Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

Δεν θέλω να πάω σχολείο: η σχολική άρνηση και το άγχος αποχωρισμού



Για τα περισσότερα παιδιά το να πηγαίνουν σχολείο και να συναντούν παλιούς και καινούριους φίλους είναι μια ευχάριστη εμπειρία, την οποία περιμένουν με αγωνία κάθε Σεπτέμβρη. Για κάποια παιδιά, ωστόσο, η εμπειρία αυτή μπορεί να διαφέρει, εγείροντας φόβους και αγωνίες σχετικά με τον αποχωρισμό από τους γονείς και το σπίτι αλλά και το πώς θα μπορέσουν να ενταχθούν στην ομάδα και να συνάψουν σχέσεις με συνομηλίκους.

Προτού ασχοληθούμε με το σχολείο, ας δούμε κάποιες πληροφορίες σχετικά με το άγχος αποχωρισμού.

Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα μπορεί να περιγραφεί με σαφήνεια μέσα από τη θεωρία της προσκόλλησης: το 1958, ο Βρετανός ψυχίατρος John Bowlby εισήγαγε τον όρο της προσκόλλησης για να περιγράψει την πρώτη διαπροσωπική σχέση που διαμορφώνει το άτομο, η οποία εμπεριέχει έντονα συναισθήματα και θυμικές αντιδράσεις και αποτελεί το πρωτότυπο πάνω στο οποίο στηρίζονται όλες οι μετέπειτα διαπροσωπικές σχέσεις του παιδιού. Οι δύο χαρακτηριστικότερες αντιδράσεις της προσκόλλησης είναι: 
  • το άγχος του βρέφους για τα ξένα πρόσωπα, το οποίο εμφανίζεται περίπου στον 7ο μήνα της ζωής και  
  • το άγχος του αποχωρισμού που εμφανίζεται στο τέλος του πρώτου χρόνου.

Το βρέφος, λοιπόν, προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρίσκεται κοντά στη μητέρα του και δυσφορεί όταν εκείνη απομακρύνεται: φωνάζει, καρφώνει το βλέμμα του στην πόρτα, προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα, την κλωτσάει και μετά από λίγο εγκαταλείπει την προσπάθεια, νιώθει απελπισία και αδιαφορεί για τα παιχνίδια που όσο ήταν η μητέρα παρούσα απολάμβανε.

Το άγχος αποχωρισμού κορυφώνεται μεταξύ 13ου-18ου μήνα και στη συνέχεια μειώνεται σταδιακά ωσότου να εξαλειφθεί. Αυτό είναι κάτι επιθυμητό και απαραίτητο για την μετέπειτα ψυχοκοινωνική προσαρμογή του παιδιού, εξαρτάται ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό από τις αντιδράσεις των γονέων
  • για παράδειγμα, εάν η μητέρα, για να αποφύγει την ένταση που θα δημιουργηθεί από τις διαμαρτυρίες του παιδιού παραμένει στο σπίτι συνέχεια, ενισχύει τη διαιώνιση του, 
  •  ενώ εάν εξαφανίζεται με διάφορα τεχνάσματα ώστε «να μην το καταλάβει το παιδί», ενισχύει τον φόβο ότι οι άλλοι θα το εγκαταλείψουν.

Οι ενδείξεις ότι το άγχος αποχωρισμού συνεχίζει να υφίσταται είναι σωματικές, γνωστικές και συμπεριφορικές. 
  • Τα σωματικά συμπτώματα περιλαμβάνουν στομαχικούς πόνους, πονοκέφαλο, κούραση- εξάντληση, κλάμα, αδυναμία φώνησης αλλά περιστατικά επεισοδιακής επιθετικότητας, ενώ 
  • τα γνωστικά περιλαμβάνουν υπερβολικές και αγχογόνες σκέψεις σχετικά με τον εαυτό ή/ και τους γονείς: φόβους ότι θα νοσήσουν οι γονείς από κάποια ασθένεια, φόβους ότι θα απαγάγουν το παιδί, γενικότερα φόβο ότι κάτι θα συμβεί και το παιδί «θα χάσει» τους γονείς του. Τέλος, 
  •  στα συμπεριφορικά συμπτώματα συμπεριλαμβάνονται η άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο (είτε το παιδί δεν πηγαίνει καθόλου είτε πηγαίνει αλλά καθυστερεί, έχει ξεσπάσματα θυμού και φεύγει νωρίτερα), η άρνηση του παιδιού να μένει μόνο του, επαναλαμβανόμενοι εφιάλτες σχετικά με τον αποχωρισμό και τελικά, αποφυγή οποιασδήποτε κατάστασης «απειλεί» να του προκαλέσει αυτά τα συναισθήματα.

Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς για αυτό;

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, αυτό που βοηθάει το παιδί είναι η σταθερότητα των γονέων, η σαφήνεια σε αυτά που συμφωνούν μαζί του αλλά και η ενσυναίσθηση τους απέναντι σε αυτό που βιώνει. Κάποιες χρήσιμες στρατηγικές των γονέων πριν ακόμα ξεκινήσει το σχολείο θα μπορούσαν να είναι οι εξής:
  • Εξάσκηση στον αποχωρισμό: απουσία των γονέων για μικρά χρονικά διαστήματα, ολοένα αυξανόμενα, ώστε το παιδί μαθαίνει να διαχειρίζεται σταδιακά το άγχος του αποχωρισμού
  • Ενημέρωση ότι οι γονείς θα λείψουν και πότε θα επιστρέψουν: είναι σημαντικό να μην εξαφανίζονται οι γονείς ξαφνικά αλλά να ενημερώνουν το παιδί από πριν και να επιστρέφουν στον χρόνο που του είχαν πει ώστε να καλλιεργήσουν την εμπιστοσύνη
  • Σταθερότητα και συνέπεια ως προς το άτομο που προσέχει το παιδί όταν απουσιάζουν οι γονείς και σταθερότητα ως προς τον χώρο: είναι προτιμότερο να φυλάξει κάποιος το παιδί στο σπίτι του ή εάν πρέπει να μετακινηθεί σε άλλο χώρο, μπορεί να έχει κάποια οικεία αντικείμενα μαζί του
  • Σταθερά όρια προς το παιδί: προσπαθούμε να μην ενδίδουμε στις απαιτήσεις του, το καθησυχάζουμε πως όλα θα πάνε καλά χωρίς να αλλάξουμε το πρόγραμμα που έχουμε συμφωνήσει μαζί του
Έχοντας τα παραπάνω ως βάση, το παιδί θα προσαρμοστεί πιο εύκολα στο σχολείο, θα κατανοήσει την έννοια και τη χρησιμότητα του προγράμματος αλλά και θα καθησυχαστεί σταδιακά, διαπιστώνοντας ότι δεν έχει συμβεί κάτι στους γονείς κατά την απουσία του ούτε έχει αλλάξει η μεταξύ τους σχέση. 
Μέσα από τη διαδικασία αυτή, θα μάθει με βιωματικό τρόπο να αναπτύσσει σχέσεις και με τα άλλα παιδιά- και ενηλίκους στην πορεία- και να κατανοεί ότι όσο σημαντική είναι η εγγύτητα σε μια σχέση άλλο τόσο σημαντική είναι και η αυτονομία για την εξέλιξη και του ίδιου του ατόμου αλλά και της σχέσης.

Παράλληλα με το παιδί, είναι σημαντικό και οι ίδιοι οι γονείς να μπορούν να έχουν προσωπικό χρόνο και να ελέγχουν την τάση τους για «υπερπροστασία» του παιδιού, ώστε αφενός να του επιτρέψουν να αυτονομηθεί, αφετέρου να διαχειριστούν σταδιακά και τους δικούς τους φόβους σχετικά με τον αποχωρισμό, τους οποίους είναι πιθανό να κρατούν ως «οικογενειακό κειμήλιο» και συχνά, χωρίς να το συνειδητοποιούν, ως αποτέλεσμα της δικής τους προσκόλλησης με τους γονείς τους και της επίλυσης ή μη του δικού τους άγχους αποχωρισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου