Τους γνώριζε και τους δυο το νησί, τον κυρ – Φώτη, βέβαια, καλύτερα, αφού ήταν γέννημα – θρέμμα του νησιού. Άνθρωπος πράος, ήρεμος, λίγο μόνο βαρύς. Αφού, νέος δοκίμασε διάφορα επαγγέλματα, χωρίς να στεριώσει πουθενά, εδώ και κάμποσα χρόνια πουλούσε κουλούρια, σάντουιτς και άλλα ντόπια προϊόντα. Ολημερίς στεκόταν στο λιμάνι και διαλαλούσε την πραμάτεια του…
Με τον καιρό είχε στρώσει την δουλειά του. Φαινότανε ευχαριστημένος. Έβγαζε ένα καλό μεροκάματο, και ζούσε την γυναίκα του και την μοναχοκόρη του.
Αυτά συνέβαιναν ως πριν από πέντε χρόνια. Ξαφνικά στο νησί φάνηκε ένας ανταγωνιστής του, ο Στέλιος. Πρωτοφάνηκε στις αρχές του Ιουλίου μαζί με τους παραθεριστές και τους ξένους τουρίστες, που τέτοιο καιρό έφταναν και στον τόπο του. Η απρόσμενη παρουσία του για τον κυρ – Φώτη ήταν ένα δυνατό κτύπημα.
Ποτέ του δεν είχε φανταστεί, πως μέσα στον ίδιο του τον τόπο ένας ξένος θα τον ανταγωνιζόταν με τόση επιτυχία. Πραγματικά κάτι τέτοιο συνέβη και τόσο γρήγορα μάλιστα, που από τότε ο Στέλιος ερχόταν κάθε καλοκαίρι, και καθόταν τρεις και τέσσερις μήνες μαζί με την γυναίκα του και τα τρία του παιδιά… Κι ο Στέλιος ήταν το αντίθετο του κυρ – Φώτη. Ζωηρός, σβέλτος, ήξερε να προκαλεί το ενδιαφέρον, να πείθει…
Όπως ήταν ευνόητο, από τότε που ήρθε στο νησί, οι δουλειές του ντόπιου ομοτέχνη του περιορίστηκαν αισθητά. Μάταια ο κυρ – Φώτης προσπαθούσε να τον ανταγωνιστεί. Δεν κατάφερνε τίποτα. Ο ξενόφερτος αποδείχθηκε πιο επιτήδειος, και καθώς ήταν και πιο νέος, τον ξεπερνούσε.
Δυό – τρείς φορές ο κυρ – Φώτης τον έπιασε και του μίλησε. Του ζήτησε να συνεργαστούν, να μοιραστούν την «πιάτσα». Εκείνος αρνήθηκε. Του το είπε ανοιχτά, πως δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση μαζί του.
– «Δεν έχω καιρό για κουβέντες, του αποκρίθηκε».
Όταν πάλι, άλλη φορά του παραπονέθηκε πως του αποσπούσε και τους δικούς του πελάτες, εκείνος γέλασε: «- Έχει ψωμί για όλους εδώ, είπε, και ξεμάκρυνε βιαστικός».
Αυτά έγιναν τον πρώτο χρόνο. Από τότε έπαψαν και να μιλιούνται. Ο ένας απόφευγε τον άλλον… ως την ώρα που μετά το Πάσχα ήρθε ένας ιεροκήρυκας στο νησί. Μάζεψε τον κόσμο, τους μίλησε για πολλά πράγματα.
Τους είπε ανάμεσα σ’ άλλα: – «Η αντιζηλία είναι σαράκι που τρώει τον άνθρωπο. Παιδιά μου, να συγχωρήσει ο ένας τον άλλο… Η αγάπη είναι αυτή που όλα τα παραβλέπει, τα ξεπερνάει, τα τακτοποιεί».
Τα άκουσε και ο κυρ – Φώτης και αφού σκέφθηκε πολύ, πήρε την απόφαση πως μόλις θα ερχόταν ο Στέλιος θα του μιλούσε…
Έτσι κι έκανε. Όταν ο ξένος ανταγωνιστής του έφθασε οικογενειακώς με τους πρώτους τουρίστες, τον πλησίασε και τον χαιρέτησε. Κι αυτός ανταπέδωσε τον χαιρετισμό του…
Μα στα μέσα του καλοκαιριού ο Στέλιος χάθηκε από την πιάτσα. Αρρώστησε και κλείστηκε στο σπίτι του.
Σε μια βδομάδα ο κυρ – Φώτης κτύπησε την πόρτα και ζήτησε το πανέρι του Στέλιου. Η γυναίκα του και τα παιδιά του απόρησαν. Μα του το έδωσαν χωρίς να πουν τίποτε στον άρρωστο.
Ο κυρ – Φώτης γέμισε το δικό του και του Στέλιου το πανέρι, τα έστησε σε μια γωνιά στο λιμάνι του νησιού, διαλαλούσε τα προϊόντα τους και μάζευε χωριστά τις εισπράξεις τους.
Κάποιος του ψιθύρισε: – «Μα σύ το κάνεις αυτό; Γι’ αυτόν που ήρθε στον τόπο σου και σου έκοψε τη δουλειά;»
Ο κυρ – Φώτης δεν είπε τίποτε. Μα δεν σταμάτησε να ενδιαφέρεται και για τα δυο πανέρια το ίδιο.
Σε τρεις μέρες πήγε τις εισπράξεις στο σπίτι του Στέλιου. Όλοι έμειναν… εμβρόντητοι. Όταν το είπαν στον άρρωστο, άνοιξε τα μάτια του, πήρε το χέρι του κυρ – Φώτη και ψιθύρισε: – Συγχώρησέ με.
Κι έπεσε σε βαθύ λήθαργο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου