Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

4 Φεβρουαρίου 1843: Ετσι πέθανε ο Θ. Κολοκοτρώνης – Τον έντυσαν με την στολή του Αντιστράτηγου, του έζωσαν τα σπαθί και έβαλαν κάτω από τα πόδια του μία τουρκική σημαία


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής… εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας.

Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από το 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας, βρίσκεται σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους. Μονάχα από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι εξοντώθηκαν από τους κατακτητές.

Αν η Ελληνική Επανάσταση του 1821 όχι μόνο διασώθηκε αλλά απέκτησε και γερό λαϊκό έρεισμα, ήταν χάρη στον πατριωτισμό, το μεγαλόπνοο σχέδιο και τη στρατηγική του αρχιστράτηγου του αγώνα Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Ο κορυφαίος αγωνιστής της ελληνικής εθνεγερσίας συνέλαβε από τα σπάργανα το πραγματικό νόημα της επανάστασης, θεωρώντας πως επρόκειτο για ένα πανεθνικό ξεσήκωμα του σκλαβωμένου ιστορικού έθνους που πισωγύρισμα δεν είχε: «Ο Θεός υπέγραψε τη λευτεριά της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του», προσυπέγραφε.


Η αποστολή ήταν υψηλή και ο σκοπός πολύ μεγαλύτερος από τη ζωή των θνητών αγωνιστών της πατρίδας: «Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση», ανακαλούσε ο Γέρος του Μοριά στην Πνύκα στις 7 Οκτωβρίου 1838, «δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πώς δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».

Η εξοχότερη ηγετική φυσιογνωμία της επανάστασης του 1821, που τόσο άρρηκτα συνδέθηκε το όνομά του με τις σημαντικότερες φάσεις του αγώνα στην Πελοπόννησο, δεν είχε καμιά αμφιβολία για τη νικηφόρα έκβαση του εθνικού ξεσηκωμού. Το μόνο που φοβόταν ήταν οι ίδιοι οι Έλληνες, οι «προσκυνημένοι», όπως τους έλεγε, οι οποίοι σε συνάρτηση και με την επέλαση του Ιμπραήμ έθεταν σε άμεσο κίνδυνο τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου», έλεγε στα απομνημονεύματά του.


Βλέποντας λοιπόν τις θυσίες των υπόδουλων Ελλήνων να πηγαίνουν χαμένες από τη μάστιγα των «προσκυνημένων», αντέτεινε το ιστορικό σήμερα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», δίνοντας έτσι μια νέα δυναμική στη σχεδόν ετοιμοθάνατη εξέγερση. Και βέβαια στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ ανταπάντησε με μια δίχως προηγούμενο ελληνική τρομοκρατία: σε όλο τον Μοριά, από άκρη σε άκρη, οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν και στις πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έφεραν τον τρόμο και την απαραίτητη πειθώ στους διστακτικούς κατοίκους, ώστε να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του αντάρτη στρατηγού.


Αυτός και πολλά ακόμα ήταν ο πεφωτισμένος οπλαρχηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος μόνο όταν ανακατεύτηκε με την πολιτική φάνηκε να χάνει τα νερά του. Κι έτσι πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι η διπλωματία δεν ήταν γι’ αυτόν και επέστρεψε στα άρματά του, χαρίζοντας τελικά την ελευθερία σε ένα ολόκληρο έθνος.

Με την πατρίδα βέβαια να μην τον τιμά όπως του έπρεπε, αν και ο ίδιος το γνώριζε αυτό καλά και προκαταβολικά. Όταν κάποτε του είπαν «Κολοκοτρώνη, η πατρίδα θα σε ανταμείψει», εκείνος απάντησε περιπαικτικά: «Το ξέρω, εμένα θα πρωτοεξορίσει»



Στα τελευταία ζοφερά χρόνια της ζωής του, ο «Γέρος του Μοριά» υπαγόρευσε στον λόγιο Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση αλλά και ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της νεοελληνικής γραμματείας…

Πρώτα χρόνια


Όπως διηγείται ο ίδιος στα «Απομνημονεύματά» του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770 κάτω από ένα δέντρο στο βουνό Ραμαβούνι της Μεσσηνίας μέσα σε φημισμένη οικογένεια του καιρού: ήταν πρωτότοκος γιος του περίφημου αρματολού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, που είχε πρωτοστατήσει στην υποκινούμενη από τους Ρώσους ένοπλη εξέγερση της Πελοποννήσου το 1770. Ο μικρός έμεινε ορφανός σε ηλικία 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τον κατακτητή, έπειτα από προδοσία τούρκου φίλου του.

Όσοι από τους Κολοκοτρωναίους γλίτωσαν τη σφαγή (μητέρα, Θεόδωρος και τέσσερα αδέλφια) κατέφυγαν στη Μάνη, όπου παρέμειναν για τρία χρόνια, και κατόπιν η ορφανεμένη φαμίλια βρήκε καταφύγιο στην Αλωνίσταινα, όπου φιλοξενήθηκε σε σπίτια συγγενών για 2 περίπου χρόνια (1783-1785). Όταν όμως οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν ποιοι ήταν, αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν και πάλι και τώρα βρήκαν προστασία στον Άκοβο (1785).


Όταν ο μικρός Θεόδωρος ήταν 13 ετών, συνέβη το περιστατικό που θα πείσμωνε το αγόρι: μια μέρα που είχε βρέξει πολύ, έμπαινε με το γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα στη Τρίπολη. Το ζώο γλίστρησε, παραπάτησε σε μια λακκούβα με νερά και πιτσίλισε τα ρούχα διερχόμενων Τούρκων. Ένας από αυτούς αγριεμένος του έδωσε δυο χαστούκια. Ο Κολοκοτρώνης τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και ορκίστηκε μέσα του να το γυρίσει πίσω το χαστούκι. Στην Τρίπολη δεν θα γυρνούσε παρά το 1821, ως στρατηγός των Ελλήνων πια, πορθητής και εκδικητής!


Σχεδόν αγράμματος, μόλις που κατόρθωνε να συλλαβίζει δηλαδή, γνώριζε ωστόσο αρκετά καλά την ιστορία του γένους του, όντας αργότερα ο μόνος από τους αγωνιστές που φορούσε κόκκινη φουστανέλα και περικεφαλαία στο κεφάλι, πιθανότατα για να διακρίνεται στις μάχες. Αυτοδίδακτος και λιγόλογος, ο γενναίος νεαρός εισχώρησε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου στα 15 του χρόνια και λίγο αργότερα (1787) οι κάτοικοι του Ακόβου τον διόρισαν οπλαρχηγό της περιοχής!

Το 1790, σε ηλικία 20 χρονών, παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου, Κατερίνα Καρούσου, και πέρασε άλλα 7 χρόνια στον Άκοβο, όπου απέκτησε τελικά 6 παιδιά (3 γιους και 3 κόρες, ενώ αργότερα φέρεται να απέκτησε άλλον έναν γιο, καρπό της σχέσης του με μια Υδραία). Ζούσε ήρεμο βίο με την πλουσιοπάροχη προίκα που πήρε από τον κοτσαμπάση και πλέον ήταν αγρότης, κτηνοτρόφος και μυλωνάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου