Kανείς δεν ήξερε πούθε κρατούσε πράγματι ή σκούφια του. Όποιον να ρώταγες μες στο χωριό, θα σήκωνε πρώτα τους ώμους του, κι ύστερα θα έκανε τη συνηθισμένη γκριμάτσα, σα να λεγε: «ποιος σάματις ξέρει, να ξέρω κ’ εγώ;» Κι αν κανείς έπαιρνε το θάρρος να ρωτήσει τον ίδιο, από πού ήρθε και πού άφησε τους δικούς του, εκείνος απαντούσε, σχεδόν στερεότυπα: «Από τη γη έφυγα και στη γη θα επιστρέψω – φτάνει, αφεντικό;» Κ’ έκοβε μονομιάς την κουβέντα.
Έφτασ’ ένα φθινοπωρινό βράδυ, πού είχε κιόλας αρχίσει να πέφτει
πάχνη. Χτύπησε μια πόρτα και ζήτησε ένα πιάτο φαΐ. Ύστερα ρώτησε αν
έχουν ανάγκη από έναν εργάτη ή ένα δούλο. Του απάντησαν, πώς δεν είχαν.
Το ‘βλεπε κι αυτός, πώς είχαν αρκετά παιδιά για να δουλέψουν τα χωράφια
τους. Μετά τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να κοιμηθεί στον αχυρώνα ή στό
αχούρι. Τόν άφησαν νά κοιμηθεί ανάμεσα φούρνο καί μαγειριό, στό
χαγιάτι, πού δέν τό ‘πιανε αγέρας, κι όσο νά ‘ναι, κρατούσε λίγη ζέστη
καί τή νύχτα. Τό πρωί, πρίν ακόμη ξυπνήσουν οι νοικοκυραίοι, ο ξένος
σηκώθηκε καί ταχτοποίησε τό γιατάκι του. Συμμάζεψε στην άκρη τίς
φτωχοπραμάτειες του κ’ έκατσε σταυροπόδι μπρος στό φούρνο. Έτσι τόν
βρήκε ό Μπαρμπαθόδωρος, πού βγήκε πρώτος άπ’ τό σπίτι, γιά νά ρίξει μιά
ματιά στά ζωντανά στό σταύλο.
- Καλημέρα, ξένε μου, πώς καλοκοιμήθηκες; Μπας καί κρύωσες εδώ έξω;
- Καλημέρα, αφεντικό. Μακάρι νά κοιμόμουνα πάντα σε τόσο ζεστό
κρεβάτι. Καί τό άχυρο ήταν καλό στρώμα, καί ή κάπα πολύ ζεστή, μά καί ό
φούρνος σά νά μέ σκέπαζε μέ μιά παχιά κουβέρτα. Ούτε πού κατάλαβα πότε
έφεξε ό Θεός τή μέρα!
Ό Μπαρμπαθόδωρος ήθελε νά τόν ρωτήσει τώρα ό,τι δέν τόν ρώτησε χτες
βράδυ, μπρος στους άλλους, μά ντράπηκε. Ό ξένος είχε έναν αέρα, μιά
φινέτσα, σχεδόν αριστοκρατική, πού σέ αφόπλιζε. Τόν κάλεσε νά πάνε μαζί
στό αχούρι νά ιδούν τί γίνονται τά βόδια καί τ’ άλογα. Ό ξένος
ακολούθησε μ’ ευχαρίστηση. Σέ λίγο βρισκόταν ανάμεσα στά βόδια, πού
άναχάραζαν. Απέναντι, στό άλλο παχνί ήταν ένα μουλάρι κ’ ένα άλογο
κόκκινο, ξεσαμάρωτα. Τά τέσσερα βόδια σιγά-σιγά άρχιζαν νά σηκώνονται,
νά χαϊδεύουν με τη μουσούδα καί νά γλύφουν μέ τη γλώσσα τους τά χέρια
τού Μπαρμπαθόδωρου. Ό ξένος κοντοστάθηκε.
-Έλα, μην τά φοβάσαι, ξένε μου, δεν κάνουν κακό. Αλήθεια, δε μού
λές: όταν βαφτίστηκες τί όνομα σού δώσανε; Σέ ρωτάω -καί νά μέ συμπαθάς-
γιατί δέν μπορώ νά σέ λέω συνέχεια ξένο!
Κι άρχισε μέ τό ξυστρί νά ξύνει τά βόδια.
- Ναί, αφεντικό, έχεις δίκιο. Έγώ φταίω, πού δε σού τό είπα χτες τό
βράδυ. Μέ λένε Ιορδάνη, κ’ έρχομαι από την Ανατολή. Έρχομαι νά βρω μιά
δουλειά, ή μιά τύχη, γιατί ώς τώρα δέ γνώρισα τίποτ’ άλλο από ατυχίες.
- Πρόσεχε, Ιορδάνη, έτσι τό ξυστρί, πάρ’ το λίγο πιό μαλακά, γιατί ό
«καλέσης» είναι άγριος αν τόν γρατσουνίσεις. Έτσι, μπράβο! Τί λέγαμε,
λοιπόν; Α, νά, πώς έρχεσαι άπ’ τήν Ανατολή καί ζητάς δουλειά ή τύχη. Αν
καταλαβαίνω καλά, θά ήθελες ή νά πιάσεις δουλειά ή νά πάς σώγαμπρος,
έτσι δέν είναι;
-Όχι ακριβώς,αφεντικό. Θέλω νά βρώ δουλειά, μά δέ θέλω καθόλου νά πάω σώγαμπρος.
-Καί σάν τί δουλειά ξέρεις νά κάνεις,γιά νά ‘χουμε καλό ρώτημα; έκαμε ό Μπαρμπαθόδωρος.
- Σχεδόν τίποτε πολύ καλά, απάντησε ό ξένος, με μιά φοβερή
ειλικρίνεια, πού ξάφνιασε τό Μπάρμπα Θόδωρο. Μπορώ, όμως, νά μάθω
γρήγορα κάποια δουλειά, πού δέν θέλει δά καί δύσκολα γράμματα.
-Φτάνει αυτό τό βόδι,τώρα πήγαινε στό άλλο, τόν διέκοψε ό
Μπαρμπαθόδωρος. Αυτό είναι πολύ ήμερο, μήν τό φοβάσαι. Σ’ αυτό ό γιος
μου ό Χρήστος ανεβαίνει καβάλα όταν τό ξύνει καί τό πάει γιά πότισμα
έτσι. Απίστευτα ήμερο!
Σέ λίγο τέλειωσαν καί βγήκαν στην αυλή. Ό Μπαρμπαθόδωρος έλυσε καί
τ’ άλογα καί τά ‘βαλαν όλα μπροστά, νά πάνε νά τά ποτίσουν στό ποταμάκι
στό μεσοχώρι. Ό ξένος έβλεπε τά σπίτια ένα γύρο, πού άρχιζαν νά ξυπνούν,
καί τά τζάκια νά βγάζουν ένα γκριζογάλανο καπνό. Μερικοί άντρες ήταν
σκυμένοι στό ποταμάκι κ’ έριχναν νερό στό πρόσωπο τους. Μετά,
σκουπίζονταν μ’ ένα υφαντό μαντήλι, πού είχαν στό ζωνάρι τους κ’ υστέρα
τραβούσαν γιά τήν εκκλησιά, νά κάνουν τό σταυρό τους. Ό Μπαρμπαθόδωρος
τού εξήγησε , πώς κάθε πρωί γίνεται τό ίδιο, εξόν τήν Κυριακή, πού
πλένονται στά σπίτια τους οι χωριανοί, ντύνονται τά καλά τους κ’ ύστερα
πάν στην εκκλησιά.
-Πολύ ωραία συνήθεια, παρατήρησε ό ξένος, ν’ αρχίζει κανείς τή μέρα του μέ τή χάρη τού Θεού.
Ό Μπαρμαθόδωρος δέν είπε τίποτε, μά χάιδεψε τό μεγάλο μουστάκι του
ικανοποιημένος. Τού άρεσε ή κουβέντα τοϋ ξένου. Γύρισαν καί οδήγησαν
μαζί τά ζωντανά στό στάβλο. Τους έριξαν άχυρο. Έσβησαν τό γκαζοκάντηλο,
πού είχαν πρίν ανάψει στό μεσιανό δοκάρι , έκλεισαν τήν πόρτα καί βγήκαν
πάλι προς τήν πλατεία. Πλύθηκαν καί τράβηξαν γιά τήν εκκλησιά.
Πέρασαν έτσι κάμποσες μέρες κι ό ξένος έμενε πάντα στό
Μπαρμπαθόδωρο, κάνοντας μικροθελήματα, έτσι, γιά νά δικαιολογεί τό
καθημερινό του.
Τά παιδιά τοϋ Μπαρμπαθόδωρου δέν έλεγαν τίποτε, μά σαν νά μην τους
άρεσε καί πολύ αυτός ό ξένος στό σπίτι τους. Είχαν καί νέες γυναίκες,
καί αυτοί έλειπαν ολημερίς στη δουλειά. Δέν ήθελαν τούτον τόν ξένο μες
στά πόδια τους. Τί θά έλεγε κι ό κόσμος. Ό Γεροθόδωρος τό μυρίστηκε καί
τους καθησύχασε, πώς δέν ήτανε από εκείνους ο ξένος. Καί πώς δέν είχανε
τίποτε νά φοβηθούν. Δέν ήτανε δά καί σωστό νά τόν διώξουν μέ τέτοιο
βροχερόν καιρό, στό έμπα τοϋ χειμώνα. Έκαναν υπομονή τά παιδιά, μά δέν
ησύχαζαν πέρα γιά πέρα. Ύστερα, δέν τους άρεσε αυτό τό μυστήριο πού
πλανιόταν γύρω άπ’ τό πρόσωπο του ξένου: τί ήταν; ποιος ήταν; από που
ερχόταν; Ό «Ιορδάνης από την Ανατολή» δέν τους έλεγε καί πολλά πράγματα.
Αυτοί θέλανε λεπτομέρειες από τή ζωή του, όλα, μέ τό νί καί μέ τό
σίγμα,γιά νά καθησυχάσουν τίς ανησυχίες τους. Ήρθαν μετά κ’ οι ερωτήσεις
των χωριανών, πού δέν καταλάβαιναν τί νόημα είχε ή παρατεταμένη
φιλοξενία του Μπαρμπαθόδωρου ενός πεντάξενου, πού δέν ήξεραν τίποτε γι’
αυτόν. Μπας κ’ ήταν κατάσκοπος; Εγκληματίας; Κάποιος τέλοσπάντων, πού
ήθελε νά κρυφτεί με τήν ανωνυμία του; Κι αν ερχόταν από τό Σταθμό
κάποιος χωροφύλακας, νά ρωτήσει γιά δαϋτον, τί θά του άπαντούσανε;
Βάλανε, λοιπόν, στά δυό στενά τόν πατέρα τους: ή νά τους έλεγε ποιος
ήταν, ή νά τόν έδιωχναν. Δέ χωρούσε πιά, τίποτε άλλο. Οι καιροί ήταν
δύσκολοι.
Είδε κι απόειδε ό γέρος καί πήρε, όχι δίχως κάποια συστολή, τή
μεγάλη απόφαση νά τοϋ μιλήσει. Καί νά του πει τό καί τί. Πώς, γιά τά
παιδιά του, ήταν θέμα οικογενειακής τιμής. Έπρεπε, ή νά μιλήσει
περισσότερο γιά τόν εαυτό του, ή νά φύγει γι’ άλλου. Ό ξένος σήκωσε τά
χέρια του μέ απορία, μά δίχως κακία, καί είπε, πώς τό προτιμότερο θά
ήταν νά φύγει. Δέν ήθελε νά βάλει σέ μπελάδες τό σπιτικό τους.
Παρακάλεσε μονάχα νά περάσει ή Κυριακή καί Δευτέρα πρωί νά ‘φευγε. Έτσι
κι έγινε. Έμεινε καί τήν Κυριακή. Πήγαν στην εκκλησία κι ό ξένος -γιά
πρώτη φορά του, σέ τούτο τό χωριό- πήγε στό δεξιό αναλόγιο κ’ έψαλε.
Μά,τί ‘ταν εκείνο τό ψάλσιμο, Θέ μου! Νόμιζες πώς κατέβαιναν
άγγελοι κ’ έψελναν μαζί του, τόσο έμορφα ήταν. Μετά τό τέλος της
λειτουργίας, όλοι τόν πλησίαζαν καί τόν καλωσόριζαν – λες καί τόν
έβλεπαν γιά πρώτη φορά! Άλλοι τόν χαιρετούσαν σά νά ‘τανε χωριανός τους
κ’ είχαν χρόνια νά τόν δουν. Στό τέλος οι Επίτροποι, σά μέτρησαν τίς
δεκάρες καί τίς δραχμές στό παγκάρι, βγήκαν στό νάρθηκα καί τόν
ευχαρίστησαν, πού στόλισε μέ τή γλυκιά φωνή του τήν εκκλησία τους.
Ύστερα, όταν «κατέλυσε» καί ξεντύθηκε τά χρυσά του άμφια, βγήκε κι ό
παπα-Μόδεστος καί τόν ασπάστηκε:
Εύγε, τέκνον μου! Ό Θεός νά σέ φυλάγει καί νά σ’ ευλογεί! Χρόνια είχα νά κάνω λειτουργία μέ τέτοιο ψάλτη!
Πήρε νά τόν ρωτάει που έμαθε μουσική, που έψελνε νωρίτερα, καί άλλα
πολλά. Μά, ό Ιορδάνης όλο απόφευγε νά απαντήσει. Ξέφευγε μέ
γενικότητες: πώς είχε μάθει νά ψέλνει στην Πόλη καί πώς είχε πολλά
χρόνια νά ψάλει. Τόν κάλεσε, τέλος, ό παπάς νά φάει μαζί του τό
μεσημέρι. Ό ξένος, δέχτηκε συγκινημένος. Εκεί, ανάμεσα στ’ άλλα, είπε
στον παπά πώς, αύριο Δευτέρα, θά έφευγε. Έτσι του είχαν πει από τό σπίτι
του Μπαρμπαθόδωρου. Ό παπάς δεν είπε τίποτε, μά έδειξε ταραγμένος. Δεν
του άρεσε νά διώξουν έτσι έναν ξένο. Καί πού μπορούσε, μάλιστα, νά τους
φανεί καί τόσο χρήσιμος γιά τήν εκκλησία τους, γιά τό χωριό τους.
Σάν απόφαγαν, είπε στην πρεσβυτέρα νά τους κάνει έναν καφέ καί νά
τους αφήσει μόνους. Ήθελε νά μιλήσει μέ τόν κ. Ιορδάνη. Ό παπάς ήθελε,
σώνει καί καλά, νά τόν κρατήσει στό χωριό. Θά του βρίσκανε μιά δουλειά
νά κάνει. Καί τίς Κυριακές καί τίς γιορτάδες θά έψελνε καί θά στόλιζε
τήν εκκλησιά τους. Τά είπε καί στον Πρόεδρο. Μάζεψε καί τους προεστούς.
Ήτανε μεγάλο κελεπούρι ό ξένος γιά τό χωριό τους. Τί τους ένοιαζε στό
κάτω-κάτω ποιος ήταν καί πούθε κρατούσ’ ή σκούφια του; Μήπως θά τόν
κάνανε παπά ή πρόεδρο τους. Ας του δίνανε τά βακούφικα χτήματα νά τά
καλλιεργεί, καί νά δίνει στην εκκλησιά τά μισά. Κι άν δέν ήθελε, ας
έπαιρνε τά γελάδια του χωριού νά τά βοσκά όλες τίς μέρες, εξόν τήν
Κυριακή μονάχα, πού θά έψελνε.
Ό ξένος δέν ήξερε από χωράφια. Κ’ ύστερα φοβότανε τό βακούφικο. Δέν
ήθελε νά πιάνει χρήματα ή πράγματα της εκκλησίας στά χέρια του.
Προτίμησε τά γελάδια, πού δέν ήθελαν καί μεγάλη τέχνη γιά νά τά βγάλεις
στό βουνό, γιά βοσκή, νά τά πάς στό ποτάμι γιά νά πιούν νερό καί τό
βράδυ όταν σουρουπώνει, νά τά βάζεις στό γελαδομάντρι ώς τό πρωί, πού
όταν θά έφεγγε, θά ξανάρχιζε άπ’ τήν αρχή πάλι ή μέρα, μέ τή βοσκή,τό
πότισμα, τήν επιστροφή στό γελαδομάντρι. Ό παπάς καί τό Συμβούλιο
βρήκανε κάποιον νά τόν «συναλλάζει» τίς Κυριακές, γιά νά μπορεί νά
κατεβαίνει ό ξένος στό χωριό, νά ψέλνει. Καί όλα πήγαιναν πολύ καλά. Καί
περνούσαν οι μέρες, οί βδομάδες, οι μήνες…
Ώσπου, μιά μέρα χάθηκε ό γελαδάρης, δίχως νά πει τίποτε, σέ
κανέναν. Μονάχα, σ’ ένα βοσκό φίλο του, είπε νά συνοδέψει τά γελάδια ώς
τό μαντρί καί νά ειδοποιήσει τόν Πρόεδρο, πώς ό Ιορδάνης φεύγει. Δίχως
κάν νά ζητήσει τό μισθό του. Παρακαλούσε νά τόν συγχωρήσουν, πού δέν θά
έψελνε στό πανηγύρι, όπου θά λειτουργούσε κι ό δεσπότης. Έφυγε καί δέν
ξαναφάνηκε ποτέ.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, δίχως νά μπορέσει κανείς νά λύσει τό
μυστήριο του γελαδάρη. Μέ τόν καιρό ξεχάστηκε σχεδόν. Κανείς πιά δέ
μιλούσε γι’ αυτόν. Μονάχα ό παπάς, όταν λειτουργούσε καί άκουγε τίς
άγριοφωνάρες του άμουσου ψάλτη, θυμότανε τόν Ιορδάνη μέ τήν αγγελική
φωνή καί σιγομουρμούριζε: «άχ, Θέ μου, νά μου ‘φερνες ξανά έναν ψάλτη
σάν τόν Ιορδάνη εκείνον!».
Καί ό Θεός τόν άκουσε. Καί τόν έστειλε τόν Ιορδάνη. Μά σ’ ένα
γράμμα, πού καθώς τό διάβαζε τά γένια του βρεχόντανε από καφτά δάκρυα.
Φώναξε καί τήν παπαδιά του καί της τό διάβασε, κ’ έβαλε κ’ εκείνη τά
κλάματα. Καί χτύπησε τήν καμπάνα, μαζεύτηκε ό κόσμος, τους διάβασε τό
γράμμα καί σταυροκοπήθηκαν κ’ εκείνοι, κ’ έπιασαν νά κλαίνε : «Μέγας
είσαι, Κύριε!», ψιθύρισε ό παπάς. «Ποτέ δέ φανταζόμουνα τέτοια θαύματα
καί τέτοια ταπείνωση σέ Δεσπότη – άς μέ συγχωρέσουν οί δεσποτάδες,
προσκυνώ τήν άγιωσύνη τους!…»
Τά παιδιά του Μπαρμπαθόδωρου ήθελαν νά ζητήσουν συγγνώμη, μά δέν
ξέρανε ούτε διεύθυνση, ούτε όνομα. Ό παπάς ήθελε νά πάει νά του φιλήσει
τό χέρι, μά κι αυτός δέν μπορούσε, αφού δέν ήξερε τίποτε περισσότερο άπ’
ό,τι έγραφε τό γράμμα. Πώς ήταν δηλαδή επίσκοπος καί πώς γιά κάποιαν
αμαρτία του έλαβε κανόνα από τό γέροντα του, έναν αυστηρό Ιερομόναχο, νά
γίνει δούλος ή βοσκός σέ άλογα ζώα, ώσπου νά ξαναγίνει άξιος νά γίνει
ποιμένας λογικών προβάτων. Ώσπου δηλαδή νά λάβει τήν πληροφορία ενδοθεν,
νά μείνει άγνωστος καί περιφρονημένος. Κι’ όταν έρθει τό πλήρωμα τού
χρόνου, θά γυρνούσε ξανά στή μητρόπολη του. Όπως κ’ έγινε. Μά τους
παρακαλούσε νά τόν συγχωρήσουν καί νά μήν επιχειρήσουν, μέ κανέναν
τρόπο, νά μάθουν ποιος ήταν καί νά τόν βρουν. Κι αυτός τους έστελνε τήν
ευχή του. Καί θά τους θυμότανε πάντα στίς αρχιερατικές προσευχές του.
Καί νά χαιρετίσουν θερμά τό φίλο του τό βοσκό, πού φύλαγε τά γίδια κι
άνταμώνανε τότε καμιά φορά στό βουνό, καί κείνος τόν φίλευε γιδίσιο
ξυνόγαλο, πολύ νόστιμο.
-Τώρα καταλαβαίνω, έλεγε ό τσοπάνος, γιατί δέν έτρωγε ποτέ γάλα άπό
τό δερμάτι μου, όταν τού τό άνοιγα Τετάρτη καί Παρασκευή. Τώρα εξηγώ
γιατί έσταζε μέλι άπό τό στόμα του όταν μιλούσε, κ’ ημέρευαν καί τ’
άγρια κράκουρα μπροστά στό βλέμμα του. Κ’ έκανε τό σταυρό του,
προσπαθώντας νά κρύψει ένα δάκρυ του.
Άπό τό περιοδικό. Ευθύνη, τ. 80, Αύγουστος ’78
Πηγές:misha.pblogs.gr - ahdoni.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου