Υπήρχε στον βορρά ένα φημισμένο μοναστήρι, με πολλούς μοναχούς, ωραία κτιριακά συγκροτήματα και μεγάλη περιουσία. Το μοναστήρι προσείλκυσε καθημερινά πλήθος προσκυνητών και πολλοί νέοι άνθρωποι, εντυπωσιασμένοι από τη μεγαλοπρέπεια των ακολουθιών και την τάξη του μοναστηριού, ζητούσαν να προστεθούν στη συνοδεία. Όμως, θέλεις λόγω των πολλών περισπασμών με τα περιουσιακά, θέλεις λόγω της τακτικής επικοινωνίας με τους κοσμικούς, θέλεις για άλλους λόγους πού δεν τους γνωρίζουμε, η πνευματική ζωή στο μοναστήρι κάποτε υποβαθμίστηκε και όταν υποβαθμιστεί η πνευματική ζωή όλα τα άλλα καταρρέουν εύκολα.
Πολλοί νέοι μοναχοί αποχώρησαν, αναζητώντας τη γνήσια πνευματική ζωή αλλού, ενώ άλλοι, σκανδαλισμένοι, επέστρεψαν (αλίμονο!) στον κόσμο. Λίγοι απέ-μειναν, και από αυτούς οι γεροντότεροι αναχώρησαν για τις αιώνιες μονές και οι νεότεροι σιγά-σιγά γέρασαν. Μαζί τους γέρασαν και οι κτιριακές εγκαταστάσεις, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Με τα χρόνια η κοινή τράπεζα καταργήθηκε, οι νηστείες έγιναν πιο ελαφριές, οι ακολουθίες πιο σύντομες. Το χειρότερο δε απ’ όλα ήταν ότι, η αλληλοεκτίμηση και η αγάπη των μοναχών μειώθηκαν, οι προστριβές έγιναν ταχτικές και το «ευλογείτε» και το «να’ ναι ευλογημένο» σπάνια πλέον ακούγονταν.
Όμως οι μοναχοί πονούσαν κατά βάθος για το κατάντημα τους. Γι’ αυτό καθημερινό αίτημα στην προσευχή τους ήταν ή αναβίωση του μοναστηριού. Αλλά πώς να γίνει αυτό; Εμφανίστηκαν κανά – δυο φορές δόκιμοι μοναχοί, καλά παιδιά και δεν μπόρεσαν να στεριώσουν. Βλέποντας την κατάσταση απογοητεύτηκαν και έφυγαν. Πώς να σταθεί μπάλωμα καινούργιο σε ρούχο παλιό; Παρ’ όλα αυτά οι μοναχοί ήλπιζαν σε ένα θαύμα. Ό αγαθός Θεός, δεν μπορεί, θα σπλαχνιζόταν το μοναστήρι, από το οποίο τόσες φλογερές προσευχές είχαν αναπεμφθεί στο παρελθόν, και θα ‘στελνε κάποιον εκλεκτό του να τούς βγάλει από το αδιέξοδο.
Ζούσε εκείνο τον καιρό ένας ενάρετος Γέροντας ασκητής, φημισμένος για τις διακριτικές συμβουλές του. Σ’ αυτόν κατάφυγαν οι μοναχοί για βοήθεια. Πήγαν με τον ηγούμενο επικεφαλής. Ήταν η πρώτη φορά, που έκαναν κάτι όλοι μαζί και με τόση λαχτάρα. Και ήταν ωραίο θέαμα να βλέπεις τους γέροντες μοναχούς να βαδίζουν ο ένας πίσω από τον άλλο, με λευκασμένα τα μαλλιά, με σκυφτό το κεφάλι, με προβληματισμένα πρόσωπα, αλλά και με διάχυτη τη χάρη του αγγελικού σχήματος επάνω τους, έστω και αν αυτή σκιαζόταν από τις ατέλειες τους.
Ό Γέροντας ασκητής τούς δέχτηκε με τιμή και ανυπόκριτη χαρά, σαν να τους περίμενε από καιρό. Συζήτησε διάφορα μαζί τους μ’ εκείνη την ιδιαίτερη χάρη που διώχνει την απόγνωση και φέρνει την ελπίδα στην ψυχή. Μετά, το πρόσωπο του έγινε κάπως πιο σοβαρό και είπε τα εξής· «Ο αγαθός Θεός άκουσε τις προσευχές σας και θα σας δώσει αυτό που ζητάτε. Μόνο προσέξτε να εκμεταλλευτείτε την ευκαιρία, πού σας στέλνει!» Όλων τα πρόσωπα φωτίστηκαν ακούγοντας αυτά τα λόγια και με ένα στόμα διαβεβαίωσαν, ότι δεν θα έχαναν την ευκαιρία, που θα τους έδινε ο Θεός. «Λοιπόν», συνέχισε ο γερο-ασκητής, «δεν χρειάζεστε κάποιον άλλο, αυτός που θα ανορθώσει το μοναστήρι, είναι ήδη ανάμεσα σας! Προσέξτε να μην τον στενοχωρείτε. Προσευχηθείτε στον Θεό να σας φωτίζει να παραβλέπετε το άσχημο και να αντιγράψετε τις κρυμμένες του αρετές και το μοναστήρι θα πάει μπροστά».
Οι καλόγεροι κοιτάχθηκαν με απορία. Τους φάνηκε παράδοξος ο λόγος. Τόσα χρόνια δεν είχαν αντιληφθεί κάποιον ξεχωριστό ανάμεσα τους. Μήπως έκανε λάθος ο Γέροντας; Τώρα όμως είχε σκύψει το κεφάλι και δεν φαινόταν διατεθειμένος να πει περισσότερα. Σηκώθηκαν, πήραν την ευχή του και αναχώρησαν πιο προβληματισμένοι απ’ ότι όταν ήλθαν. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα στο δρόμο. Μόνο ο γερό-Ιωακείμ ο απλοϊκός επαναλάμβανε κάθε τόσο· «αυτός που θα ανορθώσει το μοναστήρι είναι ανάμεσα σας…».
Εκείνο το βράδυ οι μοναχοί δεν μπόρεσαν να κλείσουν μάτι. Το μυαλό τους είχε κολλήσει στα λόγια τού Γέροντα. «Λες να ‘ναι αλήθεια;» Σκεφτόντουσαν. «Μήπως κάποιος από μας είναι όπως οι παλιοί σαλοί και κρύβει την αρετή του τόσα χρόνια;…». Έτσι αυθόρμητα κατάφυγαν μες στη σιωπή της νύχτας σε θερμή προσευχή. Είχαν χρόνια να προσευχηθούν τόσο θερμά. Ζητούσαν με δάκρυα συγνώμη από τον Θεό, πού είχαν κλειστεί στον εαυτό τους και δεν είχαν προσέξει ότι υπήρχε ένας εκλεκτός ανάμεσα τους. Μόνο τα ελαττώματα των άλλων πρόσεχαν μέχρι τώρα. Τον παρακαλούσαν να τούς φωτίσει, να διακρίνουν και να μιμηθούν τις αρετές του εκλεκτού.
Με το χτύπημα του σήμαντρου, πετάχτηκαν όλοι και έτρεξαν ανυπόμονα στην εκκλησία. Έκαναν βαθιά μετάνοια στον ηγούμενο και προσκύνησαν με σεβασμό ο ένας τον άλλο. Παρακολούθησαν με πολλή ευλάβεια την ακολουθία, μόνο κάπου-κάπου κοιτούσαν με την άκρη τού ματιού τους τούς άλλους, αναζητώντας κάτι ξεχωριστό, κάτι που θα πρόδιδε τον εκλεκτό. Όταν τέλειωσε η ακολουθία, ο Ηγούμενος έκανε διστακτικά μία πρόταση πού είχε να στην κάνει χρόνια. «Αδελφοί μου, θέλετε να έχουμε κοινή τράπεζα σήμερα;». Παραδόξως, όλοι δέχτηκαν με πολλή προθυμία, ακόμη και ό γέρο-Ελισαίος, «ό δύστροπος»… Ήθελαν να βρεθούν ο ένας κοντά στον άλλο, να ανακαλύψουν τον κρυμμένο εκλεκτό.
Η ζωή στο μοναστήρι άλλαξε σιγά-σιγά, χωρίς να το συνειδητοποιήσουν οι μοναχοί. Πρώτα-πρώτα, όλοι έγιναν πιο ευγενείς, προσέχοντας μη τυχόν και στενοχωρήσουν τον άγνωστο εκλεκτό. Έπειτα, όλοι τώρα προσπαθούσαν να βρουν τις κρυμμένες αρετές των άλλων. Αν διαπίστωναν κάποια αδυναμία την παράβλεπαν. Ο Γέροντας τούς είχε δώσει εντολή να ανακαλύψουν τις αρετές του εκλεκτού και να τις μιμηθούν, όχι τις αδυναμίες! Στο κάτω-κάτω, και οι άγιοι είχαν ελαττώματα… Έπειτα, έλεγαν, μπορεί ο εκλεκτός να προβάλλει τις αδυναμίες του για να κρύψει τις αρετές του! Γινόντουσαν όμως έτσι και οι ίδιοι καλύτεροι και αυτό έκανε την εύρεση τού «εκλεκτού» πιο δύσκολη.
Πέρασαν χρόνια από εκείνη την επίσκεψη. Ήρθαν και νέοι υποψήφιοι μοναχοί, οι οποίοι βλέποντας την ευγένεια και αγάπη των παλαιοτέρων αποφάσισαν να μείνουν. Το μοναστήρι άρχισε να ξανανθίζει και ό αγαθός Θεός, βλέποντας ότι οι πα-λιοί είχαν εκπληρώσει τον προορισμό τους, άρχισε να τους καλεί κοντά του. Πρώτος έφυγε ο ηγούμενος, ο οποίος προβλέποντας το τέλος του, κάλεσε τους παλαιούς μοναχούς να τους ανακοινώσει κάτι σημαντικό: «Αδελφοί μου», τους είπε με ασθενική φωνή, «παρακολουθούσα αυτά τα χρόνια τη διαγωγή όλων και έβλεπα με θαυμασμό μία ριζική αλλαγή και το μοναστήρι να αναβιώνει σιγά-σιγά, χωρίς να μπορώ να καταλάβω το πώς. Έφθασε τώρα το τέλος μου και νομίζω ότι ανακάλυψα, ποιόν εννοούσε ό Γέροντας, όταν είπε ότι «αυτός πού θα ανορθώσει το μοναστήρι είναι ανάμεσα σας…». Όλοι έσκυψαν με αγωνία να ακούσουν την αποκάλυψη. «Όλους εμάς (!) », είπε αδύναμα ο γέροντας Ηγούμενος και έκλεισε τα μάτια.
Οι μοναχοί κοιτάχτηκαν με έκπληξη και απορία… Ξαφνικά άνοιξαν τα μάτια τους και άρχισαν να καταλαβαίνουν.
Πριν επισκεφθούν τον Γέροντα πρόσεχαν στους άλλους τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα σημάδια της πτώσεως… Αναζητώντας τον εκλεκτό, άρχισαν να αναζητούν στους άλλους αρετές, τα σημάδια της παρουσίας του Θεού, την κρυμμένη εικόνα του Θεού («είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου »!) και αυτό τούς έσωσε! Αυτό έσωσε και το μοναστήρι!…
Έτσι αναβίωσε το μοναστήρι στον βορρά!
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ» ΜΑΡΤΙΟΣ 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου