Ἑορτὴ σήμερα, ἀγαπητοί μου. Ὄχι συνηθισμένη ἑορτή· «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρίς ἐστι πανηγύρεων» (εἱρμ. η΄ ᾠδ. καν. Πάσχ.).
Ὡραία ἡ ἀκολουθία, ὡραῖοι οἱ ὕμνοι, ὡραιότερο ἀπὸ ὅλα τὸ εὐαγγέλιο ποὺ κηρύττει τὴν προάναρχο ὕπαρξι τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἀφήνουμε ὅμως τὸ θεμελιῶδες αὐτὸ δογματικὸ θέμα καὶ πᾶμε σ᾽ ἕνα πρακτικώτερο.
Ὡραία ἡ ἀκολουθία, ὡραῖοι οἱ ὕμνοι, ὡραιότερο ἀπὸ ὅλα τὸ εὐαγγέλιο ποὺ κηρύττει τὴν προάναρχο ὕπαρξι τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἀφήνουμε ὅμως τὸ θεμελιῶδες αὐτὸ δογματικὸ θέμα καὶ πᾶμε σ᾽ ἕνα πρακτικώτερο.
Ἑορτάζουμε
σήμερα, ἀγαπητοί μου. Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα· πῶς ἑορτάζουμε;
Κάποιος λόγος, ποὺ εἶπε ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἕνας ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα
πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ προφήτης Ἠσαΐας ποὺ ἔζησε ὀχτακόσα
χρόνια πρὸ Χριστοῦ, εἶνε φοβερός. Τί λέει ὁ Ἠσαΐας· «Τὰς ἑορτὰς ὑμῶν
μισεῖ ἡ ψυχή μου», ἡ ψυχή μου μισεῖ τὶς γιορτές σας (Ἠσ. 1,14).
Παράξενος ὁ λόγος αὐτός. Ὁ Θεὸς δὲν εἶνε αὐτὸς ποὺ ὥρισε τὶς ἑορτές; ἡ
Ἐκκλησία δὲν καθώρισε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες; Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἐδῶ
μία
ἀντίθεσι;
Δὲν ὑπάρχει ἀντίθεσι, ὑπάρχει κάτι ἄλλο· ὁ Θεὸς δίνει σημασία στὸν τρόπο ποὺ ἑορτάζουμε. Αὐτὸ εἶνε τὸ ζήτημα. Ἐνδιαφέρεται ἂν ἑορτάζουμε κατὰ τὸ θεῖο θέλημα. Ἐὰν δὲν ἑορτάζουμε κατὰ τὸ θεῖο θέλημα, τότε ἐμπίπτουμε στὸν πύρινο κύκλο τῆς ὀργῆς του ποὺ λέει «Τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου».
Λοιπὸν πῶς ἑορτάζουμε ἐμεῖς; Ἂν ῥίξουμε μιὰ ματιά, θλιβερὲς εἶνε οἱ διαπιστώσεις καὶ μελαγχολικὲς σκέψεις γεννάει ὁ τρόπος ποὺ ἑορτάζουν τὸ Πάσχα οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί.
⃝ Ἕνα σημαντικὸ μέρος δὲν ἑορτάζει στὴν ἐκκλησία οὔτε κἂν στὸ σπίτι· ἑορτάζουν στοὺς δρόμους. Ἑκατοντάδες χιλιάδες αὐτοκίνητα ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἄλλες πόλεις –οἱ ὁποῖες ἐρημώνουν– καὶ φεύγουν κατὰ συρροὴ πρὸς τὴν ὕπαιθρο. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» , ἂν τὸ ἀκούσουν, θὰ τὸ ἀκούσουν μέσα στ᾽ αὐτοκίνητα. Πῶς γι᾽ αὐτοὺς νὰ ποῦμε ὅτι ἑορτάζουν ὅπως θέλει ὁ Χριστός; Φρικτὴ εἶνε ἡ κατάστασι καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή. Ἐγὼ τοὐλάχιστον κάθε χρόνο τὴν Τρίτη τοῦ Πάσχα τρέμω νὰ πιάσω ἐφημερίδα· στάζει αἷμα. Παρ᾽ ὅλα τὰ μέτρα ποὺ λαμβάνονται, δὲν ἀποφεύγονται τὰ τροχαῖα. Οἱ ταλαίπωροι οἱ ἀστυνομικοὶ δὲν ἑορτάζουν Πάσχα φυλάγοντας δρόμους καὶ διαβάσεις.
⃝ Ἕνα ἄλλο μεγάλο πλῆθος, ποὺ τὸν ἄλλο καιρὸ δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία, ἔρχονται μόνο στὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως. Περιμένουν καὶ μόλις ἀκουστῇ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» φεύγουν, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ μείνουμε μέχρι τέλους στὴν θεία λειτουργία, διότι παραθέτει τράπεζα. «Ἡ τράπεζα γέμει», λέει· ὄχι ἀπὸ κρέατα ἀλλὰ ἀπὸ ἀθάνατη πνευματικὴ τροφή. «Πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως» (κατηχ. λόγ. ἱ. Χρυσ.). Τὸ θέαμα εἶνε οἰκτρὸ σὲ κεντρικοὺς ναούς, ὅπου προσέρχονται οἱ ἐπίσημοι κ᾽ ἔπειτα φεύγουν ὅλοι, καὶ δὲν ὑπάρχει κάποιος νὰ τοὺς πῇ· Ποῦ πᾶτε; εἶστε Χριστιανοί;…
⃝ Τὴν ὑπόλοιπη ἡμέρα τώρα, ἡ μεγάλη πλειονότητα περνοῦν«ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ» (Λουκ. 21,34)· ἐπιδίδονται σὲ γλέντια, διασκεδάσεις, χοροὺς ἔξαλλους, πάρτυ ἁμαρτωλά, παιχνίδια πονηρά, πορνεῖες καὶ μοιχεῖες. Εἶνε φοβερὸ ὅτι τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀκούγονται ἀκόμα καὶ φρικτὲς βλασφημίες. Ὅπως εἶπε ἕνας σπουδαῖος ἀστυνομικός, ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ ἁμαρτωλὴ ἡμέρα τοῦ ἔτους καὶ προτιμότερο νὰ ἔλειπε, νὰ ἦταν σὰν μιὰ καθημερινή.
⃝ Τὸ Πάσχα χωρὶς Χριστὸ καταντᾷ μία γαστρονομικὴ ἑορτή. Μία συνέπεια αὐτοῦ εἶνε ἡ ἐπιβάρυνσι τῆς ὑγείας· τὶς ἡμέρες αὐτὲς γεμίζουν τὰ νοσοκομεῖα ἀπὸ ἀσθενεῖς μέχρι ἀδιαχωρήτου. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλευρὰ ὑπενθυμίζει τὶς εἰδωλολατρικὲς ἑορτὲς τῶν προγόνων μας. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι δικαιολογοῦνταν· γιατὶ τέτοιους θεοὺς εἶχαν, σὰν τὸ Διόνυσο, τὸ Βάκχο κ.τ.λ.. Ἐμεῖς δικαιολογούμεθα;
ἀντίθεσι;
Δὲν ὑπάρχει ἀντίθεσι, ὑπάρχει κάτι ἄλλο· ὁ Θεὸς δίνει σημασία στὸν τρόπο ποὺ ἑορτάζουμε. Αὐτὸ εἶνε τὸ ζήτημα. Ἐνδιαφέρεται ἂν ἑορτάζουμε κατὰ τὸ θεῖο θέλημα. Ἐὰν δὲν ἑορτάζουμε κατὰ τὸ θεῖο θέλημα, τότε ἐμπίπτουμε στὸν πύρινο κύκλο τῆς ὀργῆς του ποὺ λέει «Τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου».
Λοιπὸν πῶς ἑορτάζουμε ἐμεῖς; Ἂν ῥίξουμε μιὰ ματιά, θλιβερὲς εἶνε οἱ διαπιστώσεις καὶ μελαγχολικὲς σκέψεις γεννάει ὁ τρόπος ποὺ ἑορτάζουν τὸ Πάσχα οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί.
⃝ Ἕνα σημαντικὸ μέρος δὲν ἑορτάζει στὴν ἐκκλησία οὔτε κἂν στὸ σπίτι· ἑορτάζουν στοὺς δρόμους. Ἑκατοντάδες χιλιάδες αὐτοκίνητα ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἄλλες πόλεις –οἱ ὁποῖες ἐρημώνουν– καὶ φεύγουν κατὰ συρροὴ πρὸς τὴν ὕπαιθρο. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» , ἂν τὸ ἀκούσουν, θὰ τὸ ἀκούσουν μέσα στ᾽ αὐτοκίνητα. Πῶς γι᾽ αὐτοὺς νὰ ποῦμε ὅτι ἑορτάζουν ὅπως θέλει ὁ Χριστός; Φρικτὴ εἶνε ἡ κατάστασι καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή. Ἐγὼ τοὐλάχιστον κάθε χρόνο τὴν Τρίτη τοῦ Πάσχα τρέμω νὰ πιάσω ἐφημερίδα· στάζει αἷμα. Παρ᾽ ὅλα τὰ μέτρα ποὺ λαμβάνονται, δὲν ἀποφεύγονται τὰ τροχαῖα. Οἱ ταλαίπωροι οἱ ἀστυνομικοὶ δὲν ἑορτάζουν Πάσχα φυλάγοντας δρόμους καὶ διαβάσεις.
⃝ Ἕνα ἄλλο μεγάλο πλῆθος, ποὺ τὸν ἄλλο καιρὸ δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία, ἔρχονται μόνο στὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως. Περιμένουν καὶ μόλις ἀκουστῇ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» φεύγουν, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ μείνουμε μέχρι τέλους στὴν θεία λειτουργία, διότι παραθέτει τράπεζα. «Ἡ τράπεζα γέμει», λέει· ὄχι ἀπὸ κρέατα ἀλλὰ ἀπὸ ἀθάνατη πνευματικὴ τροφή. «Πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως» (κατηχ. λόγ. ἱ. Χρυσ.). Τὸ θέαμα εἶνε οἰκτρὸ σὲ κεντρικοὺς ναούς, ὅπου προσέρχονται οἱ ἐπίσημοι κ᾽ ἔπειτα φεύγουν ὅλοι, καὶ δὲν ὑπάρχει κάποιος νὰ τοὺς πῇ· Ποῦ πᾶτε; εἶστε Χριστιανοί;…
⃝ Τὴν ὑπόλοιπη ἡμέρα τώρα, ἡ μεγάλη πλειονότητα περνοῦν«ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ» (Λουκ. 21,34)· ἐπιδίδονται σὲ γλέντια, διασκεδάσεις, χοροὺς ἔξαλλους, πάρτυ ἁμαρτωλά, παιχνίδια πονηρά, πορνεῖες καὶ μοιχεῖες. Εἶνε φοβερὸ ὅτι τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀκούγονται ἀκόμα καὶ φρικτὲς βλασφημίες. Ὅπως εἶπε ἕνας σπουδαῖος ἀστυνομικός, ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ ἁμαρτωλὴ ἡμέρα τοῦ ἔτους καὶ προτιμότερο νὰ ἔλειπε, νὰ ἦταν σὰν μιὰ καθημερινή.
⃝ Τὸ Πάσχα χωρὶς Χριστὸ καταντᾷ μία γαστρονομικὴ ἑορτή. Μία συνέπεια αὐτοῦ εἶνε ἡ ἐπιβάρυνσι τῆς ὑγείας· τὶς ἡμέρες αὐτὲς γεμίζουν τὰ νοσοκομεῖα ἀπὸ ἀσθενεῖς μέχρι ἀδιαχωρήτου. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλευρὰ ὑπενθυμίζει τὶς εἰδωλολατρικὲς ἑορτὲς τῶν προγόνων μας. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι δικαιολογοῦνταν· γιατὶ τέτοιους θεοὺς εἶχαν, σὰν τὸ Διόνυσο, τὸ Βάκχο κ.τ.λ.. Ἐμεῖς δικαιολογούμεθα;
* * *
Γι᾽ αὐτὸ ὁ προφήτης λέει «Τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου». Αὐτὸς ὁ τρόπος καταδικάζεται. Καὶ ποιός εἶνε ὁ θεοφιλὴς τρόπος;
⃝ Θεοφιλὴς τρόπος, λέει ἕνας πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, εἶνε νὰ ἑορτάζουμε «μὴ κώμοις, μὴ χοροῖς καὶ παροινίαις, ἀλλὰ ταῖς θεοειδέσιν ἐννοίαις», ὄχι μὲ ἔξαλλες διασκεδάσεις, ὄχι μὲ χοροὺς καὶ μεθύσια, ἀλλὰ μὲ τὶς θεῖες σκέψεις καὶ μὲ τὰ ἱερὰ αἰσθήματα (P.G. 46,656)· ὁ νοῦς νὰ σκέπτεται τὸ μέγα μυστήριο καὶ ἡ καρδιὰ νὰ συμμετέχῃ μὲ ῥῖγος στὴν ἑορτή. Ὅπως παλαιά, ποὺ οἱ ἄνθρωποι κατοικοῦσαν σὲ καλύβες, δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, οὔτε λύκεια καὶ πανεπιστήμια, εἶχαν ὅμως «φόβον Κυρίου», ποὺ εἶνε «ἀρχὴ σοφίας» (Ψαλμ. 110,10. Παρ. 9,10. Σ. Σειρ. 1,14,18).
⃝ Ποιοί ἑορτάζουν σωστὰ τὸ Πάσχα; Ἐκεῖνοι ποὺ προετοιμάστηκαν μὲ ἐξομολόγησι. Δὲν ἐξομολογεῖσαι; δὲν εἶσαι Χριστιανός, δὲν εἶσαι ὀρθόδοξος. Κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος ἐξομολογοῦμαι, ἔχω κ᾽ ἐγὼ πνευματικὸ πατέρα· γιατὶ ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Μὴ παίζουμε μὲ τὸ Θεό. Τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδρασι τῆς ἐξομολογήσεως ἀναγνωρίζουν καὶ ψυχολόγοι, ὅπως ὁ Ἄντλερ (Alfrend Adler 1870-1937). Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἐξωμολογοῦνταν, κανένα ἔγκλημα δὲν θὰ γινόταν. Μεγάλο μυστήριο. Εἶνε τὸ κλειδὶ γιὰ τὸ «γνῶθι σαυτόν».
⃝ Πάσχα λοιπὸν ἴσον προετοιμασία μὲ ἐξομολόγησι γιὰ τὴ θεία κοινωνία· «Λάβετε φάγετε…» (θ. Λειτ.. Ματθ. 26,26. Μᾶρκ. 14,22· Α΄ Κορ. 11, 24). Ἂν δὲν κοινωνήσῃς, ξέρεις πῶς μοιάζει; Σὰν νὰ σὲ καλῇ κάποιος σὲ τραπέζι, κ᾽ ἐνῷ αὐτὸς ξώδεψε καὶ κοπίασε, ἐσὺ νὰ τοῦ λές· Δὲν ἔχω ὄρεξι νὰ φάω… Ἔτσι καὶ τώρα ποὺ εἴμαστε καλεσμένοι στὴν φοβερὰ ἁγία τράπεζα. Δὲν τὸ λέει ὁ ἁμαρτωλὸς Αὐγουστῖνος· τὸ λέει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.
⃝ Κάτι ἄλλο, ποὺ φαίνεται δύσκολο, εἶνε τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα νὰ συγχωρήσῃς. Σήμερα εἶνε ἡμέρα ἀγάπης. Σὲ κάποιο χωριὸ πέθαινε κάποια γριά. Πῆγε ὁ πνευματικός, τὴν ἐξωμολόγησε, καὶ τέλος τῆς λέει· –Ἕνα πρᾶγμα μένει· νὰ καλέσουμε τὸν ἐχθρό σου νὰ τὸν συχωρέσῃς. –Ποτέ – ποτέ, εἶπε ἐκείνη. Τί κρίμα! «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους…», ἀκοῦμε στὴ θεία λειτουργία, καὶ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει θαυμάσια· «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει» (Πάσχ. δοξ. αἴν.).
⃝ Στὰ παλαιὰ τὰ χρόνια στὸν Πόντο καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία, ὅπως λένε οἱ περιηγηταί, στὸ πασχαλινὸ τραπέζι ἄφηναν μιὰ θέσι κενή. Κι ὅταν τὰ παιδιὰ ρωτοῦσαν –Γιὰ ποιόν εἶνε ἡ θέσι αὐτή; –Γιὰ τὸ Χριστό, τοὺς ἔλεγαν. Κ᾽ ἔφερναν νὰ καθήσῃ σ᾽ αὐτὴν κάποιος φτωχός. Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40)· Ἔτσι ἑώρταζαν τὸ Πάσχα.
⃝ Τί ἄλλο νὰ προσθέσω; Ἔχετε γλῶσσα, ἔχετε καρδιά; Μιλᾶτε σήμερα γιὰ τὸ Χριστό! Σήμερα εἶνε ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, δὲν εἶνε ἡ ἡμέρα τοῦ ἄλφα ἢ τοῦ βῆτα. Στὰ σπίτια, ἂν πᾷς καὶ ἀκούσῃς, συζητοῦν γιὰ γάμους, γιὰ συνοικέσια, γιὰ διαζύγια, γιὰ ἐμπόριο, γιὰ ἀγορές, γιὰ χρήματα, καὶ ἰδίως γιὰ πολιτική. Γιὰ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ οὔτε λέξι. Ποῦ εἶνε ἐκεῖνες οἱ ἅγιες γιαγιάδες, ποὺ τὶς θυμώμαστε μὲ δάκρυα! Μᾶς ἔπαιρναν ὅλα τὰ ἐγγονάκια τέτοια μέρα καὶ μᾶς ἔλεγαν ὡραῖα πράγματα γιὰ τὸν Κύριο. Δεῖξτε μου μιὰ οἰκογένεια ποὺ θὰ μιλήσουν σήμερα γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ. Ἐγὼ τοὐλάχιστον αὐτὲς τὶς μέρες θυμᾶμαι τὴν ἀγράμματη γιαγιά μου.
⃝ Νὰ προσθέσω κάτι ἀκόμα; Ἴσως δὲν θὰ τὸ δεχθῆτε. Σᾶς παρακαλῶ, τὴν ὥρα ποὺ θὰ πρόκειται νὰ καθήσετε νὰ φᾶτε, νὰ σκεφθῆτε ὅτι στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴν Ἀσία πέφτουν ἄνθρωποι νεκροί, πεθαίνουν σὰν τὶς μῦγες, γιατὶ δὲν ἔχουν ψωμὶ νὰ φᾶνε. Τὸ πρόβλημα αὐτὸ δὲν μπόρεσε νὰ τὸ λύσῃ οὔτε ὁ σοσιαλισμὸς οὔτε ὁ καπιταλισμός· μόνο ἡ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ μπορεῖ νὰ τὸ λύσῃ. Γιά φανταστῆτε σήμερα νὰ νηστεύαμε ὅλοι, νὰ φᾶμε μόνο λίγο ψωμάκι, μιὰ ἐλιά, λίγο νεράκι, κι ὅ,τι θὰ ἐξοικονομούσαμε νὰ τὸ διαθέταμε γιὰ ἐκείνους τοὺς ἀδελφούς μας…
⃝ Θεοφιλὴς τρόπος, λέει ἕνας πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, εἶνε νὰ ἑορτάζουμε «μὴ κώμοις, μὴ χοροῖς καὶ παροινίαις, ἀλλὰ ταῖς θεοειδέσιν ἐννοίαις», ὄχι μὲ ἔξαλλες διασκεδάσεις, ὄχι μὲ χοροὺς καὶ μεθύσια, ἀλλὰ μὲ τὶς θεῖες σκέψεις καὶ μὲ τὰ ἱερὰ αἰσθήματα (P.G. 46,656)· ὁ νοῦς νὰ σκέπτεται τὸ μέγα μυστήριο καὶ ἡ καρδιὰ νὰ συμμετέχῃ μὲ ῥῖγος στὴν ἑορτή. Ὅπως παλαιά, ποὺ οἱ ἄνθρωποι κατοικοῦσαν σὲ καλύβες, δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, οὔτε λύκεια καὶ πανεπιστήμια, εἶχαν ὅμως «φόβον Κυρίου», ποὺ εἶνε «ἀρχὴ σοφίας» (Ψαλμ. 110,10. Παρ. 9,10. Σ. Σειρ. 1,14,18).
⃝ Ποιοί ἑορτάζουν σωστὰ τὸ Πάσχα; Ἐκεῖνοι ποὺ προετοιμάστηκαν μὲ ἐξομολόγησι. Δὲν ἐξομολογεῖσαι; δὲν εἶσαι Χριστιανός, δὲν εἶσαι ὀρθόδοξος. Κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος ἐξομολογοῦμαι, ἔχω κ᾽ ἐγὼ πνευματικὸ πατέρα· γιατὶ ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Μὴ παίζουμε μὲ τὸ Θεό. Τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδρασι τῆς ἐξομολογήσεως ἀναγνωρίζουν καὶ ψυχολόγοι, ὅπως ὁ Ἄντλερ (Alfrend Adler 1870-1937). Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἐξωμολογοῦνταν, κανένα ἔγκλημα δὲν θὰ γινόταν. Μεγάλο μυστήριο. Εἶνε τὸ κλειδὶ γιὰ τὸ «γνῶθι σαυτόν».
⃝ Πάσχα λοιπὸν ἴσον προετοιμασία μὲ ἐξομολόγησι γιὰ τὴ θεία κοινωνία· «Λάβετε φάγετε…» (θ. Λειτ.. Ματθ. 26,26. Μᾶρκ. 14,22· Α΄ Κορ. 11, 24). Ἂν δὲν κοινωνήσῃς, ξέρεις πῶς μοιάζει; Σὰν νὰ σὲ καλῇ κάποιος σὲ τραπέζι, κ᾽ ἐνῷ αὐτὸς ξώδεψε καὶ κοπίασε, ἐσὺ νὰ τοῦ λές· Δὲν ἔχω ὄρεξι νὰ φάω… Ἔτσι καὶ τώρα ποὺ εἴμαστε καλεσμένοι στὴν φοβερὰ ἁγία τράπεζα. Δὲν τὸ λέει ὁ ἁμαρτωλὸς Αὐγουστῖνος· τὸ λέει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.
⃝ Κάτι ἄλλο, ποὺ φαίνεται δύσκολο, εἶνε τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα νὰ συγχωρήσῃς. Σήμερα εἶνε ἡμέρα ἀγάπης. Σὲ κάποιο χωριὸ πέθαινε κάποια γριά. Πῆγε ὁ πνευματικός, τὴν ἐξωμολόγησε, καὶ τέλος τῆς λέει· –Ἕνα πρᾶγμα μένει· νὰ καλέσουμε τὸν ἐχθρό σου νὰ τὸν συχωρέσῃς. –Ποτέ – ποτέ, εἶπε ἐκείνη. Τί κρίμα! «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους…», ἀκοῦμε στὴ θεία λειτουργία, καὶ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει θαυμάσια· «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει» (Πάσχ. δοξ. αἴν.).
⃝ Στὰ παλαιὰ τὰ χρόνια στὸν Πόντο καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία, ὅπως λένε οἱ περιηγηταί, στὸ πασχαλινὸ τραπέζι ἄφηναν μιὰ θέσι κενή. Κι ὅταν τὰ παιδιὰ ρωτοῦσαν –Γιὰ ποιόν εἶνε ἡ θέσι αὐτή; –Γιὰ τὸ Χριστό, τοὺς ἔλεγαν. Κ᾽ ἔφερναν νὰ καθήσῃ σ᾽ αὐτὴν κάποιος φτωχός. Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40)· Ἔτσι ἑώρταζαν τὸ Πάσχα.
⃝ Τί ἄλλο νὰ προσθέσω; Ἔχετε γλῶσσα, ἔχετε καρδιά; Μιλᾶτε σήμερα γιὰ τὸ Χριστό! Σήμερα εἶνε ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, δὲν εἶνε ἡ ἡμέρα τοῦ ἄλφα ἢ τοῦ βῆτα. Στὰ σπίτια, ἂν πᾷς καὶ ἀκούσῃς, συζητοῦν γιὰ γάμους, γιὰ συνοικέσια, γιὰ διαζύγια, γιὰ ἐμπόριο, γιὰ ἀγορές, γιὰ χρήματα, καὶ ἰδίως γιὰ πολιτική. Γιὰ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ οὔτε λέξι. Ποῦ εἶνε ἐκεῖνες οἱ ἅγιες γιαγιάδες, ποὺ τὶς θυμώμαστε μὲ δάκρυα! Μᾶς ἔπαιρναν ὅλα τὰ ἐγγονάκια τέτοια μέρα καὶ μᾶς ἔλεγαν ὡραῖα πράγματα γιὰ τὸν Κύριο. Δεῖξτε μου μιὰ οἰκογένεια ποὺ θὰ μιλήσουν σήμερα γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ. Ἐγὼ τοὐλάχιστον αὐτὲς τὶς μέρες θυμᾶμαι τὴν ἀγράμματη γιαγιά μου.
⃝ Νὰ προσθέσω κάτι ἀκόμα; Ἴσως δὲν θὰ τὸ δεχθῆτε. Σᾶς παρακαλῶ, τὴν ὥρα ποὺ θὰ πρόκειται νὰ καθήσετε νὰ φᾶτε, νὰ σκεφθῆτε ὅτι στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴν Ἀσία πέφτουν ἄνθρωποι νεκροί, πεθαίνουν σὰν τὶς μῦγες, γιατὶ δὲν ἔχουν ψωμὶ νὰ φᾶνε. Τὸ πρόβλημα αὐτὸ δὲν μπόρεσε νὰ τὸ λύσῃ οὔτε ὁ σοσιαλισμὸς οὔτε ὁ καπιταλισμός· μόνο ἡ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ μπορεῖ νὰ τὸ λύσῃ. Γιά φανταστῆτε σήμερα νὰ νηστεύαμε ὅλοι, νὰ φᾶμε μόνο λίγο ψωμάκι, μιὰ ἐλιά, λίγο νεράκι, κι ὅ,τι θὰ ἐξοικονομούσαμε νὰ τὸ διαθέταμε γιὰ ἐκείνους τοὺς ἀδελφούς μας…
* * *
Ἂς
ἑορτάσουμε, ἀγαπητοί μου, μὲ ἱερὸ ῥῖγος. Ἂς παραδειγματισθοῦμε ἀπὸ
τοὺς ὀρθοδόξους ἐκείνους ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν σὲ μέρη ὅπου ἡ πίστις
μας διώκεται· ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἐκκλησία, δὲ λειτουργεῖ παπᾶς, δὲ
σημαίνει καμπάνα, δὲ βάφουν κόκκινα ἀβγά, δὲ γιορτάζουν φανερά…
Μαθαίνουμε, ὅτι σὲ τέτοια μέρη τὴ νύχτα τοῦ Πάσχα κατεβαίνουν στὰ
ὑπόγεια κρυφά, κλείνουν τὶς πόρτες καὶ προσπαθοῦν νὰ πιάσουν
ἐπικοινωνία μέσῳ ῥαδιοφώνου, ἀκοῦνε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» καὶ κλαῖνε. Οἱ
πολιτικοί μας δυστυχῶς δὲν ἐνδιαφέρονται οὔτε αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη
ν᾽ ἀσκήσουν διπλωματικὴ πίεσι στοὺς ἐκεῖ κρατοῦντας ὑπὲρ τῶν
ἀδελφῶν μας, οἱ ὁποῖοι –σὲ καιρὸ δημοκρατίας– στεροῦνται τὴ στοιχειώδη
θρησκευτικὴ ἐλευθερία. Κοιτάζουν μόνο τὶς ἐμπορικὲς σχέσεις. Ἀλλὰ ἡ
Ἑλλάδα δὲν εἶνε ἐμπόριο· εἶνε φῶς Χριστοῦ – πίστις – Ὀρθοδοξία.
Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι καὶ γιὰ τ᾽ ἀδέρφια μας ἐκεῖνα θὰ ἔρθῃ ἡμέρα ποὺ θ᾽ ἀκούγεται ἐλεύθερα τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν πέθανε, ζῇ καὶ βασιλεύει· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι καὶ γιὰ τ᾽ ἀδέρφια μας ἐκεῖνα θὰ ἔρθῃ ἡμέρα ποὺ θ᾽ ἀκούγεται ἐλεύθερα τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν πέθανε, ζῇ καὶ βασιλεύει· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη
ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία
ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 30-4-1989 στὴν θ.
λειτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου