Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Η βαθμοθηρία στο ελληνικό σχολείο


Κυνηγώντας το άριστα από τις γυμνασιακές τάξεις χάνουν το παιχνίδι της πραγματικής μάθησης, σύμφωνα με έρευνα του ΕΚΚΕ
Το κυνήγι του καλού βαθμού στιγματίζει την προσπάθεια των Ελλήνων μαθητών. Από το δημοτικό έως και το λύκειο οι μαθητές έχουν συνδέσει την πρόοδό τους με τον καλό βαθμό και αυτό καταλήγει να αποτελεί αυτοσκοπό, στερώντας τους τη διάθεση να μάθουν, να χαρούν την εκπαιδευτική διαδικασία, να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Αποτέλεσμα της στάσης αυτής είναι η παπαγαλία, το άγχος, η πίεση αλλά τα έξοδα των γονιών, που πολλές φορές επιθυμούν μέσα από την πρόοδο των παιδιών τους να… δικαιώσουν τα δικά τους όνειρα. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι και οι γονείς πιέζουν τα παιδιά για όλο και καλύτερους βαθμούς.

Ειδικότερα, όπως δείχνει έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), οι εννέα στους δέκα μαθητές γυμνασίου (91,9% το ακριβές ποσοστό) δηλώνουν ότι τους ενδιαφέρει πολύ ο βαθμός στα μαθήματα και ότι θα ήθελαν να παίρνουν πάντα καλούς βαθμούς. Και το ποσοστό αυτό αυξάνεται στους μαθητές λυκείου.

Οι γονείς πιέζουν
Από την άλλη, το 97% των μαθητών των δημοτικών σχολείων είναι πεπεισμένοι ότι «οι γονείς τους θέλουν να έχουν καλούς βαθμούς», το 41% των μαθητών των γυμνασίων ανέφεραν ότι οι γονείς τους ελέγχουν προκειμένου να είναι σίγουροι ότι διάβασαν τα μαθήματά τους, ενώ το 34,4% των μαθητών του Λυκείου δήλωσαν ότι οι γονείς τους τούς «πιέζουν» για να έχουν υψηλούς βαθμούς και τους ενδιαφέρει πολύ ο βαθμός… Από την πλευρά τους, οι έξι στους δέκα εκπαιδευτικούς (59,3%) δηλώνουν ότι το ισχύον σύστημα «καλλιεργεί την ψύχωση του καλού βαθμού». Αυτό οδηγεί εν μέρει και στην παραγωγή αρίστων και πολύ καλών μαθητών, που όμως δεν επιβεβαιώνουν τις επιδόσεις τους κατά τις κρίσιμες εισαγωγικές εξετάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Συγκεκριμένα, από την έρευνα του ΕΚΚΕ για «το ελληνικό σχολείο στην αυγή του 21ου αιώνα» (υπεύθυνες της 10μελούς ομάδας έργου ήταν οι κ. Λάουρα Μαράτου – Αλιμπράντη, Αφροδίτη Τεπέρογλου και Ιωάννα Τσίγκανου), προκύπτουν τα ακόλουθα:
- Η βαθμοθηρία στα ελληνικά σχολεία αρχίζει από το γυμνάσιο. Είναι, εν μέρει, απόρροια της μαζικής παραγωγής αρίστων στο δημοτικό (το 75% των μαθητών βαθμολογείται με «άριστα», 9 ή 10) που πλέον θέλουν να συνεχίσουν με καλές επιδόσεις στο γυμνάσιο. Βέβαια, στο δημοτικό οι δάσκαλοι είναι πιο ελαστικοί και –μέσω και της βαθμολόγησης– έχουν την πρόθεση να ενθαρρύνουν τους μαθητές. Αντίθετα, στο γυμνάσιο το ποσοστό των αρίστων είναι 10,1% ενώ πολύ καλή βαθμολογία πήρε το 21,8% (όλοι τους βαθμολογήθηκαν από 17 και πάνω με άριστα το 20).
- Οι απαντήσεις των μαθητών γυμνασίου αποκαλύπτουν μια έντονη τάση βαθμοθηρίας, καθώς το 91,9% δήλωσαν ότι θα ήθελαν πάντα να έχουν καλούς βαθμούς. Η τάση αυτή είναι ισχυρότερη στα κορίτσια (94%) σε σχέση με τα αγόρια (90%).
- Στο λύκειο οι άριστοι και οι πολύ καλοί μαθητές αυξάνονται, καθώς μεγαλώνει και η προσπάθεια, αφού στην Γ’ Λυκείου είναι οι κρίσιμες εξετάσεις για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Με βάση τη βαθμολογία τους, σχεδόν οι δύο στους τρεις 64%) είναι πολύ καλοί μαθητές (43%) και άριστοι (21%). Η βαθμοθηρία αυξάνεται ακόμη περισσότερο –σε σχέση με τους μαθητές γυμνασίου– στους μαθητές λυκείου, εκ των οποίων το 92,9% δήλωσαν ότι θα ήθελαν να παίρνουν πάντα μεγάλους βαθμούς (91,2% για τα αγόρια, 94,5% για τα κορίτσια).

Λάθος εικόνα
- Ομως, τόσο οι μαθητές όσο και οι εκπαιδευτικοί και των δύο πρώτων βαθμίδων θεωρούν ότι το ισχύον σύστημα αξιολόγησης δεν αντανακλά την πραγματική εικόνα του μαθητή. Είναι εντυπωσιακό πόσο ξεκάθαρη εικόνα έχουν τα περισσότερα ενδεκάχρονα και δωδεκάχρονα παιδιά των δημοτικών σχολείων που συμμετείχαν στην έρευνα, τα οποία, με ρεαλισμό και ειλικρίνεια απάντησαν ότι από το 75% που βαθμολογήθηκαν με άριστα, μόνο το 41,9% θα παραμείνουν άριστοι.
- Το 60,6% των δασκάλων και καθηγητών που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι το ισχύον σύστημα αξιολόγησης και βαθμολογίας είναι αναξιόπιστο. Ο ένας στους δύο εκπαιδευτικούς (49,2%) πιστεύει ότι το σύστημα δεν ενισχύει την αυτοεκτίμηση του μαθητή, ενώ οι θετικές εκτιμήσεις περιορίζονται στο 33,7%.
- Ταυτόχρονα, το 59,3% των δασκάλων και καθηγητών (56% στους άνδρες και οι 62,2% στις γυναίκες) δηλώνουν ότι το σύστημα βαθμολόγησης «καλλιεργεί την ψύχωση του καλού βαθμού». Οι επτά στους δέκα εκπαιδευτικούς πιστεύουν ότι η ψύχωση του καλού βαθμού εντοπίζεται στους γονείς και καλλιεργείται στους μαθητές από το σπίτι.
- Ενας στους δύο εκπαιδευτικούς (56,3%) θεωρούν ότι το σύστημα βαθμολόγησης ενισχύει τον ανταγωνισμό στο σχολείο μεταξύ των μαθητών με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι πιέσεις στους μαθητές. Μάλιστα, το 48,3% των εκπαιδευτικών δήλωσαν ότι το άγχος για τον καλό βαθμό δημιουργεί στους μαθητές και άλλου τύπου –πλην της βαθμοθηρίας– ακραίες καταστάσεις, όπως διάφορες φοβίες.
- Μάλιστα, ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται το ότι το 38,9% των εκπαιδευτικών πιστεύουν πως το σύστημα αξιολόγησης και βαθμολογίας δημιουργεί στιγματισμούς και διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους μαθητές. Πάντως, με 44,7% υπερτερεί μεταξύ των καθηγητών η αντίθετη απόψη.

Διαχωρισμός στην τάξη
- Ομως, τα ίδια τα παιδιά πιστεύουν ότι γίνεται διαχωρισμός καλών και κακών μαθητών μέσα στην τάξη. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το 62,4% των μαθητών γυμνασίου δήλωσαν πως ο καθηγητής συμπεριφέρεται καλύτερα στους «καλούς» μαθητές, ενώ μόλις το 36,3% παραδέχτηκε ότι ο καθηγητής συμπεριφέρεται το ίδιο σε όλους.
Βέβαια, καθώς το ελληνικό σχολείο αποτελεί το πρώτο χώρο κοινωνικοποίησης για τα παιδιά, η πίεση, το άγχος αλλά και οι ψυχαναγκασμοί για την καλή βαθμολογία σαφώς επηρεάζουν το χτίσιμο της προσωπικότητας του παιδιού που πλέον μαθαίνει να λειτουργεί όχι με γνώμονα το δικό του ένστικτο και τις επιθυμίες του, αλλά με γνώμονα τις «επιταγές» και τις κρίσεις των μεγάλων.

Πορτρέτο του «καλού» και του «κακού» μαθητή
Ο «καλός» μαθητής. Είναι συνεπής, παρακολουθεί τα μαθήματά του, είναι έξυπνος, έχει αίσθηση του καθήκοντος. Αυτά τα χαρακτηριστικά αποδίδουν οι εκπαιδευτικοί στον «καλό μαθητή». Κατά τους εκπαιδευτικούς κυρίαρχο κριτήριο είναι το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή στο μάθημα (90,5%), και κατά δεύτερο λόγο η προσπάθεια του μαθητή να βελτιώνεται (82,1%). Επίσης αξιολογούν πόσο έξυπνος είναι ένας μαθητής (48,8%), πόσο έχει την αίσθηση εκπλήρωσης του καθήκοντος (36,1%) και πόσο συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους (9,8%).
Ο «κακός» μαθητής. Είναι αδιάφορος. Αυτό φτάνει για έναν εκπαιδευτικό ώστε να χαρακτηρίσει έναν μαθητή «κακό». Το 93,8% έχουν κυρίαρχο κριτήριο για την αξιολόγηση του μαθητή το εάν είναι ή όχι αδιάφορος στα μαθήματα. Ακολουθούν η στασιμότητα εξέλιξης (53,5%), η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του (48,5%), και η κακή προσαρμογή (39,2%). Στην τελευταία θέση το κριτήριο της εξυπνάδας (26%).

Οι λόγοι της αποτυχίας των παιδιών στο σχολείο
Τα παιδιά δυσκολεύονται να κατανοήσουν την ύλη, ενώ είναι αμελή και δεν συγκεντρώνονται στα μαθήματά τους. Αυτοί είναι για τους εκπαιδευτικούς οι δύο βασικοί λόγοι της σχολικής αποτυχίας των μαθητών. Ειδικότερα, με βάση τις απαντήσεις τους στην έρευνα του ΕΚΚΕ, το 78,7% των εκπαιδευτικών κρίνει ότι είναι πολύ βασικός λόγος αποτυχίας το γεγονός ότι οι μαθητές δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη διδακτέα ύλη (βέβαια, δεν διευκρινίζεται εάν είναι θέμα δυσκολίας της ύλης ή κενών των μαθητών). Το 77,9% των εκπαιδευτικών θεωρούν ότι τα παιδιά αποτυγχάνουν διότι δεν ενδιαφέρονται. Αυτό συνδυάζεται και με το γεγονός ότι το 72,7% των εκπαιδευτικών πιστεύουν ότι οι μαθητές δεν είναι συγκεντρωμένοι στην τάξη, γι’ αυτό και αποτυγχάνουν.
Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό –69,3%– όσων εκπαιδευτικών πιστεύουν ότι οι μαθητές αποτυγχάνουν διότι έχουν λιγότερες ικανότητες από αυτές που απαιτούνται, ενώ το 59,8% θεωρεί ότι η κοινωνική προέλευση (επάγγελμα γονέων, κοινωνικο-οικονομικό στάτους) είναι στοιχείο καθοριστικό για την πορεία του μαθητή.
Τέλος, ο ένας στους δύο εκπαιδευτικούς (ποσοστό 49,8%) θεωρεί ότι οι μαθητές αποτυγχάνουν διότι δεν τους βοηθούν οι γονείς τους, δηλαδή οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι μαθητές δεν έχουν την απαραίτητη –ψυχολογική κυρίως και όχι τόσο για φροντιστήρια κ.λπ.– οικογενειακή στήριξη.

Το 76,6 των μαθητών απουσιάζουν σπανίως
Είτε είναι άρρωστοι είτε αργούν να ξυπνήσουν, ένα είναι το βασικό: βρίσκουν ευκαιρία για να
 Κυνηγώντας το άριστα από τις γυμνασιακές τάξεις χάνουν το παιχνίδι της πραγματικής μάθησης, σύμφωνα με έρευνα του ΕΚΚΕ
Το κυνήγι του καλού βαθμού στιγματίζει την προσπάθεια των Ελλήνων μαθητών. Από το δημοτικό έως και το λύκειο οι μαθητές έχουν συνδέσει την πρόοδό τους με τον καλό βαθμό και αυτό καταλήγει να αποτελεί αυτοσκοπό, στερώντας τους τη διάθεση να μάθουν, να χαρούν την εκπαιδευτική διαδικασία, να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Αποτέλεσμα της στάσης αυτής είναι η παπαγαλία, το άγχος, η πίεση αλλά τα έξοδα των γονιών, που πολλές φορές επιθυμούν μέσα από την πρόοδο των παιδιών τους να… δικαιώσουν τα δικά τους όνειρα. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι και οι γονείς πιέζουν τα παιδιά για όλο και καλύτερους βαθμούς.
Ειδικότερα, όπως δείχνει έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), οι εννέα στους δέκα μαθητές γυμνασίου (91,9% το ακριβές ποσοστό) δηλώνουν ότι τους ενδιαφέρει πολύ ο βαθμός στα μαθήματα και ότι θα ήθελαν να παίρνουν πάντα καλούς βαθμούς. Και το ποσοστό αυτό αυξάνεται στους μαθητές λυκείου.

Οι γονείς πιέζουν
Από την άλλη, το 97% των μαθητών των δημοτικών σχολείων είναι πεπεισμένοι ότι «οι γονείς τους θέλουν να έχουν καλούς βαθμούς», το 41% των μαθητών των γυμνασίων ανέφεραν ότι οι γονείς τους ελέγχουν προκειμένου να είναι σίγουροι ότι διάβασαν τα μαθήματά τους, ενώ το 34,4% των μαθητών του Λυκείου δήλωσαν ότι οι γονείς τους τούς «πιέζουν» για να έχουν υψηλούς βαθμούς και τους ενδιαφέρει πολύ ο βαθμός… Από την πλευρά τους, οι έξι στους δέκα εκπαιδευτικούς (59,3%) δηλώνουν ότι το ισχύον σύστημα «καλλιεργεί την ψύχωση του καλού βαθμού». Αυτό οδηγεί εν μέρει και στην παραγωγή αρίστων και πολύ καλών μαθητών, που όμως δεν επιβεβαιώνουν τις επιδόσεις τους κατά τις κρίσιμες εισαγωγικές εξετάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Συγκεκριμένα, από την έρευνα του ΕΚΚΕ για «το ελληνικό σχολείο στην αυγή του 21ου αιώνα» (υπεύθυνες της 10μελούς ομάδας έργου ήταν οι κ. Λάουρα Μαράτου – Αλιμπράντη, Αφροδίτη Τεπέρογλου και Ιωάννα Τσίγκανου), προκύπτουν τα ακόλουθα:
- Η βαθμοθηρία στα ελληνικά σχολεία αρχίζει από το γυμνάσιο. Είναι, εν μέρει, απόρροια της μαζικής παραγωγής αρίστων στο δημοτικό (το 75% των μαθητών βαθμολογείται με «άριστα», 9 ή 10) που πλέον θέλουν να συνεχίσουν με καλές επιδόσεις στο γυμνάσιο. Βέβαια, στο δημοτικό οι δάσκαλοι είναι πιο ελαστικοί και –μέσω και της βαθμολόγησης– έχουν την πρόθεση να ενθαρρύνουν τους μαθητές. Αντίθετα, στο γυμνάσιο το ποσοστό των αρίστων είναι 10,1% ενώ πολύ καλή βαθμολογία πήρε το 21,8% (όλοι τους βαθμολογήθηκαν από 17 και πάνω με άριστα το 20).
- Οι απαντήσεις των μαθητών γυμνασίου αποκαλύπτουν μια έντονη τάση βαθμοθηρίας, καθώς το 91,9% δήλωσαν ότι θα ήθελαν πάντα να έχουν καλούς βαθμούς. Η τάση αυτή είναι ισχυρότερη στα κορίτσια (94%) σε σχέση με τα αγόρια (90%).
- Στο λύκειο οι άριστοι και οι πολύ καλοί μαθητές αυξάνονται, καθώς μεγαλώνει και η προσπάθεια, αφού στην Γ’ Λυκείου είναι οι κρίσιμες εξετάσεις για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Με βάση τη βαθμολογία τους, σχεδόν οι δύο στους τρεις 64%) είναι πολύ καλοί μαθητές (43%) και άριστοι (21%). Η βαθμοθηρία αυξάνεται ακόμη περισσότερο –σε σχέση με τους μαθητές γυμνασίου– στους μαθητές λυκείου, εκ των οποίων το 92,9% δήλωσαν ότι θα ήθελαν να παίρνουν πάντα μεγάλους βαθμούς (91,2% για τα αγόρια, 94,5% για τα κορίτσια).

Λάθος εικόνα
- Ομως, τόσο οι μαθητές όσο και οι εκπαιδευτικοί και των δύο πρώτων βαθμίδων θεωρούν ότι το ισχύον σύστημα αξιολόγησης δεν αντανακλά την πραγματική εικόνα του μαθητή. Είναι εντυπωσιακό πόσο ξεκάθαρη εικόνα έχουν τα περισσότερα ενδεκάχρονα και δωδεκάχρονα παιδιά των δημοτικών σχολείων που συμμετείχαν στην έρευνα, τα οποία, με ρεαλισμό και ειλικρίνεια απάντησαν ότι από το 75% που βαθμολογήθηκαν με άριστα, μόνο το 41,9% θα παραμείνουν άριστοι.
- Το 60,6% των δασκάλων και καθηγητών που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι το ισχύον σύστημα αξιολόγησης και βαθμολογίας είναι αναξιόπιστο. Ο ένας στους δύο εκπαιδευτικούς (49,2%) πιστεύει ότι το σύστημα δεν ενισχύει την αυτοεκτίμηση του μαθητή, ενώ οι θετικές εκτιμήσεις περιορίζονται στο 33,7%.
- Ταυτόχρονα, το 59,3% των δασκάλων και καθηγητών (56% στους άνδρες και οι 62,2% στις γυναίκες) δηλώνουν ότι το σύστημα βαθμολόγησης «καλλιεργεί την ψύχωση του καλού βαθμού». Οι επτά στους δέκα εκπαιδευτικούς πιστεύουν ότι η ψύχωση του καλού βαθμού εντοπίζεται στους γονείς και καλλιεργείται στους μαθητές από το σπίτι.
- Ενας στους δύο εκπαιδευτικούς (56,3%) θεωρούν ότι το σύστημα βαθμολόγησης ενισχύει τον ανταγωνισμό στο σχολείο μεταξύ των μαθητών με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι πιέσεις στους μαθητές. Μάλιστα, το 48,3% των εκπαιδευτικών δήλωσαν ότι το άγχος για τον καλό βαθμό δημιουργεί στους μαθητές και άλλου τύπου –πλην της βαθμοθηρίας– ακραίες καταστάσεις, όπως διάφορες φοβίες.
- Μάλιστα, ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται το ότι το 38,9% των εκπαιδευτικών πιστεύουν πως το σύστημα αξιολόγησης και βαθμολογίας δημιουργεί στιγματισμούς και διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους μαθητές. Πάντως, με 44,7% υπερτερεί μεταξύ των καθηγητών η αντίθετη απόψη.

Διαχωρισμός στην τάξη
- Ομως, τα ίδια τα παιδιά πιστεύουν ότι γίνεται διαχωρισμός καλών και κακών μαθητών μέσα στην τάξη. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το 62,4% των μαθητών γυμνασίου δήλωσαν πως ο καθηγητής συμπεριφέρεται καλύτερα στους «καλούς» μαθητές, ενώ μόλις το 36,3% παραδέχτηκε ότι ο καθηγητής συμπεριφέρεται το ίδιο σε όλους.
Βέβαια, καθώς το ελληνικό σχολείο αποτελεί το πρώτο χώρο κοινωνικοποίησης για τα παιδιά, η πίεση, το άγχος αλλά και οι ψυχαναγκασμοί για την καλή βαθμολογία σαφώς επηρεάζουν το χτίσιμο της προσωπικότητας του παιδιού που πλέον μαθαίνει να λειτουργεί όχι με γνώμονα το δικό του ένστικτο και τις επιθυμίες του, αλλά με γνώμονα τις «επιταγές» και τις κρίσεις των μεγάλων.

Πορτρέτο του «καλού» και του «κακού» μαθητή
Ο «καλός» μαθητής. Είναι συνεπής, παρακολουθεί τα μαθήματά του, είναι έξυπνος, έχει αίσθηση του καθήκοντος. Αυτά τα χαρακτηριστικά αποδίδουν οι εκπαιδευτικοί στον «καλό μαθητή». Κατά τους εκπαιδευτικούς κυρίαρχο κριτήριο είναι το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή στο μάθημα (90,5%), και κατά δεύτερο λόγο η προσπάθεια του μαθητή να βελτιώνεται (82,1%). Επίσης αξιολογούν πόσο έξυπνος είναι ένας μαθητής (48,8%), πόσο έχει την αίσθηση εκπλήρωσης του καθήκοντος (36,1%) και πόσο συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους (9,8%).
Ο «κακός» μαθητής. Είναι αδιάφορος. Αυτό φτάνει για έναν εκπαιδευτικό ώστε να χαρακτηρίσει έναν μαθητή «κακό». Το 93,8% έχουν κυρίαρχο κριτήριο για την αξιολόγηση του μαθητή το εάν είναι ή όχι αδιάφορος στα μαθήματα. Ακολουθούν η στασιμότητα εξέλιξης (53,5%), η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του (48,5%), και η κακή προσαρμογή (39,2%). Στην τελευταία θέση το κριτήριο της εξυπνάδας (26%).

Οι λόγοι της αποτυχίας των παιδιών στο σχολείο
Τα παιδιά δυσκολεύονται να κατανοήσουν την ύλη, ενώ είναι αμελή και δεν συγκεντρώνονται στα μαθήματά τους. Αυτοί είναι για τους εκπαιδευτικούς οι δύο βασικοί λόγοι της σχολικής αποτυχίας των μαθητών. Ειδικότερα, με βάση τις απαντήσεις τους στην έρευνα του ΕΚΚΕ, το 78,7% των εκπαιδευτικών κρίνει ότι είναι πολύ βασικός λόγος αποτυχίας το γεγονός ότι οι μαθητές δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη διδακτέα ύλη (βέβαια, δεν διευκρινίζεται εάν είναι θέμα δυσκολίας της ύλης ή κενών των μαθητών). Το 77,9% των εκπαιδευτικών θεωρούν ότι τα παιδιά αποτυγχάνουν διότι δεν ενδιαφέρονται. Αυτό συνδυάζεται και με το γεγονός ότι το 72,7% των εκπαιδευτικών πιστεύουν ότι οι μαθητές δεν είναι συγκεντρωμένοι στην τάξη, γι’ αυτό και αποτυγχάνουν.
Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό –69,3%– όσων εκπαιδευτικών πιστεύουν ότι οι μαθητές αποτυγχάνουν διότι έχουν λιγότερες ικανότητες από αυτές που απαιτούνται, ενώ το 59,8% θεωρεί ότι η κοινωνική προέλευση (επάγγελμα γονέων, κοινωνικο-οικονομικό στάτους) είναι στοιχείο καθοριστικό για την πορεία του μαθητή.
Τέλος, ο ένας στους δύο εκπαιδευτικούς (ποσοστό 49,8%) θεωρεί ότι οι μαθητές αποτυγχάνουν διότι δεν τους βοηθούν οι γονείς τους, δηλαδή οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι μαθητές δεν έχουν την απαραίτητη –ψυχολογική κυρίως και όχι τόσο για φροντιστήρια κ.λπ.– οικογενειακή στήριξη.

Το 76,6 των μαθητών απουσιάζουν σπανίως
Είτε είναι άρρωστοι είτε αργούν να ξυπνήσουν, ένα είναι το βασικό: βρίσκουν ευκαιρία για να απουσιάσουν από το σχολείο. Σύμφωνα με τις απαντήσεις των μαθητών γυμνασίου και λυκείου στην έρευνα του ΕΚΚΕ, το 76,6% απουσιάζει σπάνια από το σχολείο, το 19,1% μερικές φορές, το 2% συχνά και το 1,9% πολύ συχνά.
Το 87% των μαθητών ανέφεραν ότι η ασθένεια είναι ο πιο συνήθης και βασικός λόγος για να απουσιάσουν από το σχολείο.
Κατά δεύτερο λόγο, απουσιάζουν γιατί αργούν να ξυπνήσουν (και άρα βρίσκουν μια δικαιολογία γ
 Κυνηγώντας το άριστα από τις γυμνασιακές τάξεις χάνουν το παιχνίδι της πραγματικής μάθησης, σύμφωνα με έρευνα του ΕΚΚΕ
Το κυνήγι του καλού βαθμού στιγματίζει την προσπάθεια των Ελλήνων μαθητών. Από το δημοτικό έως και το λύκειο οι μαθητές έχουν συνδέσει την πρόοδό τους με τον καλό βαθμό και αυτό καταλήγει να αποτελεί αυτοσκοπό, στερώντας τους τη διάθεση να μάθουν, να χαρούν την εκπαιδευτική διαδικασία, να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Αποτέλεσμα της στάσης αυτής είναι η παπαγαλία, το άγχος, η πίεση αλλά τα έξοδα των γονιών, που πολλές φορές επιθυμούν μέσα από την πρόοδο των παιδιών τους να… δικαιώσουν τα δικά τους όνειρα. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι και οι γονείς πιέζουν τα παιδιά για όλο και καλύτερους βαθμούς.
Ειδικότερα, όπως δείχνει έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), οι εννέα στους δέκα μαθητές γυμνασίου (91,9% το ακριβές ποσοστό) δηλώνουν ότι τους ενδιαφέρει πολύ ο βαθμός στα μαθήματα και ότι θα ήθελαν να παίρνουν πάντα καλούς βαθμούς. Και το ποσοστό αυτό αυξάνεται στους μαθητές λυκείου.

Οι γονείς πιέζουν
Από την άλλη, το 97% των μαθητών των δημοτικών σχολείων είναι πεπεισμένοι ότι «οι γονείς τους θέλουν να έχουν καλούς βαθμούς», το 41% των μαθητών των γυμνασίων ανέφεραν ότι οι γονείς τους ελέγχουν προκειμένου να είναι σίγουροι ότι διάβασαν τα μαθήματά τους, ενώ το 34,4% των μαθητών του Λυκείου δήλωσαν ότι οι γονείς τους τούς «πιέζουν» για να έχουν υψηλούς βαθμούς και τους ενδιαφέρει πολύ ο βαθμός… Από την πλευρά τους, οι έξι στους δέκα εκπαιδευτικούς (59,3%) δηλώνουν ότι το ισχύον σύστημα «καλλιεργεί την ψύχωση του καλού βαθμού». Αυτό οδηγεί εν μέρει και στην παραγωγή αρίστων και πολύ καλών μαθητών, που όμως δεν επιβεβαιώνουν τις επιδόσεις τους κατά τις κρίσιμες εισαγωγικές εξετάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Συγκεκριμένα, από την έρευνα του ΕΚΚΕ για «το ελληνικό σχολείο στην αυγή του 21ου αιώνα» (υπεύθυνες της 10μελούς ομάδας έργου ήταν οι κ. Λάουρα Μαράτου – Αλιμπράντη, Αφροδίτη Τεπέρογλου και Ιωάννα Τσίγκανου), προκύπτουν τα ακόλουθα:
- Η βαθμοθηρία στα ελληνικά σχολεία αρχίζει από το γυμνάσιο. Είναι, εν μέρει, απόρροια της μαζικής παραγωγής αρίστων στο δημοτικό (το 75% των μαθητών βαθμολογείται με «άριστα», 9 ή 10) που πλέον θέλουν να συνεχίσουν με καλές επιδόσεις στο γυμνάσιο. Βέβαια, στο δημοτικό οι δάσκαλοι είναι πιο ελαστικοί και –μέσω και της βαθμολόγησης– έχουν την πρόθεση να ενθαρρύνουν τους μαθητές. Αντίθετα, στο γυμνάσιο το ποσοστό των αρίστων είναι 10,1% ενώ πολύ καλή βαθμολογία πήρε το 21,8% (όλοι τους βαθμολογήθηκαν από 17 και πάνω με άριστα το 20).
- Οι απαντήσεις των μαθητών γυμνασίου αποκαλύπτουν μια έντονη τάση βαθμοθηρίας, καθώς το 91,9% δήλωσαν ότι θα ήθελαν πάντα να έχουν καλούς βαθμούς. Η τάση αυτή είναι ισχυρότερη στα κορίτσια (94%) σε σχέση με τα αγόρια (90%).
- Στο λύκειο οι άριστοι και οι πολύ καλοί μαθητές αυξάνονται, καθώς μεγαλώνει και η προσπάθεια, αφού στην Γ’ Λυκείου είναι οι κρίσιμες εξετάσεις για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Με βάση τη βαθμολογία τους, σχεδόν οι δύο στους τρεις 64%) είναι πολύ καλοί μαθητές (43%) και άριστοι (21%). Η βαθμοθηρία αυξάνεται ακόμη περισσότερο –σε σχέση με τους μαθητές γυμνασίου– στους μαθητές λυκείου, εκ των οποίων το 92,9% δήλωσαν ότι θα ήθελαν να παίρνουν πάντα μεγάλους βαθμούς (91,2% για τα αγόρια, 94,5% για τα κορίτσια).

Λάθος εικόνα
- Ομως, τόσο οι μαθητές όσο και οι εκπαιδευτικοί και των δύο πρώτων βαθμίδων θεωρούν ότι το ισχύον σύστημα αξιολόγησης δεν αντανακλά την πραγματική εικόνα του μαθητή. Είναι εντυπωσιακό πόσο ξεκάθαρη εικόνα έχουν τα περισσότερα ενδεκάχρονα και δωδεκάχρονα παιδιά των δημοτικών σχολείων που συμμετείχαν στην έρευνα, τα οποία, με ρεαλισμό και ειλικρίνεια απάντησαν ότι από το 75% που βαθμολογήθηκαν με άριστα, μόνο το 41,9% θα παραμείνουν άριστοι.
- Το 60,6% των δασκάλων και καθηγητών που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι το ισχύον σύστημα αξιολόγησης και βαθμολογίας είναι αναξιόπιστο. Ο ένας στους δύο εκπαιδευτικούς (49,2%) πιστεύει ότι το σύστημα δεν ενισχύει την αυτοεκτίμηση του μαθητή, ενώ οι θετικές εκτιμήσεις περιορίζονται στο 33,7%.
- Ταυτόχρονα, το 59,3% των δασκάλων και καθηγητών (56% στους άνδρες και οι 62,2% στις γυναίκες) δηλώνουν ότι το σύστημα βαθμολόγησης «καλλιεργεί την ψύχωση του καλού βαθμού». Οι επτά στους δέκα εκπαιδευτικούς πιστεύουν ότι η ψύχωση του καλού βαθμού εντοπίζεται στους γονείς και καλλιεργείται στους μαθητές από το σπίτι.
- Ενας στους δύο εκπαιδευτικούς (56,3%) θεωρούν ότι το σύστημα βαθμολόγησης ενισχύει τον ανταγωνισμό στο σχολείο μεταξύ των μαθητών με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι πιέσεις στους μαθητές. Μάλιστα, το 48,3% των εκπαιδευτικών δήλωσαν ότι το άγχος για τον καλό βαθμό δημιουργεί στους μαθητές και άλλου τύπου –πλην της βαθμοθηρίας– ακραίες καταστάσεις, όπως διάφορες φοβίες.
- Μάλιστα, ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται το ότι το 38,9% των εκπαιδευτικών πιστεύουν πως το σύστημα αξιολόγησης και βαθμολογίας δημιουργεί στιγματισμούς και διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους μαθητές. Πάντως, με 44,7% υπερτερεί μεταξύ των καθηγητών η αντίθετη απόψη.

Διαχωρισμός στην τάξη
- Ομως, τα ίδια τα παιδιά πιστεύουν ότι γίνεται διαχωρισμός καλών και κακών μαθητών μέσα στην τάξη. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το 62,4% των μαθητών γυμνασίου δήλωσαν πως ο καθηγητής συμπεριφέρεται καλύτερα στους «καλούς» μαθητές, ενώ μόλις το 36,3% παραδέχτηκε ότι ο καθηγητής συμπεριφέρεται το ίδιο σε όλους.
Βέβαια, καθώς το ελληνικό σχολείο αποτελεί το πρώτο χώρο κοινωνικοποίησης για τα παιδιά, η πίεση, το άγχος αλλά και οι ψυχαναγκασμοί για την
 Κυνηγώντας το άριστα από τις γυμνασιακές τάξεις χάνουν το παιχνίδι της πραγματικής μάθησης, σύμφωνα με έρευνα του ΕΚΚΕ
Το κυνήγι του καλού βαθμού στιγματίζει την προσπάθεια των Ελλήνων μαθητών. Από το δημοτικό έως και το λύκειο οι μαθητές έχουν συνδέσει την πρόοδό τους με τον καλό βαθμό και αυτό καταλήγει να αποτελεί αυτοσκοπό, στερώντας τους τη διάθεση να μάθουν, να χαρούν την εκπαιδευτική διαδικασία, να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Αποτέλεσμα της στάσης αυτής είναι η παπαγαλία, το άγχος, η πίεση αλλά τα έξοδα των γονιών, που πολλές φορές επιθυμούν μέσα από την πρόοδο των παιδιών τους να… δικαιώσουν τα δικά τους όνειρα. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι και οι γονείς πιέζουν τα παιδιά για όλο και καλύτερους βαθμούς.
Ειδικότερα, όπως δείχνει έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), οι εννέα στους δέκα μαθητές γυμνασίου (91,9% το ακριβές ποσοστό) δηλώνουν ότι τους ενδιαφέρει πολύ ο βαθμός στα μαθήματα και ότι θα ήθελαν να παίρνουν πάντα καλούς βαθμούς. Και το ποσοστό αυτό αυξάνεται στους μαθητές λυκείου.

Οι γονείς πιέζουν
Από την άλλη, το 97% των μαθητών των δημοτικών σχολείων είναι πεπεισμένοι ότι «οι γονείς τους θέλουν να έχουν καλούς βαθμούς», το 41% των μαθητών των γυμνασίων ανέφεραν ότι οι γονείς τους ελέγχουν προκειμένου να είναι σίγουροι ότι διάβασαν τα μαθήματά τους, ενώ το 34,4% των μαθητών του Λυκείου δήλωσαν ότι οι γονείς τους τούς «πιέζουν» για να έχουν υψηλούς βαθμούς και τους ενδιαφέρει πολύ ο βαθμός… Από την πλευρά τους, οι έξι στους δέκα εκπαιδευτικούς (59,3%) δηλώνουν ότι το ισχύον σύστημα «καλλιεργεί την ψύχωση του καλού βαθμού». Αυτό οδηγεί εν μέρει και στην παραγωγή αρίστων και πολύ καλών μαθητών, που όμως δεν επιβεβαιώνουν τις επιδόσεις τους κατά τις κρίσιμες εισαγωγικές εξετάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Συγκεκριμένα, από την έρευνα του ΕΚΚΕ για «το ελληνικό σχολείο στην αυγή του 21ου αιώνα» (υπεύθυνες της 10μελούς ομάδας έργου ήταν οι κ. Λάουρα Μαράτου – Αλιμπράντη, Αφροδίτη Τεπέρογλου και Ιωάννα Τσίγκανου), προκύπτουν τα ακόλουθα:
- Η βαθμοθηρία στα ελληνικά σχολεία αρχίζει από το γυμνάσιο. Είναι, εν μέρει, απόρροια της μαζικής παραγωγής αρίστων στο δημοτικό (το 75% των μαθητών βαθμολογείται με «άριστα», 9 ή 10) που πλέον θέλουν να συνεχίσουν με καλές επιδόσεις στο γυμνάσιο. Βέβαια, στο δημοτικό οι δάσκαλοι είναι πιο ελαστικοί και –μέσω και της βαθμολόγησης– έχουν την πρόθεση να ενθαρρύνουν τους μαθητές. Αντίθετα, στο γυμνάσιο το ποσοστό των αρίστων είναι 10,1% ενώ πολύ καλή βαθμολογία πήρε το 21,8% (όλοι τους βαθμολογήθηκαν από 17 και πάνω με άριστα το 20).
- Οι απαντήσεις των μαθητών γυμνασίου αποκαλύπτουν μια έντονη τάση βαθμοθηρίας, καθώς το 91,9% δήλωσαν ότι θα ήθελαν πάντα να έχουν καλούς βαθμούς. Η τάση αυτή είναι ισχυρότερη στα κορίτσια (94%) σε σχέση με τα αγόρια (90%).
- Στο λύκειο οι άριστοι και οι πολύ καλοί μαθητές αυξάνονται, καθώς μεγαλώνει και η προσπάθεια, αφού στην Γ’ Λυκείου είναι οι κρίσιμες εξετάσεις για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Με βάση τη βαθμολογία τους, σχεδόν οι δύο στους τρεις 64%) είναι πολύ καλοί μαθητές (43%) και άριστοι (21%). Η βαθμοθηρία αυξάνεται ακόμη περισσότερο –σε σχέση με τους μαθητές γυμνασίου– στους μαθητές λυκείου, εκ των οποίων το 92,9% δήλωσαν ότι θα ήθελαν να παίρνουν πάντα μεγάλους βαθμούς (91,2% για τα αγόρια, 94,5% για τα κορίτσια).

Λάθος εικόνα
- Ομως, τόσο οι μαθητές όσο και οι εκπαιδευτικοί και των δύο πρώτων βαθμίδων θεωρούν ότι το ισχύον σύστημα αξιολόγησης δεν αντανακλά την πραγματική εικόνα του μαθητή. Είναι εντυπωσιακό πόσο ξεκάθαρη εικόνα έχουν τα περισσότερα ενδεκάχρονα και δωδεκάχρονα παιδιά των δημοτικών σχολείων που συμμετείχαν στην έρευνα, τα οποία, με ρεαλισμό και ειλικρίνεια απάντησαν ότι από το 75% που βαθμολογήθηκαν με άριστα, μόνο το 41,9% θα παραμείνουν άριστοι.
- Το 60,6% των δασκάλων και καθηγητών που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι το ισχύον σύστημα αξιολόγησης και βαθμολογίας είναι αναξιόπιστο. Ο ένας στους δύο εκπαιδευτικούς (49,2%) πιστεύει ότι το σύστημα δεν ενισχύει την αυτοεκτίμηση του μαθητή, ενώ οι θετικές εκτιμήσεις περιορίζονται στο 33,7%.
- Ταυτόχρονα, το 59,3% των δασκάλων και καθηγητών (56% στους άνδρες και οι 62,2% στις γυναίκες) δηλώνουν ότι το σύστημα βαθμολόγησης «καλλιεργεί την ψύχωση του καλού βαθμού». Οι επτά στους δέκα εκπαιδευτικούς πιστεύουν ότι η ψύχωση του καλού βαθμού εντοπίζεται στους γονείς και καλλιεργείται στους μαθητές από το σπίτι.
- Ενας στους δύο εκπαιδευτικούς (56,3%) θεωρούν ότι το σύστημα βαθμολόγησης ενισχύει τον ανταγωνισμό στο σχολείο μεταξύ των μαθητών με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι πιέσεις στους μαθητές. Μάλιστα, το 48,3% των εκπαιδευτικών δήλωσαν ότι το άγχος για τον καλό βαθμό δημιουργεί στους μαθητές και άλλου τύπου –πλην της βαθμοθηρίας– ακραίες καταστάσεις, όπως διάφορες φοβίες.
- Μάλιστα, ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται το ότι το 38,9% των εκπαιδευτικών πιστεύουν πως το σύστημα αξιολόγησης και βαθμολογίας δημιουργεί στιγματισμούς και διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους μαθητές. Πάντως, με 44,7% υπερτερεί μεταξύ των καθηγητών η αντίθετη απόψη.

Διαχωρισμός στην τάξη
- Ομως, τα ίδια τα παιδιά πιστεύουν ότι γίνεται διαχωρισμός καλών και κακών μαθητών μέσα στην τάξη. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το 62,4% των μαθητών γυμνασίου δήλωσαν πως ο καθηγητής συμπεριφέρεται καλύτερα στους «καλούς» μαθητές, ενώ μόλις το 36,3% παραδέχτηκε ότι ο καθηγητής συμπεριφέρεται το ίδιο σε όλους.
Βέβαια, καθώς το ελληνικό σχολείο αποτελεί το πρώτο χώρο κοινωνικοποίησης για τα παιδιά, η πίεση, το άγχος αλλά και οι ψυχαναγκασμοί για την καλή βαθμολογία σαφώς επηρεάζουν το χτίσιμο της προσωπικότητας του παιδιού που πλέον μαθαίνει να λειτουργεί όχι με γνώμονα το δικό του ένστικτο και τις επιθυμίες του, αλλά με γνώμονα τις «επιταγές» και τις κρίσεις των μεγάλων.

Πορτρέτο του «καλού» και του «κακού» μαθητή
Ο «καλός» μαθητής. Είναι συνεπής, παρακολουθεί τα μαθήματά του, είναι έξυπνος, έχει αίσθηση του καθήκοντος. Αυτά τα χαρακτηριστικά αποδίδουν οι εκπαιδευτικοί στον «καλό μαθητή». Κατά τους εκπαιδευτικούς κυρίαρχο κριτήριο είναι το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή στο μάθημα (90,5%), και κατά δεύτερο λόγο η προσπάθεια του μαθητή να βελτιώνεται (82,1%). Επίσης αξιολογούν πόσο έξυπνος είναι ένας μαθητής (48,8%), πόσο έχει την αίσθηση εκπλήρωσης του καθήκοντος (36,1%) και πόσο συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους (9,8%).
Ο «κακός» μαθητής. Είναι αδιάφορος. Αυτό φτάνει για έναν εκπαιδευτικό ώστε να χαρακτηρίσει έναν μαθητή «κακό». Το 93,8% έχουν κυρίαρχο κριτήριο για την αξιολόγηση του μαθητή το εάν είναι ή όχι αδιάφορος στα μαθήματα. Ακολουθούν η στασιμότητα εξέλιξης (53,5%), η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του (48,5%), και η κακή προσαρμογή (39,2%). Στην τελευταία θέση το κριτήριο της εξυπνάδας (26%).

Οι λόγοι της αποτυχίας των παιδιών στο σχολείο
Τα παιδιά δυσκολεύονται να κατανοήσουν την ύλη, ενώ είναι αμελή και δεν συγκεντρώνονται στα μαθήματά τους. Αυτοί είναι για τους εκπαιδευτικούς οι δύο βασικοί λόγοι της σχολικής αποτυχίας των μαθητών. Ειδικότερα, με βάση τις απαντήσεις τους στην έρευνα του ΕΚΚΕ, το 78,7% των εκπαιδευτικών κρίνει ότι είναι πολύ βασικός λόγος αποτυχίας το γεγονός ότι οι μαθητές δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη διδακτέα ύλη (βέβαια, δεν διευκρινίζεται εάν είναι θέμα δυσκολίας της ύλης ή κενών των μαθητών). Το 77,9% των εκπαιδευτικών θεωρούν ότι τα παιδιά αποτυγχάνουν διότι δεν ενδιαφέρονται. Αυτό συνδυάζεται και με το γεγονός ότι το 72,7% των εκπαιδευτικών πιστεύουν ότι οι μαθητές δεν είναι συγκεντρωμένοι στην τάξη, γι’ αυτό και αποτυγχάνουν.
Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό –69,3%– όσων εκπαιδευτικών πιστεύουν ότι οι μαθητές αποτυγχάνουν διότι έχουν λιγότερες ικανότητες από αυτές που απαιτούνται, ενώ το 59,8% θεωρεί ότι η κοινωνική προέλευση (επάγγελμα γονέων, κοινωνικο-οικονομικό στάτους) είναι στοιχείο καθοριστικό για την πορεία του μαθητή.
Τέλος, ο ένας στους δύο εκπαιδευτικούς (ποσοστό 49,8%) θεωρεί ότι οι μαθητές αποτυγχάνουν διότι δεν τους βοηθούν οι γονείς τους, δηλαδή οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι μαθητές δεν έχουν την απαραίτητη –ψυχολογική κυρίως και όχι τόσο για φροντιστήρια κ.λπ.– οικογενειακή στήριξη.

Το 76,6 των μαθητών απουσιάζουν σπανίως
Είτε είναι άρρωστοι είτε αργούν να ξυπνήσουν, ένα είναι το βασικό: βρίσκουν ευκαιρία για να απουσιάσουν από το σχολείο. Σύμφωνα με τις απαντήσεις των μαθητών γυμνασίου και λυκείου στην έρευνα του ΕΚΚΕ, το 76,6% απουσιάζει σπάνια από το σχολείο, το 19,1% μερικές φορές, το 2% συχνά και το 1,9% πολύ συχνά.
Το 87% των μαθητών ανέφεραν ότι η ασθένεια είναι ο πιο συνήθης και βασικός λόγος για να απουσιάσουν από το σχολείο.
Κατά δεύτερο λόγο, απουσιάζουν γιατί αργούν να ξυπνήσουν (και άρα βρίσκουν μια δικαιολογία για… σκασιαρχείο όχι μόνο για την πρώτη ώρα μαθήματος αλλά και για όλη την ημέρα).
Συνολικά 21,5% των μαθητών έδωσε αυτήν την απάντηση, όμως… δυσκολότερα ξυπνούν τα αγόρια (το 25,5% απάντησε σχετικά) έναντι του 17,4% των κοριτσιών.
Το 10,2% των μαθητών δήλωσε ότι ορισμένες φορές απουσιάζουν γιατί δεν έχουν τη διάθεση να πάνε στο σχολείο. Επίσης, το 10,2% τα… φόρτωσε στο λεωφορείο προς το σχολείο. Και αφού δεν το πρόλαβαν αποφάσισαν να μην πάνε σχολείο. Το 4,8% των μαθητών απουσιάζουν κάποιες φορές που δεν έχουν προλάβει να μελετήσουν τα μαθήματά τους, ενώ το 3,1% των μαθητών δήλωσαν ότι απουσίασαν γιατί έπρεπε να βοηθήσουν τους γονείς τους.
Στο δημοτικό οι μαθητές είναι, εύλογα, πολύ πιο επιμελείς. Το 86,1% δηλώνουν ότι απουσιάζουν σπάνια, ενώ μερικές φορές απουσιάζει το 10,5%, πολύ συχνά το 1,7% και συχνά το 0,8%. Οι λόγοι των απουσιών δεν διαφέρουν από εκείνους που επικαλούνται οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου.

Τα τρία μαθήματα «αγκάθια»
Μαθηματικά, Φυσική, Ιστορία είναι τα μεγαλύτερα «αγκάθια» για τα Ελληνόπουλα.
- Στο Δημοτικό, το 28,6% των παιδιών δήλωσε ότι δυσκολεύεται περισσότερο στα Μαθηματικά, κατά δεύτερο λόγο στην Ιστορία (18%), ακολουθεί η Γεωγραφία (9,8%) και η Φυσική (6,6%).
- Η ίδια εικόνα και στο γυμνάσιο. Από τους μεταξεταστέους οι περισσότεροι «μένουν» στα Μαθηματικά (το 28,9% των μαθητών στην Α’ Γυμνασίου και στη Β’ Γυμνασίου το 39,9%). Ακολουθεί η Ιστορία (στην Α’ Γυμνασίου το ποσοστό είναι 20% στην Β’ Γυμνασίου 30,8%). Την τρίτη θέση για την Α’ Γυμνασίου καταλαμβάνουν τα Αρχαία (11,2%) και ακολουθούν οι ξένες γλώσσες (10,8%), ενώ για την Β’ Γυμνασίου η Φυσική (συνολικό ποσοστό 18,6%) και η Χημεία (17,2%).
Οι μαθητές ισχυρίζονται ότι δυσκολίες που έχουν σχετίζονται με το ίδιο το μάθημα, τις απαιτήσεις των εκπαιδευτικών, το σύστημα διδασκαλίας και εξέτασης, τη διδακτέα ύλη ή το βιβλίο, ενώ πολλοί λίγοι αποδίδουν ευθύνες στη δική τους προσπάθεια.
Ενδεικτικά, όπως δηλώνουν οι ίδιοι οι μαθητές, που συμμετείχαν στην έρευνα του ΕΚΚΕ, «είναι δύσκολο μάθημα», «έχει δύσκολες ασκήσεις», «έχω πολλά να διαβάσω», «έχει πολλή δουλειά στο σπίτι», «έχει μεγάλα κείμενα», «δεν καταλαβαίνω το μάθημα», «έχει πολλές πράξεις και προβλήματα», «είναι μπερδεμένα και περίπλοκα», «είναι βαρετό», «είναι κουραστικό», «δεν μας τα εξηγούν καλά», «δυσκολεύομαι να αποστηθίσω», καθώς και «βαριέμαι όταν διαβάζω».
καλή βαθμολογία σαφώς επηρεάζουν το χτίσιμο της προσωπικότητας του παιδιού που πλέον μαθαίνει να λειτουργεί όχι με γνώμονα το δικό του ένστικτο και τις επιθυμίες του, αλλά με γνώμονα τις «επιταγές» και τις κρίσεις των μεγάλων.

Πορτρέτο του «καλού» και του «κακού» μαθητή
Ο «καλός» μαθητής. Είναι συνεπής, παρακολουθεί τα μαθήματά του, είναι έξυπνος, έχει αίσθηση του καθήκοντος. Αυτά τα χαρακτηριστικά αποδίδουν οι εκπαιδευτικοί στον «καλό μαθητή». Κατά τους εκπαιδευτικούς κυρίαρχο κριτήριο είναι το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή στο μάθημα (90,5%), και κατά δεύτερο λόγο η προσπάθεια του μαθητή να βελτιώνεται (82,1%). Επίσης αξιολογούν πόσο έξυπνος είναι ένας μαθητής (48,8%), πόσο έχει την αίσθηση εκπλήρωσης του καθήκοντος (36,1%) και πόσο συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους (9,8%).
Ο «κακός» μαθητής. Είναι αδιάφορος. Αυτό φτάνει για έναν εκπαιδευτικό ώστε να χαρακτηρίσει έναν μαθητή «κακό». Το 93,8% έχουν κυρίαρχο κριτήριο για την αξιολόγηση του μαθητή το εάν είναι ή όχι αδιάφορος στα μαθήματα. Ακολουθούν η στασιμότητα εξέλιξης (53,5%), η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του (48,5%), και η κακή προσαρμογή (39,2%). Στην τελευταία θέση το κριτήριο της εξυπνάδας (26%).

Οι λόγοι της αποτυχίας των παιδιών στο σχολείο
Τα παιδιά δυσκολεύονται να κατανοήσουν την ύλη, ενώ είναι αμελή και δεν συγκεντρώνονται στα μαθήματά τους. Αυτοί είναι για τους εκπαιδευτικούς οι δύο βασικοί λόγοι της σχολικής αποτυχίας των μαθητών. Ειδικότερα, με βάση τις απαντήσεις τους στην έρευνα του ΕΚΚΕ, το 78,7% των εκπαιδευτικών κρίνει ότι είναι πολύ βασικός λόγος αποτυχίας το γεγονός ότι οι μαθητές δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη διδακτέα ύλη (βέβαια, δεν διευκρινίζεται εάν είναι θέμα δυσκολίας της ύλης ή κενών των μαθητών). Το 77,9% των εκπαιδευτικών θεωρούν ότι τα παιδιά αποτυγχάνουν διότι δεν ενδιαφέρονται. Αυτό συνδυάζεται και με το γεγονός ότι το 72,7% των εκπαιδευτικών πιστεύουν ότι οι μαθητές δεν είναι συγκεντρωμένοι στην τάξη, γι’ αυτό και αποτυγχάνουν.
Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό –69,3%– όσων εκπαιδευτικών πιστεύουν ότι οι μαθητές αποτυγχάνουν διότι έχουν λιγότερες ικανότητες από αυτές που απαιτούνται, ενώ το 59,8% θεωρεί ότι η κοινωνική προέλευση (επάγγελμα γονέων, κοινωνικο-οικονομικό στάτους) είναι στοιχείο καθοριστικό για την πορεία του μαθητή.
Τέλος, ο ένας στους δύο εκπαιδευτικούς (ποσοστό 49,8%) θεωρεί ότι οι μαθητές αποτυγχάνουν διότι δεν τους βοηθούν οι γονείς τους, δηλαδή οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι μαθητές δεν έχουν την απαραίτητη –ψυχολογική κυρίως και όχι τόσο για φροντιστήρια κ.λπ.– οικογενειακή στήριξη.

Το 76,6 των μαθητών απουσιάζουν σπανίως
Είτε είναι άρρωστοι είτε αργούν να ξυπνήσουν, ένα είναι το βασικό: βρίσκουν ευκαιρία για να απουσιάσουν από το σχολείο. Σύμφωνα με τις απαντήσεις των μαθητών γυμνασίου και λυκείου στην έρευνα του ΕΚΚΕ, το 76,6% απουσιάζει σπάνια από το σχολείο, το 19,1% μερικές φορές, το 2% συχνά και το 1,9% πολύ συχνά.
Το 87% των μαθητών ανέφεραν ότι η ασθένεια είναι ο πιο συνήθης και βασικός λόγος για να απουσιάσουν από το σχολείο.
Κατά δεύτερο λόγο, απουσιάζουν γιατί αργούν να ξυπνήσουν (και άρα βρίσκουν μια δικαιολογία για… σκασιαρχείο όχι μόνο για την πρώτη ώρα μαθήματος αλλά και για όλη την ημέρα).
Συνολικά 21,5% των μαθητών έδωσε αυτήν την απάντηση, όμως… δυσκολότερα ξυπνούν τα αγόρια (το 25,5% απάντησε σχετικά) έναντι του 17,4% των κοριτσιών.
Το 10,2% των μαθητών δήλωσε ότι ορισμένες φορές απουσιάζουν γιατί δεν έχουν τη διάθεση να πάνε στο σχολείο. Επίσης, το 10,2% τα… φόρτωσε στο λεωφορείο προς το σχολείο. Και αφού δεν το πρόλαβαν αποφάσισαν να μην πάνε σχολείο. Το 4,8% των μαθητών απουσιάζουν κάποιες φορές που δεν έχουν προλάβει να μελετήσουν τα μαθήματά τους, ενώ το 3,1% των μαθητών δήλωσαν ότι απουσίασαν γιατί έπρεπε να βοηθήσουν τους γονείς τους.
Στο δημοτικό οι μαθητές είναι, εύλογα, πολύ πιο επιμελείς. Το 86,1% δηλώνουν ότι απουσιάζουν σπάνια, ενώ μερικές φορές απουσιάζει το 10,5%, πολύ συχνά το 1,7% και συχνά το 0,8%. Οι λόγοι των απουσιών δεν διαφέρουν από εκείνους που επικαλούνται οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου.

Τα τρία μαθήματα «αγκάθια»
Μαθηματικά, Φυσική, Ιστορία είναι τα μεγαλύτερα «αγκάθια» για τα Ελληνόπουλα.
- Στο Δημοτικό, το 28,6% των παιδιών δήλωσε ότι δυσκολεύεται περισσότερο στα Μαθηματικά, κατά δεύτερο λόγο στην Ιστορία (18%), ακολουθεί η Γεωγραφία (9,8%) και η Φυσική (6,6%).
- Η ίδια εικόνα και στο γυμνάσιο. Από τους μεταξεταστέους οι περισσότεροι «μένουν» στα Μαθηματικά (το 28,9% των μαθητών στην Α’ Γυμνασίου και στη Β’ Γυμνασίου το 39,9%). Ακολουθεί η Ιστορία (στην Α’ Γυμνασίου το ποσοστό είναι 20% στην Β’ Γυμνασίου 30,8%). Την τρίτη θέση για την Α’ Γυμνασίου καταλαμβάνουν τα Αρχαία (11,2%) και ακολουθούν οι ξένες γλώσσες (10,8%), ενώ για την Β’ Γυμνασίου η Φυσική (συνολικό ποσοστό 18,6%) και η Χημεία (17,2%).
Οι μαθητές ισχυρίζονται ότι δυσκολίες που έχουν σχετίζονται με το ίδιο το μάθημα, τις απαιτήσεις των εκπαιδευτικών, το σύστημα διδασκαλίας και εξέτασης, τη διδακτέα ύλη ή το βιβλίο, ενώ πολλοί λίγοι αποδίδουν ευθύνες στη δική τους προσπάθεια.
Ενδεικτικά, όπως δηλώνουν οι ίδιοι οι μαθητές, που συμμετείχαν στην έρευνα του ΕΚΚΕ, «είναι δύσκολο μάθημα», «έχει δύσκολες ασκήσεις», «έχω πολλά να διαβάσω», «έχει πολλή δουλειά στο σπίτι», «έχει μεγάλα κείμενα», «δεν καταλαβαίνω το μάθημα», «έχει πολλές πράξεις και προβλήματα», «είναι μπερδεμένα και περίπλοκα», «είναι βαρετό», «είναι κουραστικό», «δεν μας τα εξηγούν καλά», «δυσκολεύομαι να αποστηθίσω», καθώς και «βαριέμαι όταν διαβάζω».
ια… σκασιαρχείο όχι μόνο για την πρώτη ώρα μαθήματος αλλά και για όλη την ημέρα).
Συνολικά 21,5% των μαθητών έδωσε αυτήν την απάντηση, όμως… δυσκολότερα ξυπνούν τα αγόρια (το 25,5% απάντησε σχετικά) έναντι του 17,4% των κοριτσιών.
Το 10,2% των μαθητών δήλωσε ότι ορισμένες φορές απουσιάζουν γιατί δεν έχουν τη διάθεση να πάνε στο σχολείο. Επίσης, το 10,2% τα… φόρτωσε στο λεωφορείο προς το σχολείο. Και αφού δεν το πρόλαβαν αποφάσισαν να μην πάνε σχολείο. Το 4,8% των μαθητών απουσιάζουν κάποιες φορές που δεν έχουν προλάβει να μελετήσουν τα μαθήματά τους, ενώ το 3,1% των μαθητών δήλωσαν ότι απουσίασαν γιατί έπρεπε να βοηθήσουν τους γονείς τους.
Στο δημοτικό οι μαθητές είναι, εύλογα, πολύ πιο επιμελείς. Το 86,1% δηλώνουν ότι απουσιάζουν σπάνια, ενώ μερικές φορές απουσιάζει το 10,5%, πολύ συχνά το 1,7% και συχνά το 0,8%. Οι λόγοι των απουσιών δεν διαφέρουν από εκείνους που επικαλούνται οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου.

Τα τρία μαθήματα «αγκάθια»
Μαθηματικά, Φυσική, Ιστορία είναι τα μεγαλύτερα «αγκάθια» για τα Ελληνόπουλα.
- Στο Δημοτικό, το 28,6% των παιδιών δήλωσε ότι δυσκολεύεται περισσότερο στα Μαθηματικά, κατά δεύτερο λόγο στην Ιστορία (18%), ακολουθεί η Γεωγραφία (9,8%) και η Φυσική (6,6%).
- Η ίδια εικόνα και στο γυμνάσιο. Από τους μεταξεταστέους οι περισσότεροι «μένουν» στα Μαθηματικά (το 28,9% των μαθητών στην Α’ Γυμνασίου και στη Β’ Γυμνασίου το 39,9%). Ακολουθεί η Ιστορία (στην Α’ Γυμνασίου το ποσοστό είναι 20% στην Β’ Γυμνασίου 30,8%). Την τρίτη θέση για την Α’ Γυμνασίου καταλαμβάνουν τα Αρχαία (11,2%) και ακολουθούν οι ξένες γλώσσες (10,8%), ενώ για την Β’ Γυμνασίου η Φυσική (συνολικό ποσοστό 18,6%) και η Χημεία (17,2%).
Οι μαθητές ισχυρίζονται ότι δυσκολίες που έχουν σχετίζονται με το ίδιο το μάθημα, τις απαιτήσεις των εκπαιδευτικών, το σύστημα διδασκαλίας και εξέτασης, τη διδακτέα ύλη ή το βιβλίο, ενώ πολλοί λίγοι αποδίδουν ευθύνες στη δική τους προσπάθεια.
Ενδεικτικά, όπως δηλώνουν οι ίδιοι οι μαθητές, που συμμετείχαν στην έρευνα του ΕΚΚΕ, «είναι δύσκολο μάθημα», «έχει δύσκολες ασκήσεις», «έχω πολλά να διαβάσω», «έχει πολλή δουλειά στο σπίτι», «έχει μεγάλα κείμενα», «δεν καταλαβαίνω το μάθημα», «έχει πολλές πράξεις και προβλήματα», «είναι μπερδεμένα και περίπλοκα», «είναι βαρετό», «είναι κουραστικό», «δεν μας τα εξηγούν καλά», «δυσκολεύομαι να αποστηθίσω», καθώς και «βαριέμαι όταν διαβάζω».
απουσιάσουν από το σχολείο. Σύμφωνα με τις απαντήσεις των μαθητών γυμνασίου και λυκείου στην έρευνα του ΕΚΚΕ, το 76,6% απουσιάζει σπάνια από το σχολείο, το 19,1% μερικές φορές, το 2% συχνά και το 1,9% πολύ συχνά.
Το 87% των μαθητών ανέφεραν ότι η ασθένεια είναι ο πιο συνήθης και βασικός λόγος για να απουσιάσουν από το σχολείο.
Κατά δεύτερο λόγο, απουσιάζουν γιατί αργούν να ξυπνήσουν (και άρα βρίσκουν μια δικαιολογία για… σκασιαρχείο όχι μόνο για την πρώτη ώρα μαθήματος αλλά και για όλη την ημέρα).
Συνολικά 21,5% των μαθητών έδωσε αυτήν την απάντηση, όμως… δυσκολότερα ξυπνούν τα αγόρια (το 25,5% απάντησε σχετικά) έναντι του 17,4% των κοριτσιών.
Το 10,2% των μαθητών δήλωσε ότι ορισμένες φορές απουσιάζουν γιατί δεν έχουν τη διάθεση να πάνε στο σχολείο. Επίσης, το 10,2% τα… φόρτωσε στο λεωφορείο προς το σχολείο. Και αφού δεν το πρόλαβαν αποφάσισαν να μην πάνε σχολείο. Το 4,8% των μαθητών απουσιάζουν κάποιες φορές που δεν έχουν προλάβει να μελετήσουν τα μαθήματά τους, ενώ το 3,1% των μαθητών δήλωσαν ότι απουσίασαν γιατί έπρεπε να βοηθήσουν τους γονείς τους.
Στο δημοτικό οι μαθητές είναι, εύλογα, πολύ πιο επιμελείς. Το 86,1% δηλώνουν ότι απουσιάζουν σπάνια, ενώ μερικές φορές απουσιάζει το 10,5%, πολύ συχνά το 1,7% και συχνά το 0,8%. Οι λόγοι των απουσιών δεν διαφέρουν από εκείνους που επικαλούνται οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου.

Τα τρία μαθήματα «αγκάθια»
Μαθηματικά, Φυσική, Ιστορία είναι τα μεγαλύτερα «αγκάθια» για τα Ελληνόπουλα.
- Στο Δημοτικό, το 28,6% των παιδιών δήλωσε ότι δυσκολεύεται περισσότερο στα Μαθηματικά, κατά δεύτερο λόγο στην Ιστορία (18%), ακολουθεί η Γεωγραφία (9,8%) και η Φυσική (6,6%).
- Η ίδια εικόνα και στο γυμνάσιο. Από τους μεταξεταστέους οι περισσότεροι «μένουν» στα Μαθηματικά (το 28,9% των μαθητών στην Α’ Γυμνασίου και στη Β’ Γυμνασίου το 39,9%). Ακολουθεί η Ιστορία (στην Α’ Γυμνασίου το ποσοστό είναι 20% στην Β’ Γυμνασίου 30,8%). Την τρίτη θέση για την Α’ Γυμνασίου καταλαμβάνουν τα Αρχαία (11,2%) και ακολουθούν οι ξένες γλώσσες (10,8%), ενώ για την Β’ Γυμνασίου η Φυσική (συνολικό ποσοστό 18,6%) και η Χημεία (17,2%).
Οι μαθητές ισχυρίζονται ότι δυσκολίες που έχουν σχετίζονται με το ίδιο το μάθημα, τις απαιτήσεις των εκπαιδευτικών, το σύστημα διδασκαλίας και εξέτασης, τη διδακτέα ύλη ή το βιβλίο, ενώ πολλοί λίγοι αποδίδουν ευθύνες στη δική τους προσπάθεια.
Ενδεικτικά, όπως δηλώνουν οι ίδιοι οι μαθητές, που συμμετείχαν στην έρευνα του ΕΚΚΕ, «είναι δύσκολο μάθημα», «έχει δύσκολες ασκήσεις», «έχω πολλά να διαβάσω», «έχει πολλή δουλειά στο σπίτι», «έχει μεγάλα κείμενα», «δεν καταλαβαίνω το μάθημα», «έχει πολλές πράξεις και προβλήματα», «είναι μπερδεμένα και περίπλοκα», «είναι βαρετό», «είναι κουραστικό», «δεν μας τα εξηγούν καλά», «δυσκολεύομαι να αποστηθίσω», καθώς και «βαριέμαι όταν διαβάζω».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου