Απόστολοι ονομάζονται οί Δώδεκα μαθητές του Κυρίου πού άφησαν τα πάντα καί ακολούθησαν τον Κύριο σε όλη τη δημόσια διακονία Του μέχρι της Αναλήψεως. Στή συνέχεια μετά την έπι φοίτηση του Άγιου Πνεύματος, έγιναν κήρυκες καί μάρτυρες της πίστεως στον Χριστό προς λύτρωση της ανθρωπότητας από την αμαρτία καί συνέβαλαν στην εξάπλωση της Βασιλείας του Θεού στη γη.
Το ιερό καί τιμητικότατο αυτό όνομα δόθηκε από τον ίδιο τον Κύριο στους Μαθητές Του, όταν διανυκτέρευσε στο ορός προσευχόμενος' τότε, «προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού, καί έκλεξάμενος άπ' αυτών δώδεκα, ους καί Αποστόλους ώνόμασεν...» (Λουκ. Στ', 12-13).
Οι Ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος καί Ιωάννης χρησιμοποιούν περισσότερο το όνομα «οι Δώδεκα», ό δε Λουκάς καί Παύλος το «Απόστολοι». Αργότερα χρησιμοποιείται ή λέξη σε ευρύτερη έννοια καί ονομάζονται Απόστολοι καί άλλοι πλην των Δώδεκα, (οί εβδομήκοντα), αλλά καί οί συνεργάτες αυτών.
Κατάλογοι των ονομάτων των δώδεκα Αποστόλων υπάρχουν τέσσερις: Ματ. ι', 2' Μαρ. γ', 13' Λουκ. στ', 14 καί Πράξ. α', 13. Οί κατάλογοι αυτοί συμφωνούν μόνο στον πρώτο, τον Πέτρο καί τον τελευταίο τον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Ή διαφωνία - ασυμφωνία τους οφείλεται στο γεγονός ότι οι Ιουδαίοι συνήθιζαν να έχουν δύο ονόματα καί άλλοι Ευαγγελιστές αναφέρουν το πρώτο, ενώ άλλοι προτιμούν το δεύτερο.
Κατά την εκλογή των Μαθητών Του, ό Κύριος έσταμάτησε στον αριθμό δώδεκα, γιατί όπως οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ, οί δώδεκα Πατριάρχες, θεωρούνται σι αρχηγοί των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, δηλαδή όλου του Ιουδαϊσμού, έτσι καί οί Δώδεκα αυτοί πρώτοι Μαθητές του Κυρίου, έγιναν οι πνευματικοί αρχηγοί του νέου Ισραήλ, δηλαδή του Χριστιανισμού. Άλλα καί διότι τα δωδέκα κουδουνάκια στο κάτω μέρος του χιτώνα του Άρχιερέως Ααρών πού κουδούνιζαν, όταν βημάτιζε στη Σκηνή, τους δώδεκα Αποστόλους εδήλωναν, πού ήχησαν (κουδούνισαν) καί έκήρυξαν σε ολόκληρη την οικουμένη το Ευαγγέλιο της άπολυτρώσεως. Γι' αυτό καί ό Ώσηέ προφήτευσε ότι δώδεκα δρύες θα ακολουθήσουν τον Θεό πού θα φανεί στη γη.
Έκτος από τους Δώδεκα, ό Κύριος εξέλεξε καί τους «Εβδομήκοντα», οι όποιοι κατά διαλείμματα Τον ακολουθούσαν. Αυτούς απέστειλε για να προετοιμάσουν το έδαφος απ' όπου επρόκειτο να περάσει καί να διδάξει (Λουκ. Γ, 1). Καί ό αριθμός αυτός ανταποκρίνεται προς τους εβδομήκοντα εκείνους Πρεσβυτέρους τους οποίους ό Μωυσής, κατ' εντολή του Θεού, εξέλεξε ως βοηθούς του. Αποδεικνύεται έτσι ότι τα παραδείγματα της Παλαιάς είναι σύμφωνα με τα της Καινής Διαθήκης.
Μεταξύ των Δώδεκα ό Κύριος είχε τρεις, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο καί τον Ιωάννη οί όποιοι αποτελούσαν το στενότερο κύκλο Του καί παρευρίσκονταν μόνο αυτοί σε εξαιρετικές περιπτώσεις, (ανάσταση της κόρης του Ίαείρου, στη Μεταμόρφωση, στην προσευχή της Γεσθημανής). Τον πρώτο, γιατί αγάπησε τον Χριστό «σφόδρα». Τον τρίτο, γιατί αγαπήθηκε από τον Χριστό «σφόδρα». Καί τον δεύτερο, γιατί μπορούσε να πιει το ποτήρι του θανάτου το οποίο καί ό Κύριος ήπιε.
Οι δώδεκα Απόστολοι πού εξέλεξε ό Κύριος για να μυήσει στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, ώστε να συνεχίσουν αργότερα το έργον Του, ούτε μόρφωση είχαν ούτε από ανώτερη κοινωνική τάξη του Ιουδαϊσμού προέρχονταν. Όλοι κατάγονταν από την πτωχή καί καθυστερημένη πολιτιστικά Γαλιλαίο, εκτός από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, που προερχόταν από την Ιουδαία. Ήσαν άνθρωποι απλοί, βιοπαλαιστές, αλιείς στο επάγγελμα καί τελώνες, αλλά με αγνά θρησκευτικά ενδιαφέροντα καί με πίστη στον Θεό του Ισραήλ καί στις Μεσσιανικές παραδόσεις. Οι υιοί του Ζεβεδαίου ήσαν σχετικά εύποροι, γιατί καί πλοίο ιδιόκτητο είχαν καί γνωριμίες με τους Αρχιερείς της Ιερουσαλήμ διατηρούσαν, Ή εξωτερική τους εμφάνιση προξενούσε την εντύπωση ότι ήσαν άνθρωποι «αγράμματοι καί ιδιώται» (Πράξ. δ', 13). Είχαν όμως την Άποστολικότητα: Ήσαν αυτόπτες καί ακόλουθοι του Κυρίου, (γεγονός πού συνιστά την εξωτερική μαρτυρία ενώπιον των ανθρώπων) καί είχαν την άνωθεν κλήση καί αποστολή {εσωτερικό γνώρισμα της άποστολικότητας). Τ' ανωτέρω σημαίνουν ότι ή αυθεντία των Αποστόλων, κατά τη δράση τους στην Εκκλησία, στηριζόταν στον ίδιο τον Θεό. "Ετσι συνέχισαν το έργο του Διδασκάλου τους κινούμενοι διαρκώς από πόλη σε πόλη καί χει-ροτονουντες κατάλληλους διαδόχους.
Αυτούς τους δώδεκα ιερούς Αποστόλους έχουμε χρέος όλοι οί Χριστιανοί να τιμούμε καί να γεραίρουμε σαν φωστήρες του κόσμου, κήρυκες της ευσέβειας καί καταλύτες της πλάνης. Καί κάνω άπ' όλα να τους γνωρίζουμε.
Πρώτος Απόστολος είναι ό Πέτρος, ό κορυφαίος των Αποστόλων, ό όποιος προηγουμένως ονομαζόταν Σίμων. Ήταν έγγαμος ψαράς, αγράμματος, αδελφός του Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, από τη Βηθσαϊδα της Γαλιλαΐας, υιός του Ίωνα.
Αυτόν τον Απόστολο μακάρισε ό Κύριος καί τον ονόμασε Πέτρο, ενώ την πίστη του απεκάλεσε πέτρα πάνω στην όποια απεφάσισε να οικοδομήσει την Εκκλησία Του. «Μακάριος ει, Σΐμων Βαριωνα... συ ει Πέτρος, καί έπι ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, καί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματ. Ιστ', 17, 18).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο πρώτα στην Ιουδαία καί Αντιόχεια ακολούθως στη Μικρά Ασία καί κατέληξε στη Ρώμη. Επειδή εκεί ένίκησε με υπερφυσικό τρόπο το μάγο Σίμωνα, σταυρώθηκε από τον αυτοκράτορα Νέρωνα κατακέφαλα, (πάνω τα πόδια - κάτω το κεφάλι), όπως ό ίδιος το ζήτησε καί έτσι έλαβε το άφθαρτο στεφάνι του μαρτυρίου, μεταξύ των ετών 66 καί 69, αφού άφησε δύο καθολικές επιστολές στην Εκκλησία του Χριστού.
Δεύτερος1 είναι ό Ανδρέας, ό Πρωτόκλητος, ο αδελφός του Πέτρου.
Υπήρξε ενωρίτερα μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, αλλά τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον Χριστό. Προσέλκυσε καί τον αδελφό του λέγοντας: «Εύρήκαμεν τον Μεσσίαν». Θεωρείται ιδρυτής της Εκκλησίας της Κων/πόλεως.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο σε όλα τα παραθαλάσσια μέρη της Μαύρης θάλασσας, Βιθυνίας καί Βυζαντίου. Αργότερα μέσω Θράκης καί Μακεδονίας κατήλθε μέχρι την Αχαΐα. Στήν Πάτρα ενήργησε πολλά θαύματα καί επειδή πολλοί επίστευαν στον Χριστό ό Ανθύπατος της πόλεως Αιγεάτης έκάρφωσε τον Απόστολο του Χρίστου σε ένα Σταυρό ανάποδα κι' εκεί παρέδωσε το πνεύμα του. Το λείψανο του μετά από πολλά χρόνια μεταφέρθηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως.
Τρίτος Απόστολος είναι ό Ιάκωβος, ό του Ζεβεδαίου, αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου καί Ευαγγελιστού.
Είναι ό τρίτος της τριάδος Απόστολος, τον όποιον ό Κύριος ελάμβανε μαζί με τον Πέτρο καί Ιωάννη ιδιαιτέρως στίς προσευχές, αλλά καί στη Μεταμόρφωση Του.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο σ' ολόκληρη την Ιουδαία. Ό Ηρώδης όμως ό Άγρίππας για την πολλή παρρησία πού είχε, τον έθανάτωσε με μαχαίρι το 44 μ.Χ. καί έτσι έγινε ό δεύτερος μάρτυρας της πίστεως μας μετά τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο ( 43 μ.Χ.).
Τέταρτος είναι ό Ιωάννης ό Ευαγγελιστής καί Θεολόγος, αδελφός του Ιακώβου.
Είναι ό Απόστολος πού αγαπήθηκε από τον Χριστό «σφόδρα» καί ό έπιπεσών έπι το στήθος Αυτού. Ό Ιωάννης έχει λάβει τα περισσότερα επίθετα: Απόστολος, Ευαγγελιστής, Θεολόγος, Μαθητής της αγάπης, Ήγαπημένος μαθητής, Επιστήθιος, Παρθένος, Βοανεργές - υιός της Βροντής.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία. Εξορίστηκε στην Πάτμο, όπου πλήθη απίστων προσήλθαν στο Χριστιανισμό. Όταν επέστρεψε στην Εφεσο αναπαύθηκε εν ειρήνη (περίπου 95 χρονών). Ενωρίτερα μας άφησε το Ευαγγέλιο του, τρεις Καθολικές επιστολές καί την Αποκάλυψη.
Πέμπτος Απόστολος του Χριστού είναι ό Φίλιππος ό από Βηθσαϊδα της Γαλιλαίος, συμπατριώτης του Ανδρέου καί Πέτρου.
Είναι αυτός πού είπε στο Ναθαναήλ «όν έγραψε Μωσής καί Προφήται εύρήκαμεν,Ίησούν τον υίόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ίω. Α', 46).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία (Λυδία καί Μυσία) καί στην Ίεράπολη μαζί με τον Βαρθολομαίο (Ναθαναήλ) καί την αδελφή του Μαριάμνη. Μαρτύρησε τρυπημένος στους αστραγάλους καί καρφωμένος σ' ένα ξύλο στην Ίεράπολη. Λόγω σεισμού πού ακολούθησε οι συνοδοί του αφέθησαν ελεύθεροι.
Εκτος Είναι ό Βαρθολομαίος ή Ναθαναήλ.
Όταν ό φίλος του Φίλιππος του είπε για τον Χριστό τ' άνωτέρω καί πλησίασε, ό Χριστός τον προϋπάντησε λέγοντας: «Ιδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ εστί» (Ίω. Α', 48).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ινδούς, οι όποιοι ονομάζονταν Ευδαίμονες καί τους παρέδωσε το κατά Ματθαίον Εύαγγέλιον. Από τους απίστους όμως σταυρώθηκε στην Ούρβανούπολη. Εκεί παρέδωσε το πνεύμα του καί έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.
Εβδομος Απόστολος είναι ό Θωμάς πού λεγόταν καί Δίδυμος.
Είναι ό Μαθητής πού για την απιστία του είπε ό Κύριος: «Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ίω. κ', 27) καί αυτός ψηλαφώντας Τον είπε: «Ό Κύριος μου καί ό Θεός μου» (κ', 28).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο του Χρίστου στους Πάρθους, Μήδους, Πέρσες καί Ινδούς. Ό Βασιλεύς των τελευταίων, επειδή ό Θωμάς έβάπτισε καί τον υιό του, τον φυλάκισε καί τελικά τον καταδίκασε σε θάνατο: Οι στρατιώτες τον κατατρύπησαν με τις λόγχες τους.
Ογδοος είναι ό Ματθαίος, ό Τελώνης, αδελφός του Ιακώβου του Άλφαίου.
Είναι αυτός που ακολούθησε τον Χριστό αφού εγκατέλειψε «την ύπηρεσίαν του». Μετά το μεγάλο δείπνο πού προσέφερε στον Χριστό έγινε Απόστολος καί Ευαγγελιστής. Το Ευαγγέλιο του το έγραψε στην Αραμαική γλώσσα οκτώ χρόνια μετά την Πεντηκοστή, αργότερα όμως μεταφράστηκε στα Ελληνικά.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους καί Μήδους στους οποίους ίδρυσε Εκκλησία, μετά από πολλά θαύματα πού έκανε σ' αυτούς. Τελικά θανατώθηκε από τους άπιστους δια πύρας.
Ενατος είναι ό Ιάκωβος ό υιός του Άλφαίου, αδελφός του Λευί δηλ. του Ματθαίου.
Λέγεται καί Ιάκωβος ό μικρός, προς διάκριση από τον Ιάκωβο το μεγάλο, τον αδελφό του Ιωάννου, αλλά καί προς διάκριση από τον Ιάκωβο τον Άδελφόθεο.
Ό τόπος στον όποιο έκήρυξε ό Απόστολος Ιάκωβος δεν είναι εξακριβωμένος. Αναγράφεται ότι έκήρυξε στα έθνη καί ονομάστηκε σπέρμα θειο. Κηρύττοντας καί ελέγχοντας τους απαίδευτους λαούς κρεμάστηκε σε σταυρό καί έτσι παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό.
Δέκατος Απόστολος είναι ό Σίμων ό Κανανίτης δηλ. ό Ζηλωτής, από την Κανά της Γαλιλαίας. Ό Σίμων ανήκε στο κόμμα των Ζηλωτών (πού στα Αραμαικά ό ζηλωτής λέγεται Κanana καί με Ελληνική κατάληξη Κανανίτης=Ζηλωτής) καί διατήρησε την ονομασία του αυτή καί ως Απόστολος, (όπως καί ό Ματθαίος ό Τελώνης).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στη Μαυριτανία καί γενικά στην Αφρική. Τελικά μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο.
Ενδέκατος είναι ό Ιούδας Ιακώβου, τον οποίο ό Ματθαίος ονομάζει Λεββαϊο ή Θαδδαΐο.
Ό Ιούδας, δηλαδή αυτός διακρινόμενος από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον προδότη, είναι αδελφός του Ιακώβου του Αδελφό-θεού καί επομένως υιός του Ιωσήφ του μνήστορος. Αρα είναι «αδελφός» του Κυρίου. Λεββαΐος σημαίνει θαρραλέος καί Θαδ-δαϊος (στα Αραμαικά) σημαίνει μεγάθυμος, μεγαλόψυχος. Είναι συγγραφεύς της Καθολικής επιστολής Ιούδα.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία καί έφώτισε τα ευρισκόμενα στη χώρα αυτή έθνη. Πήγε καί στην Εδεσσα, οπού έθεράπευσε τον Τοπάρχη. Τελικά τον κρεμάσανε καί τον θανάτωσαν με έκτοξευόμενα βέλη.
Δωδέκατος Απόστολος τον Χριστού είναι ό Ματθίας, στη θέση του προδότη Ιούδα.
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οί Απόστολοι, αφού έπιλέξανε δύο, τους καταλληλότερους από τους έβδομήκοντα Αποστόλους, έβαλαν κλήρο «καί προσευξάμενοι... επεσεν ό κλήρος έπι Ματθίαν καί συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα Αποστόλων» (Πράξ. Α', 24.26).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στην Αιθιοπία καί αφού ύπέμεινε πολλά βασανιστήρια από τους απίστους παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Οί ανωτέρω πανεύφημοι Απόστολοι, οί δώδεκα καί οί ανήκοντες στον ευρύτερο κύκλο των εβδομήκοντα, μαζί με τίς σεπτές Μυροφόρες καί πιστές ακόλουθες του Κυρίου, αυτοί όλοι, πού ήσαν εκατόν είκοσι (120) στον αριθμό (Πράξ. α', 15), πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν έβαπτίστηκαν με το βάπτισμα δι' ύδατος, αλλά βαπτίστηκαν την ήμερα της Πεντηκοστής «εν Πνεύματι Άγίω».
Πρώτον γιατί ό Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει φανερά ότι ό Ιησούς δεν έβάπτιζε «...ό Ιησούς ουκ έβάπτιζε, άλλ' οί Μαθηταί αυτού» (Ίω. δ', 2) καί δεύτερον γιατί ό μεν Πρόδρομος έκήρυξε λέγοντας για τον Κύριο: «Εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι, αυτός δε βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι Άγίω καί πυρί» (Λουκ. γ', 16), ό δε Χριστός το έβεβαίωσε λέγοντας: «Ιωάννης μεν έβάπτισε ύδατι, ύμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Άγίω ου μετά πολλας ταύτας ημέρας» (Πράξ. α', 5). Ή υπόσχεση αυτή του Κυρίου πραγματοποιήθηκε την ήμερα της Πεντηκοστής: «Καί εγένετο αφνω έκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας... καί ώφθησαν αυ-τοϊς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ώσεί πυρός, έκάθισέ τε έφ' ένα έκα-στον αυτών καί έπλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Άγιου» (Πράξ. β', 2-4). Γι' αυτό δεν χρειάστηκαν άλλο βάπτισμα. Το ίδιο πιστοποιεί καί ό θειος Γρηγόριος ό Παλαμάς λέγοντας ότι το ύπερώον στο όποιο κατήλθε το Αγιον Πνεύμα, έγινε κολυμβήθρα στην όποια βαπτίστηκαν όλοι οί Απόστολοι καί οί λοιποί εκεί ευρισκόμενοι. Άλλα καί ό Αγιος Χρυσόστομος, στην ερμηνεία του Ευαγγελίου, αναφέρει ότι οί Απόστολοι βαπτίστηκαν από το βάπτισμα του Άγιου Πνεύματος κατά την ήμερα της Πεντηκοστής.
Το ιερό καί τιμητικότατο αυτό όνομα δόθηκε από τον ίδιο τον Κύριο στους Μαθητές Του, όταν διανυκτέρευσε στο ορός προσευχόμενος' τότε, «προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού, καί έκλεξάμενος άπ' αυτών δώδεκα, ους καί Αποστόλους ώνόμασεν...» (Λουκ. Στ', 12-13).
Οι Ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος καί Ιωάννης χρησιμοποιούν περισσότερο το όνομα «οι Δώδεκα», ό δε Λουκάς καί Παύλος το «Απόστολοι». Αργότερα χρησιμοποιείται ή λέξη σε ευρύτερη έννοια καί ονομάζονται Απόστολοι καί άλλοι πλην των Δώδεκα, (οί εβδομήκοντα), αλλά καί οί συνεργάτες αυτών.
Κατάλογοι των ονομάτων των δώδεκα Αποστόλων υπάρχουν τέσσερις: Ματ. ι', 2' Μαρ. γ', 13' Λουκ. στ', 14 καί Πράξ. α', 13. Οί κατάλογοι αυτοί συμφωνούν μόνο στον πρώτο, τον Πέτρο καί τον τελευταίο τον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Ή διαφωνία - ασυμφωνία τους οφείλεται στο γεγονός ότι οι Ιουδαίοι συνήθιζαν να έχουν δύο ονόματα καί άλλοι Ευαγγελιστές αναφέρουν το πρώτο, ενώ άλλοι προτιμούν το δεύτερο.
Κατά την εκλογή των Μαθητών Του, ό Κύριος έσταμάτησε στον αριθμό δώδεκα, γιατί όπως οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ, οί δώδεκα Πατριάρχες, θεωρούνται σι αρχηγοί των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, δηλαδή όλου του Ιουδαϊσμού, έτσι καί οί Δώδεκα αυτοί πρώτοι Μαθητές του Κυρίου, έγιναν οι πνευματικοί αρχηγοί του νέου Ισραήλ, δηλαδή του Χριστιανισμού. Άλλα καί διότι τα δωδέκα κουδουνάκια στο κάτω μέρος του χιτώνα του Άρχιερέως Ααρών πού κουδούνιζαν, όταν βημάτιζε στη Σκηνή, τους δώδεκα Αποστόλους εδήλωναν, πού ήχησαν (κουδούνισαν) καί έκήρυξαν σε ολόκληρη την οικουμένη το Ευαγγέλιο της άπολυτρώσεως. Γι' αυτό καί ό Ώσηέ προφήτευσε ότι δώδεκα δρύες θα ακολουθήσουν τον Θεό πού θα φανεί στη γη.
Έκτος από τους Δώδεκα, ό Κύριος εξέλεξε καί τους «Εβδομήκοντα», οι όποιοι κατά διαλείμματα Τον ακολουθούσαν. Αυτούς απέστειλε για να προετοιμάσουν το έδαφος απ' όπου επρόκειτο να περάσει καί να διδάξει (Λουκ. Γ, 1). Καί ό αριθμός αυτός ανταποκρίνεται προς τους εβδομήκοντα εκείνους Πρεσβυτέρους τους οποίους ό Μωυσής, κατ' εντολή του Θεού, εξέλεξε ως βοηθούς του. Αποδεικνύεται έτσι ότι τα παραδείγματα της Παλαιάς είναι σύμφωνα με τα της Καινής Διαθήκης.
Μεταξύ των Δώδεκα ό Κύριος είχε τρεις, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο καί τον Ιωάννη οί όποιοι αποτελούσαν το στενότερο κύκλο Του καί παρευρίσκονταν μόνο αυτοί σε εξαιρετικές περιπτώσεις, (ανάσταση της κόρης του Ίαείρου, στη Μεταμόρφωση, στην προσευχή της Γεσθημανής). Τον πρώτο, γιατί αγάπησε τον Χριστό «σφόδρα». Τον τρίτο, γιατί αγαπήθηκε από τον Χριστό «σφόδρα». Καί τον δεύτερο, γιατί μπορούσε να πιει το ποτήρι του θανάτου το οποίο καί ό Κύριος ήπιε.
Οι δώδεκα Απόστολοι πού εξέλεξε ό Κύριος για να μυήσει στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, ώστε να συνεχίσουν αργότερα το έργον Του, ούτε μόρφωση είχαν ούτε από ανώτερη κοινωνική τάξη του Ιουδαϊσμού προέρχονταν. Όλοι κατάγονταν από την πτωχή καί καθυστερημένη πολιτιστικά Γαλιλαίο, εκτός από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, που προερχόταν από την Ιουδαία. Ήσαν άνθρωποι απλοί, βιοπαλαιστές, αλιείς στο επάγγελμα καί τελώνες, αλλά με αγνά θρησκευτικά ενδιαφέροντα καί με πίστη στον Θεό του Ισραήλ καί στις Μεσσιανικές παραδόσεις. Οι υιοί του Ζεβεδαίου ήσαν σχετικά εύποροι, γιατί καί πλοίο ιδιόκτητο είχαν καί γνωριμίες με τους Αρχιερείς της Ιερουσαλήμ διατηρούσαν, Ή εξωτερική τους εμφάνιση προξενούσε την εντύπωση ότι ήσαν άνθρωποι «αγράμματοι καί ιδιώται» (Πράξ. δ', 13). Είχαν όμως την Άποστολικότητα: Ήσαν αυτόπτες καί ακόλουθοι του Κυρίου, (γεγονός πού συνιστά την εξωτερική μαρτυρία ενώπιον των ανθρώπων) καί είχαν την άνωθεν κλήση καί αποστολή {εσωτερικό γνώρισμα της άποστολικότητας). Τ' ανωτέρω σημαίνουν ότι ή αυθεντία των Αποστόλων, κατά τη δράση τους στην Εκκλησία, στηριζόταν στον ίδιο τον Θεό. "Ετσι συνέχισαν το έργο του Διδασκάλου τους κινούμενοι διαρκώς από πόλη σε πόλη καί χει-ροτονουντες κατάλληλους διαδόχους.
Αυτούς τους δώδεκα ιερούς Αποστόλους έχουμε χρέος όλοι οί Χριστιανοί να τιμούμε καί να γεραίρουμε σαν φωστήρες του κόσμου, κήρυκες της ευσέβειας καί καταλύτες της πλάνης. Καί κάνω άπ' όλα να τους γνωρίζουμε.
Πρώτος Απόστολος είναι ό Πέτρος, ό κορυφαίος των Αποστόλων, ό όποιος προηγουμένως ονομαζόταν Σίμων. Ήταν έγγαμος ψαράς, αγράμματος, αδελφός του Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, από τη Βηθσαϊδα της Γαλιλαΐας, υιός του Ίωνα.
Αυτόν τον Απόστολο μακάρισε ό Κύριος καί τον ονόμασε Πέτρο, ενώ την πίστη του απεκάλεσε πέτρα πάνω στην όποια απεφάσισε να οικοδομήσει την Εκκλησία Του. «Μακάριος ει, Σΐμων Βαριωνα... συ ει Πέτρος, καί έπι ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, καί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματ. Ιστ', 17, 18).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο πρώτα στην Ιουδαία καί Αντιόχεια ακολούθως στη Μικρά Ασία καί κατέληξε στη Ρώμη. Επειδή εκεί ένίκησε με υπερφυσικό τρόπο το μάγο Σίμωνα, σταυρώθηκε από τον αυτοκράτορα Νέρωνα κατακέφαλα, (πάνω τα πόδια - κάτω το κεφάλι), όπως ό ίδιος το ζήτησε καί έτσι έλαβε το άφθαρτο στεφάνι του μαρτυρίου, μεταξύ των ετών 66 καί 69, αφού άφησε δύο καθολικές επιστολές στην Εκκλησία του Χριστού.
Δεύτερος1 είναι ό Ανδρέας, ό Πρωτόκλητος, ο αδελφός του Πέτρου.
Υπήρξε ενωρίτερα μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, αλλά τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον Χριστό. Προσέλκυσε καί τον αδελφό του λέγοντας: «Εύρήκαμεν τον Μεσσίαν». Θεωρείται ιδρυτής της Εκκλησίας της Κων/πόλεως.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο σε όλα τα παραθαλάσσια μέρη της Μαύρης θάλασσας, Βιθυνίας καί Βυζαντίου. Αργότερα μέσω Θράκης καί Μακεδονίας κατήλθε μέχρι την Αχαΐα. Στήν Πάτρα ενήργησε πολλά θαύματα καί επειδή πολλοί επίστευαν στον Χριστό ό Ανθύπατος της πόλεως Αιγεάτης έκάρφωσε τον Απόστολο του Χρίστου σε ένα Σταυρό ανάποδα κι' εκεί παρέδωσε το πνεύμα του. Το λείψανο του μετά από πολλά χρόνια μεταφέρθηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως.
Τρίτος Απόστολος είναι ό Ιάκωβος, ό του Ζεβεδαίου, αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου καί Ευαγγελιστού.
Είναι ό τρίτος της τριάδος Απόστολος, τον όποιον ό Κύριος ελάμβανε μαζί με τον Πέτρο καί Ιωάννη ιδιαιτέρως στίς προσευχές, αλλά καί στη Μεταμόρφωση Του.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο σ' ολόκληρη την Ιουδαία. Ό Ηρώδης όμως ό Άγρίππας για την πολλή παρρησία πού είχε, τον έθανάτωσε με μαχαίρι το 44 μ.Χ. καί έτσι έγινε ό δεύτερος μάρτυρας της πίστεως μας μετά τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο ( 43 μ.Χ.).
Τέταρτος είναι ό Ιωάννης ό Ευαγγελιστής καί Θεολόγος, αδελφός του Ιακώβου.
Είναι ό Απόστολος πού αγαπήθηκε από τον Χριστό «σφόδρα» καί ό έπιπεσών έπι το στήθος Αυτού. Ό Ιωάννης έχει λάβει τα περισσότερα επίθετα: Απόστολος, Ευαγγελιστής, Θεολόγος, Μαθητής της αγάπης, Ήγαπημένος μαθητής, Επιστήθιος, Παρθένος, Βοανεργές - υιός της Βροντής.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία. Εξορίστηκε στην Πάτμο, όπου πλήθη απίστων προσήλθαν στο Χριστιανισμό. Όταν επέστρεψε στην Εφεσο αναπαύθηκε εν ειρήνη (περίπου 95 χρονών). Ενωρίτερα μας άφησε το Ευαγγέλιο του, τρεις Καθολικές επιστολές καί την Αποκάλυψη.
Πέμπτος Απόστολος του Χριστού είναι ό Φίλιππος ό από Βηθσαϊδα της Γαλιλαίος, συμπατριώτης του Ανδρέου καί Πέτρου.
Είναι αυτός πού είπε στο Ναθαναήλ «όν έγραψε Μωσής καί Προφήται εύρήκαμεν,Ίησούν τον υίόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ίω. Α', 46).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία (Λυδία καί Μυσία) καί στην Ίεράπολη μαζί με τον Βαρθολομαίο (Ναθαναήλ) καί την αδελφή του Μαριάμνη. Μαρτύρησε τρυπημένος στους αστραγάλους καί καρφωμένος σ' ένα ξύλο στην Ίεράπολη. Λόγω σεισμού πού ακολούθησε οι συνοδοί του αφέθησαν ελεύθεροι.
Εκτος Είναι ό Βαρθολομαίος ή Ναθαναήλ.
Όταν ό φίλος του Φίλιππος του είπε για τον Χριστό τ' άνωτέρω καί πλησίασε, ό Χριστός τον προϋπάντησε λέγοντας: «Ιδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ εστί» (Ίω. Α', 48).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ινδούς, οι όποιοι ονομάζονταν Ευδαίμονες καί τους παρέδωσε το κατά Ματθαίον Εύαγγέλιον. Από τους απίστους όμως σταυρώθηκε στην Ούρβανούπολη. Εκεί παρέδωσε το πνεύμα του καί έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.
Εβδομος Απόστολος είναι ό Θωμάς πού λεγόταν καί Δίδυμος.
Είναι ό Μαθητής πού για την απιστία του είπε ό Κύριος: «Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ίω. κ', 27) καί αυτός ψηλαφώντας Τον είπε: «Ό Κύριος μου καί ό Θεός μου» (κ', 28).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο του Χρίστου στους Πάρθους, Μήδους, Πέρσες καί Ινδούς. Ό Βασιλεύς των τελευταίων, επειδή ό Θωμάς έβάπτισε καί τον υιό του, τον φυλάκισε καί τελικά τον καταδίκασε σε θάνατο: Οι στρατιώτες τον κατατρύπησαν με τις λόγχες τους.
Ογδοος είναι ό Ματθαίος, ό Τελώνης, αδελφός του Ιακώβου του Άλφαίου.
Είναι αυτός που ακολούθησε τον Χριστό αφού εγκατέλειψε «την ύπηρεσίαν του». Μετά το μεγάλο δείπνο πού προσέφερε στον Χριστό έγινε Απόστολος καί Ευαγγελιστής. Το Ευαγγέλιο του το έγραψε στην Αραμαική γλώσσα οκτώ χρόνια μετά την Πεντηκοστή, αργότερα όμως μεταφράστηκε στα Ελληνικά.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους καί Μήδους στους οποίους ίδρυσε Εκκλησία, μετά από πολλά θαύματα πού έκανε σ' αυτούς. Τελικά θανατώθηκε από τους άπιστους δια πύρας.
Ενατος είναι ό Ιάκωβος ό υιός του Άλφαίου, αδελφός του Λευί δηλ. του Ματθαίου.
Λέγεται καί Ιάκωβος ό μικρός, προς διάκριση από τον Ιάκωβο το μεγάλο, τον αδελφό του Ιωάννου, αλλά καί προς διάκριση από τον Ιάκωβο τον Άδελφόθεο.
Ό τόπος στον όποιο έκήρυξε ό Απόστολος Ιάκωβος δεν είναι εξακριβωμένος. Αναγράφεται ότι έκήρυξε στα έθνη καί ονομάστηκε σπέρμα θειο. Κηρύττοντας καί ελέγχοντας τους απαίδευτους λαούς κρεμάστηκε σε σταυρό καί έτσι παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό.
Δέκατος Απόστολος είναι ό Σίμων ό Κανανίτης δηλ. ό Ζηλωτής, από την Κανά της Γαλιλαίας. Ό Σίμων ανήκε στο κόμμα των Ζηλωτών (πού στα Αραμαικά ό ζηλωτής λέγεται Κanana καί με Ελληνική κατάληξη Κανανίτης=Ζηλωτής) καί διατήρησε την ονομασία του αυτή καί ως Απόστολος, (όπως καί ό Ματθαίος ό Τελώνης).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στη Μαυριτανία καί γενικά στην Αφρική. Τελικά μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο.
Ενδέκατος είναι ό Ιούδας Ιακώβου, τον οποίο ό Ματθαίος ονομάζει Λεββαϊο ή Θαδδαΐο.
Ό Ιούδας, δηλαδή αυτός διακρινόμενος από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον προδότη, είναι αδελφός του Ιακώβου του Αδελφό-θεού καί επομένως υιός του Ιωσήφ του μνήστορος. Αρα είναι «αδελφός» του Κυρίου. Λεββαΐος σημαίνει θαρραλέος καί Θαδ-δαϊος (στα Αραμαικά) σημαίνει μεγάθυμος, μεγαλόψυχος. Είναι συγγραφεύς της Καθολικής επιστολής Ιούδα.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία καί έφώτισε τα ευρισκόμενα στη χώρα αυτή έθνη. Πήγε καί στην Εδεσσα, οπού έθεράπευσε τον Τοπάρχη. Τελικά τον κρεμάσανε καί τον θανάτωσαν με έκτοξευόμενα βέλη.
Δωδέκατος Απόστολος τον Χριστού είναι ό Ματθίας, στη θέση του προδότη Ιούδα.
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οί Απόστολοι, αφού έπιλέξανε δύο, τους καταλληλότερους από τους έβδομήκοντα Αποστόλους, έβαλαν κλήρο «καί προσευξάμενοι... επεσεν ό κλήρος έπι Ματθίαν καί συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα Αποστόλων» (Πράξ. Α', 24.26).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στην Αιθιοπία καί αφού ύπέμεινε πολλά βασανιστήρια από τους απίστους παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Οί ανωτέρω πανεύφημοι Απόστολοι, οί δώδεκα καί οί ανήκοντες στον ευρύτερο κύκλο των εβδομήκοντα, μαζί με τίς σεπτές Μυροφόρες καί πιστές ακόλουθες του Κυρίου, αυτοί όλοι, πού ήσαν εκατόν είκοσι (120) στον αριθμό (Πράξ. α', 15), πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν έβαπτίστηκαν με το βάπτισμα δι' ύδατος, αλλά βαπτίστηκαν την ήμερα της Πεντηκοστής «εν Πνεύματι Άγίω».
Πρώτον γιατί ό Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει φανερά ότι ό Ιησούς δεν έβάπτιζε «...ό Ιησούς ουκ έβάπτιζε, άλλ' οί Μαθηταί αυτού» (Ίω. δ', 2) καί δεύτερον γιατί ό μεν Πρόδρομος έκήρυξε λέγοντας για τον Κύριο: «Εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι, αυτός δε βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι Άγίω καί πυρί» (Λουκ. γ', 16), ό δε Χριστός το έβεβαίωσε λέγοντας: «Ιωάννης μεν έβάπτισε ύδατι, ύμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Άγίω ου μετά πολλας ταύτας ημέρας» (Πράξ. α', 5). Ή υπόσχεση αυτή του Κυρίου πραγματοποιήθηκε την ήμερα της Πεντηκοστής: «Καί εγένετο αφνω έκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας... καί ώφθησαν αυ-τοϊς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ώσεί πυρός, έκάθισέ τε έφ' ένα έκα-στον αυτών καί έπλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Άγιου» (Πράξ. β', 2-4). Γι' αυτό δεν χρειάστηκαν άλλο βάπτισμα. Το ίδιο πιστοποιεί καί ό θειος Γρηγόριος ό Παλαμάς λέγοντας ότι το ύπερώον στο όποιο κατήλθε το Αγιον Πνεύμα, έγινε κολυμβήθρα στην όποια βαπτίστηκαν όλοι οί Απόστολοι καί οί λοιποί εκεί ευρισκόμενοι. Άλλα καί ό Αγιος Χρυσόστομος, στην ερμηνεία του Ευαγγελίου, αναφέρει ότι οί Απόστολοι βαπτίστηκαν από το βάπτισμα του Άγιου Πνεύματος κατά την ήμερα της Πεντηκοστής.
****************
1. Ό Αγιος Νικόδημος, δεύτερο Απόστολο, αναφέρει, τον Παύλο, το σκεύος εκλογής του Χρίστου, ό όποιος υπερνίκησε όλους τους Αποστόλους στο ζήλο της πίστεως καί στους κόπους. Αυτός έκήρυξε τον Χριστό από Ιεροσολύμων μέχρι του Ιλλυρικού, όπως ό ίδιος αναφέρει καί έφθασε στη Ρώμη αποκεφαλίστηκε.
Από το βιβλίο "Λατρευτικό Εγχειρίδιο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου