Ένας από τους μόνιμους καβγάδες και με την Εύα (λιγότερο) και με την Έλενα (περισσότερο) είναι όταν τους μιλάω σαν να είναι bebe.
Και η πλάκα είναι ότι όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα υποκλινόμουν στους γονείς που μιλάνε στα παιδιά τους, που τα αντιμετωπίζουν ως ενήλικες. Αλλά… δάσκαλε που δίδασκες!
Το ακόμη πιο «χαζό», από πλευράς μου, είναι ότι τη μία στιγμή μιλάω στην Έλενα σαν να είναι όχι δέκα χρονών αλλά δέκα μηνών και την άλλη θα… ξεχάσω ότι είναι δέκα χρονών και θα κάνω μπροστά της συζητήσεις που δεν θα έπρεπε να ακούει. Από προβλήματα της δουλειάς, μέχρι καβγάδες… Και μετά, προσπαθώντας να την καλοπιάσω θα της μιλήσω πάλι λες και είναι μωρό. Και κάπου εκεί έρχεται η έκρηξη, το τσουνάμι! Και μαζεύομαι… Μαζεύομαι μέχρι να ξεχαστώ ξανά και να κάνω ξανά τα ίδια…
Με την Εύα πάλι, το ζόρι προκύπτει στις εξόδους. Εκεί που θυμάμαι ότι είναι παιδί και ξεχνάω ότι σε λίγο κλείνει τα 18 (ΔΕΚΑ ΟΚΤΩ). Θέλω από εκείνη να έχει την υπευθυνότητα μεγάλης γυναίκας από το διάβασμα έως τις σχέσεις της και όταν είναι να βγει από το σπίτι το μόνο που δεν έχω κάνει ακόμα είναι να την κυνηγάω από πίσω με τη ζακέτα στο χέρι… Θα το έκανα αλλά είναι πολύ απότομη η «Ολλανδέζα» και μου κόβει τον αέρα…
Κάπως έτσι καταλαβαίνω ότι η μεγαλύτερη δύναμη σε τούτη την πλάση είναι αυτό που ονομάζεται «ισορροπία». Πιο πάνω και από τον Θεό*. Κι είναι αυτή στην οποία πρέπει να αφεθείς. Ούτε να ξεχνάς αλλά ούτε και να θυμάσαι σε σημείο εμμονής ότι τα παιδιά είναι παιδιά. Και γιατί μεγαλώνουν (θες-δεν θες) αλλά και διότι μέχρι να ωριμάσουν και να έχουν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν, πέρα από τα δικά τους και τα δικά σου προβλήματα, οφείλεις, είσαι υποχρεωμένος να τα προφυλάξεις… Να μην τους βάζεις στο μυαλό και στην ψυχή τους τις δικές σου σκιές. Και κυρίως να τα αφήνεις να παίζουν… Όπως και όσο θέλουν.
Γιατί είναι παιδιά… Είτε 9 είτε 19 χρονών… Αν θυμηθείς, δε, ότι υπήρξες κι εσύ παιδί κάποτε και παίξεις μαζί τους, ακόμα καλύτερα. Γιατί εκεί οι στιγμές, οι αναμνήσεις που θα φτιάξεις μαζί τους θα είναι από εκείνες που έχουν στο πλάι το ταμπελάκι «για πάντα».
Και η πλάκα είναι ότι όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα υποκλινόμουν στους γονείς που μιλάνε στα παιδιά τους, που τα αντιμετωπίζουν ως ενήλικες. Αλλά… δάσκαλε που δίδασκες!
Το ακόμη πιο «χαζό», από πλευράς μου, είναι ότι τη μία στιγμή μιλάω στην Έλενα σαν να είναι όχι δέκα χρονών αλλά δέκα μηνών και την άλλη θα… ξεχάσω ότι είναι δέκα χρονών και θα κάνω μπροστά της συζητήσεις που δεν θα έπρεπε να ακούει. Από προβλήματα της δουλειάς, μέχρι καβγάδες… Και μετά, προσπαθώντας να την καλοπιάσω θα της μιλήσω πάλι λες και είναι μωρό. Και κάπου εκεί έρχεται η έκρηξη, το τσουνάμι! Και μαζεύομαι… Μαζεύομαι μέχρι να ξεχαστώ ξανά και να κάνω ξανά τα ίδια…
Με την Εύα πάλι, το ζόρι προκύπτει στις εξόδους. Εκεί που θυμάμαι ότι είναι παιδί και ξεχνάω ότι σε λίγο κλείνει τα 18 (ΔΕΚΑ ΟΚΤΩ). Θέλω από εκείνη να έχει την υπευθυνότητα μεγάλης γυναίκας από το διάβασμα έως τις σχέσεις της και όταν είναι να βγει από το σπίτι το μόνο που δεν έχω κάνει ακόμα είναι να την κυνηγάω από πίσω με τη ζακέτα στο χέρι… Θα το έκανα αλλά είναι πολύ απότομη η «Ολλανδέζα» και μου κόβει τον αέρα…
Κάπως έτσι καταλαβαίνω ότι η μεγαλύτερη δύναμη σε τούτη την πλάση είναι αυτό που ονομάζεται «ισορροπία». Πιο πάνω και από τον Θεό*. Κι είναι αυτή στην οποία πρέπει να αφεθείς. Ούτε να ξεχνάς αλλά ούτε και να θυμάσαι σε σημείο εμμονής ότι τα παιδιά είναι παιδιά. Και γιατί μεγαλώνουν (θες-δεν θες) αλλά και διότι μέχρι να ωριμάσουν και να έχουν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν, πέρα από τα δικά τους και τα δικά σου προβλήματα, οφείλεις, είσαι υποχρεωμένος να τα προφυλάξεις… Να μην τους βάζεις στο μυαλό και στην ψυχή τους τις δικές σου σκιές. Και κυρίως να τα αφήνεις να παίζουν… Όπως και όσο θέλουν.
Γιατί είναι παιδιά… Είτε 9 είτε 19 χρονών… Αν θυμηθείς, δε, ότι υπήρξες κι εσύ παιδί κάποτε και παίξεις μαζί τους, ακόμα καλύτερα. Γιατί εκεί οι στιγμές, οι αναμνήσεις που θα φτιάξεις μαζί τους θα είναι από εκείνες που έχουν στο πλάι το ταμπελάκι «για πάντα».
*Σημείωση Bloger: Σε συνέχεια των όσων γράφονται παραπάνω με πολύ όμορφο τρόπο, θέλουμε να προσθέσουμε ότι:
Στην ορθόδοξη εκκλησία υπάρχει ο όρος διάκριση. Τί σημαίνει;
Να ξέρεις γενικά το "πως να φερθείς". Σηματοδοτείται από τις λέξεις που, πόσο, πότε, ποιος, πως, γιατί. Η διάκριση καταργεί την "ισοπέδωση - ομοιομορφία" και χαρακτηρίζεται από το μέτρο· και λαμβάνει υπόψη της όλους τους παράγοντες που έχουν σχέση με το θέμα που ανακύπτει κάθε φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου