Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Ένα «προσκύνημα» στην παραλία…

a3π. λίβυος
Όταν έχεις
οικογένεια,
δεν ζεις μονάχα
για σένα,
αλλά και
για τους άλλους.

π. λίβυος/facebook
Μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού, και ενώ είχαμε όλοι σπίτι πιάσει από μια φυλλάδα μπανάνας για αέρα, σκεφτήκαμε ότι θα ήταν έξυπνο να πάμε για μπάνιο στην θάλασσα. Βέβαια, εγώ με τόση ματαίωση των πάντων γύρω απο την ζωή, που βίωσα από κάποιους θρησκευτικούς κύκλους, δεν είχα και πολύ όρεξη, αλλά όταν έχεις οικογένεια, δεν ζεις μόνάχα για σένα, αλλά και για τους άλλους. Οπότε φορτώσαμε τα μπαγκάζια στο αμάξι-αχ η πιο βαρετή διαδικασία- και ξεκινήσαμε με προορισμό μια παραλία της περιοχής. 

Στην διαδρομή βέβαια εκτός της φρικτής ζέστης που ένιωθες ότι θα πνιγείς από τον ζεστό αέρα -σε γκριλ κατάσταση κάτι, εκεί κατάλαβα την οδύνη να σε μαγειρεύουν-, απέκτησα και μια ωραία φαρυγγίτιδα. Μια και το κλιματιστικό του αυτοκινήτου βρήκε την μέρα, να χαλάσει. Έτσι αναγκαστήκαμε να ανοίξουμε τα παράθυρα, και όταν είσαι σε ένα αμάξι πέντε άτομα και τέσσερα παράθυρα ανοιχτά, για να μιλήσεις θέλεις τηλεβόα. Εκεί ο άλλος πεθαίνει στο πίσω κάθισμα και εσύ συνεχίζεις να του λες, «κοίτα τα προβατάκια στα βουνά». Για τόση επικοινωνία μιλάμε.
Στο δρόμο λοιπόν, εξήγησα στα παιδιά, ότι έρχομαι, αλλά δεν θα πάμε εκεί που έχει κόσμο. Πρώτον γιατί είμαι ιερέας και δεύτερον γιατί θέλω ησυχία. Τα παιδιά μόλις το άκουσαν άρχισαν να δυσανασχετούν, γιατί από μικρά τα πήγαινα για μπάνιο σε κάτι παραλίες που μόνο ο Άγιος Ονούφριος θα μπορούσε να ζει. Σε όλη την διαδρομή, μου έφαγαν το μυαλό να τους πάω στην παραλία που πάνε όλοι οι φίλοι τους και οι γνωστοί. Τι να κάνω, πάλι υποχώρησα, μια και εγώ δεν είμαι και φαν της θάλασσας. Όμως, μέσα μου, βαθιά μέσα μου, ήξερα τι θα επακολουθήσει. Ήμουν βέβαιος.
Φτάσαμε στην παραλία. Βγάζω εγώ το ράσο, το αφήνω στο αμάξι, και μαζί με την οικογένεια, αρχίζουμε να διασχίζουμε την παραλία για κατάλληλη εύρεση χώρου. Πατήσαμε μερικά πόδια, ανεβήκαμε σε μερικές κοιλιές, κατεβήκαμε σε κάτι λακκούβες που φτιάχνουν κάτι «χαριτωμένα» παιδάκια και σπάνε οι άνθρωποι τους αστραγάλους τους, και κάποια στιγμή επιλέξαμε, το χώρο που θα στρώναμε την πραγμάτια μας. Γιατί είμαστε και πέντε άτομα, και με τις τσάντες, ομπλέρες και άλλα τινά, είμαστε σαν τον Θίασο του Αγγελόπουλου, με πιο πολύ φως βέβαια.
Και ενώ απεκδυόμουν ο καημένος τα τελευταία ενδύματα μου, ώστε να απολαύσω την θάλασσα που μας έδωσε ο Θεός και να χαρώ το μπάνιο μου, ως ένας φυσιολογικός άνθρωπος, ακούω ψίθυρους, και με λούζει το πρώτο κύμα ψυχρολουσίας, «ο παπα Χαράλαμπος ήρθε ο παπα Χαράλαμπος..». Λέω όπα μας πιασαν……. Και ενώ καλά καλά δεν προλαβαίνω να ξεπεράσω το πρώτο κύμα πανικού τι βλέπω σε απόσταση δέκα μέτρων; Μικρες μιρκές παρεούλες, κύριοι και κυρίες, μετά των τέκνων αυτών, να έρχονται κατά πάνω μου, και να φωνάζουν μέσα στον κόσμο, «πάτερ Χαράλαμπε!!! την ευχή σας….». Λέω, «όχι Θεέ μου, δεν υπάρχει αυτό που ζω….», σας πληροφορώ, ότι ήμουν είκοσι λεπτά, με παντόφλα θαλάσσης και βερμούδα μαγιό να δίνω την ευχή μου μέσα σε μια κατάμεστη παραλία… 
Από τότε πηγαίνω σε παραλίες που είμαι εγώ, ο Θεός και κανένα αλμυρίκι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου