στὰ νησιά, σὲ μέρη ὅπου τὸ ἔδαφος εἶνε ἐπικλινές, χωρίζουν τὰ ἐπίπεδα τῆς γῆς ποὺ καλλιεργοῦν χτίζοντας τὶς λεγόμενες πεζοῦλες. Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ τοῖχοι δὲν εἶνε κτισμένοι μὲ λάσπη καὶ ἀσβέστη, ἀλλὰ πῶς; Μὲ σκέτη πέτρα, ξερολιθιὰ ὅπως λένε. Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, ἰδίως τώρα τὸ καλοκαίρι, ὅταν κάπου γκρεμιζόταν καμμιὰ ξερολιθιά, ἔβλεπα ἀνάμεσα στὶς πέτρες ἕνα περίεργο πρᾶγμα· τὸ φιδοπουκάμισο. Τὴν ἄνοιξι ὅλα ἀλλάζουν· καὶ τὸ φίδι ἀκόμη ἀλλάζει καὶ ἀνανεώνει τὴν ἐπιδερμίδα του. Σὰ νὰ λέῃ μὲ τὸ ἔνστικτό του· «καιρὸς ν’ ἀλλάξω κ’ ἐγὼ φορεσιά, νὰ φορέσω καινούργιο κουστούμι. Λαμπρὴ εἶνε, νὰ γιορτάσω κ’ ἐγώ». Πηγαίνει λοιπὸν τὸ φίδι, τέτοιες μέρες ποὺ εἶνε ζεστὸς ὁ καιρός, βρίσκει στενὰ περάσματα ἀνάμεσα στὶς πέτρες τῆς ξερολιθιᾶς, κ’ ἐκεῖ σπρώχνεται, πιέζεται γιὰ νὰ περάσῃ μέσα ἀπὸ τὶς τρύπες, κι ὅταν πλέον βγαίνει ἀπὸ ᾿κεῖ, ἔχει ἀφήσει μέσα στὶς πέτρες ὁλόκληρο τὸ παλαιὸ δέρμα του, ποὺ οἱ χωριάτες τὸ λένε φιδοπουκάμισο. Ἀπὸ αὐτὸ καταλαβαίναμε ὅτι πέρασε ἀπὸ κεῖ τὸ φίδι. Δὲν ξέρω ἂν ἐσεῖς πιάσατε καμμιὰ φορὰ φιδοπουκάμισο. Εἶνε λεπτότατο.
Ὅπως λοιπὸν τὸ φίδι γλιστράει μέσα ἀπὸ τὶς πέτρες κι ἀφήνει τὸ πουκάμισό του μέσ᾿ στὶς τρύπες, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς γλίστρησε μέσα ἀπὸ τὶς φασκιές, τὸ σῶμα του γλίστρησε μέσα ἀπὸ τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο, ἔφυγε, καὶ ἔμεινε ἐκεῖ στὸν τάφο μόνο τὸ περίβλημα. Αὐτὸ εἶνε μία ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε.
Τὴν παρομοίωσί του μὲ φίδι κάνει ἀλλοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὅταν λέῃ· «Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. 3,14). Ὅπως ὁ Μωϋσῆς στὴν ἔρημο ὕψωσε ἕνα φίδι, ὄχι ζωντανὸ ἀλλὰ χάλκινο, καὶ ὅποιος γύριζε καὶ τὸ ἔβλεπε ἐσῴζετο ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δαγκώματα τῶν φιδιῶν, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστὸς ὑψώθηκε μέσα στὸν κόσμο ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Αὐτὸ ἦταν τύπος τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἂν διαβάζετε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ τὸ ξέρετε.
* * *
Ἄλλο ἕνα τεκμήριο λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος. Τὸ
μαρτυρεῖ ἡ λεπτομέρεια αὐτή, γιὰ τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο, ποὺ
διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς ᾿Ιωάννης.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ περικοπὴ αὐτὴ προσφέρει καὶ ἄλλα διδάγματα, θὰ συνεχίσουμε.
«Χριστὸς ἀνέστη» !
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ περικοπὴ αὐτὴ προσφέρει καὶ ἄλλα διδάγματα, θὰ συνεχίσουμε.
«Χριστὸς ἀνέστη» !
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν 2-5-1965
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου