Πάρα πολλές οικογένειες, έχουν βρεθεί στο πρόβλημα ποιόν ανάδοχο να επιλέξουν για το παιδί τους. Δυστυχώς το πρόβλημα αυτό στις διάφορες οικογένειες, δεν μπαίνει στη σωστή του βάση. Εκείνο το οποίο απασχολεί συνήθως τους γονείς του παιδιού είναι τα θέματα που έχουν να κάνουν με την κοινωνική ζωή τους και τις σχέσεις τους τις οικογενειακές, αλλά και τις σχέσεις τους τις φιλικές.
Για την εκκλησία όμως το θέμα τίθεται σε τελείως διαφορετική βάση.
Ο Ανάδοχος είναι ο πνευματικός πατέρας ή η πνευματική μητέρα για το βαφτιστήρι του. Σύμφωνα με εγκύκλιο της της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων
Το πρόσωπο του αναδόχου είναι ιερό. Συνάπτει δεσμό πνευματικής συγγένειας με τον αναδεκτό (ή την αναδεκτή) και την οικογένειά του. Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης ο ανάδοχος είναι «εγγυητής εις Χριστόν , ώστε τηρείν τα της πίστεως και χριστανικώς ζήν». (PG 155, 213). Ως εκ της φύσεως του λειτουργήματος του επιβάλλεται να τυγχάνει της εμπιστοσύνης και αποδοχής της Εκκλησίας, και να είναι ενεργό μέλος αυτής.
Επομένως δεν επιτρέπεται να παρίστανται ως ανάδοχοι εις το μυστήριο του Βαπτίσματος: οι αλλόθρησκοι, οι ετερόδοξοι, οι σχισματικοί, και αφορισμένοι. Δεν γίνονται επίσης δεκτοί οι γονείς του βαπτοζομένου (ν. 26 Λέοντος του Δ΄ ), οι κληρικοί και οι μοναχοί[1], ενώ από της επικρατήσεως του νηπιοβαπτισμού είναι αδιάφορο το φύλο του αναδόχου. Επίσης αποκλείονται οι δεδηλωμένοι άθεοι και άπιστοι, οι ανήλικοι και οι τελέσαντες πολιτικό γάμο, οι τελευταίοι ως επιδεικτικώς παραβιάζοντες τις εντολές και αποφάσεις της Εκκλησίας[2].
Το πόσο σπουδαία θεωρεί την πνευματική σχέση μεταξύ αναδόχου και αναδεκτού η Ορθόδοξη Εκκλησία φαίνεται και από το γεγονός ότι θεωρεί αυτή τη σχέση πλέον ως συγγένεια και για τον λόγο αυτό κωλύει(=απαγορεύει) την τέλεση θρησκευτικού γάμου μεταξύ τους. Φυσικά το κώλυμα αυτό ίσχυε στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας μέχρι τότε που ήταν σε ισχύ Νόμου μόνον ο θρησκευτικός γάμος. Από τότε όμως που εισήχθη και ισχύει στην Ελλάδα ο πολιτικό γάμος (1982) το κώλυμα αυτό δεν ισχύει πλέον για την πολιτεία. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία όμως ισχύει ως κώλυμα και είναι μεγάλη αμαρτία[3].
Οι αρχές οι οποίες πρέπει να διέπουν την επιλογή του αναδόχου για το παιδί μας πρέπει κατά τη γνώμη μου να κινούνται πάνω στους εξής άξονες.
Ο ανάδοχος πρέπει να είναι χριστιανός ορθόδοξος και θα πρέπει να γνωρίζει σε γενικές γραμμές τη διδασκαλία της εκκλησίας. Αυτό είναι αναγκαίο διότι καλείται να διδάξει το παιδί τις χριστιανικές αλήθειες, βοηθώντας το έργο των γονιών σε αυτό τον τομέα.
Ο ανάδοχος θα πρέπει να είναι άνθρωπος ο οποίος ζει την πνευματική ζωή της εκκλησίας και να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση στο παιδί.
Ο ανάδοχος είναι βέβαια αμαρτωλός, όπως όλοι οι άνθρωποι, αλλά δεν πρέπει να ζει προκλητικά τη ζωή της αμαρτίας , διότι σε τέτοια περίπτωση θα είναι πολύ άσχημο παράδειγμα για το παιδί, με δεδομένο μάλιστα το ότι θα έχει τακτικές σχέσεις και επικοινωνία με την οικογένεια.
Ο ανάδοχος θα πρέπει να διαμένει σε κάποια κοντινή σχετικά απόσταση με τον τόπο διαμονής της οικογένειας, για να μπορεί να βλέπει τακτικά το βαφτιστήρι του, να το συμβουλεύει, να το καθοδηγεί με έργα και με λόγια.
Ο ανάδοχος δεν πρέπει να είναι πάρα πολύ μικρός η πάρα πολύ μεγάλο σε ηλικία. Αν είναι πολύ μικρός συνήθως δεν είναι σε θέση να παίξει καθοδηγητικό ρόλο για το παιδί και λόγω άγνοιας και λόγω ηλικίας. Επίσης μην ξεχνάμε ότι μπορεί να δημιουργηθεί κάποια σχέση συναισθηματική ανάμεσα στον/ην ανάδοχο και το βαφτιστήρι και να επιθυμούν να οδηγηθούν σε γάμο πράγμα το οποίο κωλύεται κατά τους ιερούς κανόνες. Αλλά και το παιδί δεν θα μπορεί να τον δει σαν ένα πρόσωπο κύρους και να διδαχθεί από αυτόν. Παρόμοια και ένας ανάδοχος πολύ μεγάλης ηλικίας είναι δύσκολο να έχει καλή σχέση με το παιδί.
Ο ανάδοχος θα πρέπει να είναι δοκιμασμένος από χρόνια σαν ένας πραγματικός φίλος της οικογένειας. Ένας ανάδοχος με προβληματικές συμπεριφορές μόνο προβλήματα θα φορτώσει στην οικογένεια. Και το πιο πιθανό είναι κάποια στιγμή να διακοπούν οι σχέσεις τους, πράγμα που δεν δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα στο παιδί, έστω και αν είναι λύση ανάγκης.
Σημειώσεις:
[1] Αποφάσεις πατριαρχικής Συνόδου Κων/πόλεως έτ. 1796 Μ. Γεδεών: Καν. Διατάξεις τ. Α΄ σ. 295 επ. και έτ. 1806 αυτόθι τ. Β΄ σ. 106 επ. & 3 Πρβλ. Πέτρον Χαρτοφύλακα εν Συντάγματι τ. Ε΄ σ. 370.
[2] [2] Βλ. Εγκύκλιο Ι. Συνόδου υπ’ αριθμ. 2309/21-1-1982.
[3] http://www.orthmad.gr/
Για την εκκλησία όμως το θέμα τίθεται σε τελείως διαφορετική βάση.
Ο Ανάδοχος είναι ο πνευματικός πατέρας ή η πνευματική μητέρα για το βαφτιστήρι του. Σύμφωνα με εγκύκλιο της της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων
Το πρόσωπο του αναδόχου είναι ιερό. Συνάπτει δεσμό πνευματικής συγγένειας με τον αναδεκτό (ή την αναδεκτή) και την οικογένειά του. Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης ο ανάδοχος είναι «εγγυητής εις Χριστόν , ώστε τηρείν τα της πίστεως και χριστανικώς ζήν». (PG 155, 213). Ως εκ της φύσεως του λειτουργήματος του επιβάλλεται να τυγχάνει της εμπιστοσύνης και αποδοχής της Εκκλησίας, και να είναι ενεργό μέλος αυτής.
Επομένως δεν επιτρέπεται να παρίστανται ως ανάδοχοι εις το μυστήριο του Βαπτίσματος: οι αλλόθρησκοι, οι ετερόδοξοι, οι σχισματικοί, και αφορισμένοι. Δεν γίνονται επίσης δεκτοί οι γονείς του βαπτοζομένου (ν. 26 Λέοντος του Δ΄ ), οι κληρικοί και οι μοναχοί[1], ενώ από της επικρατήσεως του νηπιοβαπτισμού είναι αδιάφορο το φύλο του αναδόχου. Επίσης αποκλείονται οι δεδηλωμένοι άθεοι και άπιστοι, οι ανήλικοι και οι τελέσαντες πολιτικό γάμο, οι τελευταίοι ως επιδεικτικώς παραβιάζοντες τις εντολές και αποφάσεις της Εκκλησίας[2].
Το πόσο σπουδαία θεωρεί την πνευματική σχέση μεταξύ αναδόχου και αναδεκτού η Ορθόδοξη Εκκλησία φαίνεται και από το γεγονός ότι θεωρεί αυτή τη σχέση πλέον ως συγγένεια και για τον λόγο αυτό κωλύει(=απαγορεύει) την τέλεση θρησκευτικού γάμου μεταξύ τους. Φυσικά το κώλυμα αυτό ίσχυε στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας μέχρι τότε που ήταν σε ισχύ Νόμου μόνον ο θρησκευτικός γάμος. Από τότε όμως που εισήχθη και ισχύει στην Ελλάδα ο πολιτικό γάμος (1982) το κώλυμα αυτό δεν ισχύει πλέον για την πολιτεία. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία όμως ισχύει ως κώλυμα και είναι μεγάλη αμαρτία[3].
Οι αρχές οι οποίες πρέπει να διέπουν την επιλογή του αναδόχου για το παιδί μας πρέπει κατά τη γνώμη μου να κινούνται πάνω στους εξής άξονες.
Ο ανάδοχος πρέπει να είναι χριστιανός ορθόδοξος και θα πρέπει να γνωρίζει σε γενικές γραμμές τη διδασκαλία της εκκλησίας. Αυτό είναι αναγκαίο διότι καλείται να διδάξει το παιδί τις χριστιανικές αλήθειες, βοηθώντας το έργο των γονιών σε αυτό τον τομέα.
Ο ανάδοχος θα πρέπει να είναι άνθρωπος ο οποίος ζει την πνευματική ζωή της εκκλησίας και να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση στο παιδί.
Ο ανάδοχος είναι βέβαια αμαρτωλός, όπως όλοι οι άνθρωποι, αλλά δεν πρέπει να ζει προκλητικά τη ζωή της αμαρτίας , διότι σε τέτοια περίπτωση θα είναι πολύ άσχημο παράδειγμα για το παιδί, με δεδομένο μάλιστα το ότι θα έχει τακτικές σχέσεις και επικοινωνία με την οικογένεια.
Ο ανάδοχος θα πρέπει να διαμένει σε κάποια κοντινή σχετικά απόσταση με τον τόπο διαμονής της οικογένειας, για να μπορεί να βλέπει τακτικά το βαφτιστήρι του, να το συμβουλεύει, να το καθοδηγεί με έργα και με λόγια.
Ο ανάδοχος δεν πρέπει να είναι πάρα πολύ μικρός η πάρα πολύ μεγάλο σε ηλικία. Αν είναι πολύ μικρός συνήθως δεν είναι σε θέση να παίξει καθοδηγητικό ρόλο για το παιδί και λόγω άγνοιας και λόγω ηλικίας. Επίσης μην ξεχνάμε ότι μπορεί να δημιουργηθεί κάποια σχέση συναισθηματική ανάμεσα στον/ην ανάδοχο και το βαφτιστήρι και να επιθυμούν να οδηγηθούν σε γάμο πράγμα το οποίο κωλύεται κατά τους ιερούς κανόνες. Αλλά και το παιδί δεν θα μπορεί να τον δει σαν ένα πρόσωπο κύρους και να διδαχθεί από αυτόν. Παρόμοια και ένας ανάδοχος πολύ μεγάλης ηλικίας είναι δύσκολο να έχει καλή σχέση με το παιδί.
Ο ανάδοχος θα πρέπει να είναι δοκιμασμένος από χρόνια σαν ένας πραγματικός φίλος της οικογένειας. Ένας ανάδοχος με προβληματικές συμπεριφορές μόνο προβλήματα θα φορτώσει στην οικογένεια. Και το πιο πιθανό είναι κάποια στιγμή να διακοπούν οι σχέσεις τους, πράγμα που δεν δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα στο παιδί, έστω και αν είναι λύση ανάγκης.
Σημειώσεις:
[1] Αποφάσεις πατριαρχικής Συνόδου Κων/πόλεως έτ. 1796 Μ. Γεδεών: Καν. Διατάξεις τ. Α΄ σ. 295 επ. και έτ. 1806 αυτόθι τ. Β΄ σ. 106 επ. & 3 Πρβλ. Πέτρον Χαρτοφύλακα εν Συντάγματι τ. Ε΄ σ. 370.
[2] [2] Βλ. Εγκύκλιο Ι. Συνόδου υπ’ αριθμ. 2309/21-1-1982.
[3] http://www.orthmad.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου