Είναι φίλος από τη Θεσσαλονίκη. Δυο μέτρα λεβέντης. Παλιά τρώγαμε έξω κάθε φορά που κατέβαινε Αθήνα. Οι δυο μας. Τα τσούζαμε και λίγο. Μετά από το κρασί έβγαιναν πάντα οι αλήθειες.
Είχε έναν αφοπλιστικό τρόπο να σε καθηλώνει όταν έλεγε κάτι. Και το ΄λεγε πάντα καλά ο μπαγάσας.
Εκείνη τη βραδιά η κουβέντα ήρθε στις γυναίκες. «Στεφανάκι», μου λέει, «άκου τι έλεγε ο μπαμπάς μου για τις γυναίκες», κι έλαμψε ένα πονηρό γελάκι στην άκρη των χειλιών του.
«Ο χειρότερος άντρας είναι η καλύτερη γυναίκα…»
Σκάσαμε κι οι δύο στα γέλια. Όχι μόνο για την υπερβολή, αλλά και για τον τρόπο που το είπε.
Κι εκεί που γελάγαμε, ο φίλος μου άρχισε να κλαίει. Ήρεμα στην αρχή, πιο έντονα μετά, με λυγμούς στο τέλος. Δεν είχα ιδέα γιατί έκλαιγε. Ούτε ήξερα πώς να αντιδράσω. Σεβάστηκα το φίλο μου και τη στιγμή και τον άφησα να ξεσπάσει.
«Τι έγινε, ρε Μπάμπη;» τον ρώτησα στο τέλος.
«Ο πατέρας μου, ρε. Δεν τον έχω πια στη ζωή μου. Έφυγε ξαφνικά πριν χρόνια. Κι εγώ ο μαλάκας δεν πρόλαβα να του πω πόσο τον αγαπάω. Μόνο όταν έφυγε κατάλαβα το μεγαλείο του.»
Είχα μείνει να κοιτάω τον φίλο μου και να πονάω κι εγώ μαζί του. Τα ‘χουμε δεδομένα τα πράγματα στη ζωή. Και τους γονείς μας μαζί. Μια ωραία πρωία την κάνουν και μένουμε με τα χρωστούμενα. Κι όλα αυτά που θέλαμε να τους πούμε και δεν είπαμε ποτέ. Εάν οι δικοί σου γονείς ζουν, τράβα να τους δεις. Σήμερα.
Είχε έναν αφοπλιστικό τρόπο να σε καθηλώνει όταν έλεγε κάτι. Και το ΄λεγε πάντα καλά ο μπαγάσας.
Εκείνη τη βραδιά η κουβέντα ήρθε στις γυναίκες. «Στεφανάκι», μου λέει, «άκου τι έλεγε ο μπαμπάς μου για τις γυναίκες», κι έλαμψε ένα πονηρό γελάκι στην άκρη των χειλιών του.
«Ο χειρότερος άντρας είναι η καλύτερη γυναίκα…»
Σκάσαμε κι οι δύο στα γέλια. Όχι μόνο για την υπερβολή, αλλά και για τον τρόπο που το είπε.
Κι εκεί που γελάγαμε, ο φίλος μου άρχισε να κλαίει. Ήρεμα στην αρχή, πιο έντονα μετά, με λυγμούς στο τέλος. Δεν είχα ιδέα γιατί έκλαιγε. Ούτε ήξερα πώς να αντιδράσω. Σεβάστηκα το φίλο μου και τη στιγμή και τον άφησα να ξεσπάσει.
«Τι έγινε, ρε Μπάμπη;» τον ρώτησα στο τέλος.
«Ο πατέρας μου, ρε. Δεν τον έχω πια στη ζωή μου. Έφυγε ξαφνικά πριν χρόνια. Κι εγώ ο μαλάκας δεν πρόλαβα να του πω πόσο τον αγαπάω. Μόνο όταν έφυγε κατάλαβα το μεγαλείο του.»
Είχα μείνει να κοιτάω τον φίλο μου και να πονάω κι εγώ μαζί του. Τα ‘χουμε δεδομένα τα πράγματα στη ζωή. Και τους γονείς μας μαζί. Μια ωραία πρωία την κάνουν και μένουμε με τα χρωστούμενα. Κι όλα αυτά που θέλαμε να τους πούμε και δεν είπαμε ποτέ. Εάν οι δικοί σου γονείς ζουν, τράβα να τους δεις. Σήμερα.
Το σύμπαν δεν κρατάει καθυστερήσεις όταν έρχεται η ρημάδα η ώρα.
Να τους παίρνεις αγκαλιά.
Μην την φοβάσαι.
Και να τους λες πόσο τους αγαπάς.
Έχουν κάνει τόσα για σένα.
Μόνο όταν κάνεις παιδιά θα καταλάβεις πόσα.
Χωρίς να σου ζητήσουν τίποτα πίσω.
Μόνο να τους αγαπάς.
Αυτό θέλουν.
Και να τους το δείχνεις.
Και τα λάθη με καλή πρόθεση τα έκαναν.
Να τους τα συγχωρείς.
Τα έκαναν κι οι γονείς τους.
Θα τα κάνεις κι εσύ με τα παιδιά σου.
Και θα έρθει μια μέρα, και σ’ το εύχομαι, που θα σε πάρουν κι αυτά στη δική τους αγκαλιά.
Για να σε συγχωρέσουν.
Να τους αγαπάς τους γονείς σου, ρε.
Σαν τα παιδιά σου.
Αν δεν υπήρχαν οι γονείς σου, δε θα υπήρχαν τα παιδιά σου.
Γιατί απλά δε θα υπήρχες εσύ.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Το δώρο», Ξενάκης Στέφανος, εκδόσεις keybooks
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου