Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Θρήνοι και τραγούδια για την άλωση της Πόλης

Γεώργιος Βιζυηνός - Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος (1882)

Στοὺς συμβολισμοὺς τῆς παραδόσεως, γιαγιὰ εἶναι οἱ παλαιὲς γενεὲς
καὶ ἐγγονὸς ἡ νέα γενιά, ἡ ὁποία πρέπει νὰ κάνει τὸ καθῆκον της.


- Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιὰ τὸν Βασιλέα
ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε, σὰν ὄνειρο νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα;

- Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
Πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶν, κι ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι
σὰν νἄταν χθὲς μονάχα.

- Ἀπέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμᾶται.
- Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ
γιαγιάκα νὰ ξυπνήση;

- Ὤ, βέβαια! Καιροὺς καιρούς,
σηκώνει τὸ κεφάλι,
καὶ βλεπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή,
πὄχει ὁ Θεὸς ὁρίσει.

- Πότε, γιαγιά μου, πότε;


- Ὅταν τρανέψῃς, γιόκα μου,
νὰ ἀρματωθῇς, καὶ κάμῃς,
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά,
σὺ κι ὅλη ἡ νεολαία,
θὰ σώσετε τὴν χώρα.
Κι ὁ βασιλιὰς θὰ σηκωθεῖ
τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.
Καὶ χτύπα-χτύπα, θὰ τὸν πά
πίσω στὴν κόκκινη μηλιά,
καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!



Κωνσταντῖνος Καρυωτάκης - Μαρμαρωμένε Βασιλιᾶ


Καὶ ρίχτηκε μὲ τ᾿ ἄτι του μὲς στῶν ἐχθρῶν τὰ πλήθια,
τὸ πύρινο τὸ βλέμμα του σκορποῦσε τὴν τρομάρα,
καὶ τὸ σπαθί του τὴ θανή. Στὰ χάλκινά του στήθια,
ἐξέσπασε ἡ ὄργητα σὲ βροντερὴ κατάρα.


Ἐθόλωσαν τὰ μάτια του. Τ᾿ ἁγνὸ τὸ μέτωπό του,
θαρρεῖς ὁ φωτοστέφανος τῆς Δόξας τ᾿ ἀγκαλιάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Θρηνῆστε τὸ χαμό του.
Μά, μή! Σὲ τέτοιο θάνατο ὁ θρῆνος δὲν ταιριάζει.


Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Κυλίστηκε στὸ χῶμα,
ἕνας Τιτᾶν π᾿ ἀκόμα χτὲς ἐστόλιζ᾿ ἕνα θρόνο,
κι ἐσφάλισε - ὀϊμένανε! - γιὰ πάντ᾿ αὐτὸ τὸ στόμα,
ποὺ κάθε πίκρα ρούφαγε κι ἔχυν᾿ ἐλπίδες μόνο,



Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολὺ δὲ θὰ προσμένεις.
Ἕνα πρωὶ ἀπ᾿ τὰ νερὰ τοῦ Βόσπορου κεῖ πέρα
θὲ νὰ προβάλει λαμπερός, μιᾶς Λευτεριᾶς χαμένης,
ὁ ἀσημένιος ἥλιος. Ὤ, δοξασμένη μέρα!


Τὰ Εὐζωνάκια

(Δημοτικό)
Στὴν Ἅγια-Σοφιὰ ἀγνάντια βλέπω τὰ εὐζωνάκια. (δίς)
Τὰ εὐζωνάκια τὰ καημένα στοὺς πολέμους μαυρισμένα.

Κλέφτικο χορὸ χορεύουν καὶ ἀντίπερα ἀγναντεύουν. (δίς)
Κι ἀγναντεύοντας τὴν Πόλη τραγουδοῦν καὶ λένε:

-Τοῦτοι εἶναι οἱ χρυσοὶ οἱ θόλοι, ἄχ! κατακαημένη Πόλη, (δίς)
νὰ ἡ μεγάλη Ἐκκλησιά μας, πάλι θὰ γενεῖ δικιά μας.

Στὴν κυρὰ τὴ Δέσποινά μας, πὲς νὰ μὴ λυπᾶται. (δίς)
Στὶς εἰκόνες νὰ μὴν κλαῖνε, τὰ εὐζωνάκια μας τὸ λένε.

Κι ὁ παπὰς ποὺ εἶναι κρυμμένος μέσα στὸ ἅγιο βῆμα, (δίς)
τὰ εὐζωνάκια δὲ θ᾿ ἀργήσει νὰ βγεῖ νὰ τὰ κοινωνήσει.

Καὶ σὲ λίγο βγαίνουν τ᾿ ἅγια μέσα ἀπὸ μυρτιὲς καὶ βάγια.



Θρῆνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως

(δημοτικό, ἔκδοση W. Wagner, Medieval Greek Texts, Λονδίνο 1870, σ. 147, 149)
Ἐκείνη ἡ μέρα ἡ σκοτεινή, ἀστραποκαϊμένη
τῆς τρίτης τῆς ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶν τὴ μάναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμένα ἀπὸ τὸ σφόνδυλα ὅλα ἁλυσοδεμένα
δεμένα ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν.
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρηνισμὸν καρδίας·
[...]
νὰ πᾶτε ὅλοι κατ᾿ ἐχθρῶν, κατὰ τῶν Μουσουλμάνων,
καὶ δεῦτε εἰς ἐκδίκησιν, τρέχετε μὴ σταθῆτε,
τὸν Μαχουμέτην σφάξετε, μηδὲν ἀναμελεῖτε,
τὴν πίστιν των τὴν σκυλικὴν νὰ τὴν λακτοπατῆτε.
[...]
ὤ, Κωνσταντῖνε Δράγαζη, κακὴν τύχην ὁποῦ ῾χες,
καὶ τί νὰ λέγω, οὐκ ἠμπορῶ, καὶ τί νὰ γράφω οὐκ οἶδα,
σκοτίζει μου τὸ λογισμὸν ὁ χαλασμὸς τῆς πόλης.




Ἅλωσις Κωνσταντινουπόλεως


Ἔνι τοῦ κόσμου χαλασμὸς καὶ συντελειὰ μεγάλη,
συντελεσμὸς τῶν Χριστιανῶν, τῶν ταπεινῶν Ρωμαίων·
ὅμως ἂς τὸ θλίβουν πολλὰ καὶ τὰ γένη Λατίνων
διὰ τοῦτο ποὺ συνέβηκε βασιλείαν Ρωμαίων,
διότ᾿ ἦτον σπίτιν ὀλωνῶν, Ρωμαίων καὶ Λατίνων
ἡ πόλις ἡ κακότυχος καὶ ὁ βασιλεὺς ὁμάδιν.
Ποὖναι λοιπὸν τὰ λείψανα, ποῦ οἱ ἁγίαι εἰκόνες,
ἡ ὁδηγήτρια ἡ κυρά, ἡ δέσποινα τοῦ κόσμου;
Λέγουσιν ἀναλήφθησαν στὸν οὐρανὸ ἀπάνω
τὰ λείψανα τὰ ἅγια καὶ τοῦ Χριστοῦ τὰ πάθη,
οἱ ἄγγελοι τὰ πήρασιν ἐμπρὸς εἰς τὸν δεσπότην...
Ποῦ εἶν᾿ τὰ μοναστήρια, ποῦ ἡ ὀρθοδοξία;
ἀφῆκες, ἐξαπόλυκες, πανύμνητε, τὸν κόσμον;


Τίς εἶδεν ἢ τίς ἤκουσεν ποτέ του τέτοιον πρᾶμα,
οἱ ἀσεβεῖς νὰ πάρουσι τὸ σπίτι τῶν ἁγίων,
νὰ σὲ δοξάζουν, Κύριε, οἱ Τοῦρκοι σοδομῖτες;
Θεέ μου, πῶς ἀπόμεινες τὴν τόσην ἀνομίαν
καὶ πῶς τὸ καταδέχθηκες, δύναμις τῶν ἀγγέλων;
Ἐχάθησαν οἱ χριστιανοί· Θεὲ πῶς τὸ ἀπομένεις;
Μηδὲ κατηγορήσετε τὸν βασιλέαν, αὐθέντες,
οὐδὲ τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ, οὐδὲ τοὺς στρατιώτας,
μικροὺς μεγάλους ἢ πτωχούς, πλουσίους, ἀνδρειωμένους.
Τὸ θάρρος ὁποῦ ἤλπιζαν οἱ χριστιανοὶ στὴν πόλιν
ἦτον στὸν ἁγιώτατον πάπαν τε τῆς Ρώμης
καὶ εἰς τοὺς ῥηγάδες τῆς φραγκιᾶς τῶν αὐθεντῶν τῶν ὅλων,
δουκᾶδες, κούντους, πρίγκιπες καὶ τὰ κουμούνια ὅλα
μετὰ τοῦ βασιλέως τε τοῦ τῆς Ἀλαμανίας...


Ἐκείν᾿ ἡ μέρα σκοτεινή, ἀστραποκαϊμένη,
τῆς Τρίτης της ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνόκαυτης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε ἡ μάννα τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶν τὴν μάνναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμέν᾿ ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρήνισμον καρδίας.
Τρέμουν ὡς φυλλοκάλαμον ἐξετραχηλισμένα,
γυμνά, χωρὶς πουκάμισον, ἐξάγκωνα δεμένα,
βλέπουν ἐπρὸς καὶ πίσω των, μὴ νὰ δοῦν τοὺς γονεῖς των,
καὶ βλέπουν τοὺς πατέρες των ἐξάγκωνα δεμένους.
Ὁ κύρης βλέπει τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶν τὸν κύρην,
ἄφωνοι, δίχως ὁμιλίαν, διαβαίνουν τὸ μαγκούριν.
Οἱ μάνες οἱ ταλαίπωρες ὑπᾶν ξεγυμνωμένες,
τῆς πόλης οἱ πολίτισσες ἐξανασκεπασμένες,
πλούσιες πτωχὲς ἀνάκατα, μὲ τὸ σκοινὶ δεμένες,
τῆς πόλης οἱ εὐγενικές, οἱ ἀστραποκαϊμένες.
Ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν βλέπει σιδηρωμένον,
θωροῦν καὶ τὸν πατέρα των μὲ ἅλυσον δεμένον,
καὶ δυ᾿ ἀδερφάδες εὔμορφες, πολλὰ ὡραιωμένες,
ἐντροπιασμένα ἐπήγαιναν μὲ τὸ σχοινὶν δεμένες.

Προέλευση: ΓΙΟΒΑΝΗ, Μεγάλη ἐγκυκλοπαίδεια, ἔκδ. 1982, τόμ. 13ος,  σελ. 67


Τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς

(Δημοτικό)
Τὸ δημοτικὸ αὐτὸ τραγούδι εἶναι ὁ παλαιότερος θρῆνος γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης. Πιθανὸν νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν Κρήτη. Βρέθηκε σὲ χειρόγραφό του 15ου αἰῶνα· ὁ τίτλος ἦταν: «Ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινούπολης». Ἀνήκει στὴ δεύτερη περίοδο (1453-1821) τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας καὶ στὸ ἱστορικὸ εἶδος. Στὴν παρακάτω μορφὴ του δημοσιεύτηκε τὸ 1914 ἀπὸ τὸ Ν. Πολίτη στὴν συλλογή του «Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ». Γιὰ τὴν σύνθεσή του ὁ Ν. Πολίτης χρησιμοποίησε τὴν παραλλαγὴ ποὺ δημοσίευσε ὁ Φωρὲλ καὶ ἄλλοι εἴκοσι τέσσερις. Ὅμως, μόνο ὁ 4ος καὶ 18ος στίχος ἔχουν παρθεῖ αὐτούσιοι ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ Φωριέλ

Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια,
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι,
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες,
κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος.


Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης,
κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ κολόνες.
Νὰ μποῦνε στὸ χερουβικὸ καὶ νά ῾βγει ὁ βασιλέας,
φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα:


«Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια,
παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε,
γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει.


Μόν᾿ στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια,
τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ βαγγέλιο,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας,
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν».



Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες.
«Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς,
πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι».




Ὁ μαρμαρωμένος Βασιλιᾶς

(νεότερο τραγούδι) Στίχοι: Πυθαγόρας (Παπασταματίου)

Ἔστειλα δυὸ πουλιὰ στὴν κόκκινη μηλιὰ ποὺ λένε τὰ γραμμένα
τὅνα σκοτώθηκε, τ᾿ ἄλλο λαβώθηκε δὲ γύρισε κανένα.



Γιὰ τὸ μαρμαρωμένο βασιλιὰ οὔτε φωνή, οὔτε λαλιά,
τὸν τραγουδάει τώρα στὰ παιδιά, σὰν παραμύθι ἡ γιαγιά.



Ἔστειλα δυὸ πουλιὰ στὴν κόκκινη μηλιὰ δυὸ πετροχελιδόνια, 
μὰ κεῖ ἐμμείνανε κι ὄνειρο γίνανε σὲ δακρυσμένα χρόνια.



Γιὰ τὸ μαρμαρωμένο βασιλιὰ οὔτε φωνή, οὔτε λαλιά,
τὸν τραγουδάει τώρα στὰ παιδιά, σὰν παραμύθι ἡ γιαγιά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου