Τα πρόσωπα και η πλοκή είναι φανταστικά. Η ιστορία, όμως, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
Αυτά, με το πρόσωπό της, τα διαπίστωσε
μόνη της, όταν μπήκε στο μπάνιο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Αλλά ο καθρέφτης δε
μιλούσε ποτέ για καρδιές και η Χριστίνα προσπάθησε να σουλουπωθεί λίγο για να μπορέσει
να βγει στον δρόμο. Για την καρδιά είχε ένα σωρό δικαιολογίες.
Είχε τη γιορτή της την προηγούμενη
μέρα, όμως η μαμά δεν έκανε για την κόρη της τίποτα το ιδιαίτερο. Στόλισε το σπίτι
πολύ απλά, πήρε έτοιμα γλυκά από το σούπερ-μάρκετ όπου δούλευε, έφτιαξε το παραδοσιακό
τους, χοιρινό με σέλινο, και μια κοτόπιτα. Βέβαια, δεν της απαγόρευσε να καλέσει
τις φίλες της, αλλά πώς να καλέσει τέτοια μέρα γιορτής από τα σπίτια τους τις συμμαθήτριές
της για ένα απλό… κέρασμα; Και τι θα γινόταν, αν ρωτούσαν για τον μπαμπά;
Ντράπηκε!
Δήλωσε πως δεν είχε όρεξη φέτος και καμώθηκε ότι καταλάβαινε και τη μαμά που κουραζόταν
πολύ. Και δεν κάλεσε κανέναν. Έτσι, στη γιορτή της Χριστίνας μόνο η γιαγιά είχε
έρθει, και αυτή για λίγο, αφού ήταν η μαμά του μπαμπά της Χριστίνας, και προς το
βραδάκι είχαν έρθει και κάτι θείες με τα αντιπαθητικά της τα ξαδέρφια, που όλο γκρίνιαζαν
για το παραμικρό, τσακώνονταν άγρια και της χαλούσαν πάντα τα παιχνίδια.
Άλλες χρονιές περνούσαν όμορφα,
ήταν κι ο μπαμπάς στο σπίτι, η μαμά δε δούλευε τόσες πολλές ώρες, στόλιζε το σπίτι
υπέροχα, έβαζε μουσική, έφτιαχνε σπιτικά γλυκά, πίτες και ένα σωρό άλλες λιχουδιές,
η Χριστίνα προσκαλούσε τους φίλους της και δεν αντιπαθούσε κανέναν.
_ Αυτό το μωρό φταίει! Από τη μέρα
που γεννήθηκε μας έφερε τη γρουσουζιά του! Αλλά κάποια μέρα δε θα μου γλιτώσει,
να μεγαλώσει λίγο και θα δει! Μουρμούρισε θυμωμένη κι έτσι, όπως στεκόταν ακόμα
μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, την πήραν τα κλάματα.
Ένιωθε πως είχε δίκαιο. Αυτό το
μωρό, η μικρή της αδερφή, ήταν η αφορμή και η αιτία για όλες τις αναποδιές. Όλα
είχαν ξεκινήσει από τότε που η μαμά είχε πει στον μπαμπά πως ήταν πάλι έγκυος. Αλλά,
θυμάται η Χριστίνα, εκείνος δε χάρηκε καθόλου, μα αγρίεψε τόσο πολύ, που ξέσπασε
στα τραπέζια και τις καρέκλες, έσπασε αντικείμενα, αναποδογύρισε την πολυθρόνα της
γιαγιάς κοντά στο τζάκι και τέλος σηκώθηκε και έφυγε βροντώντας πίσω του την πόρτα.
Έτσι, έμειναν πίσω σε ένα ρημαδιό οι δυο τους με τη μαμά και ο μπαμπάς εξαφανίστηκε
από τη ζωή τους.
Η Χριστίνα έκλαιγε και χτυπιόταν
για μέρες, αλλά μάταια παρακαλούσε τη μαμά να πάνε να βρουν τον μπαμπά, μάταια την
έβριζε, πως εκείνη ήταν η αιτία, εκείνη και το μωρό. Η μαμά τα υπέμενε όλα σιωπηλή
και δεν απαντούσε λέξη στις κατηγορίες.
Είχε καταφέρει να συγυρίσει γρήγορα
το σπίτι, είχε πετάξει τη σπασμένη πολυθρόνα στην αποθήκη της αυλής, αφού δεν είχε
λεφτά να την ξαναφτιάξει όπως ήταν πριν, είχε αυξήσει το ωράριο στη δουλειά, είχε
συνεχίσει τη ζωούλα της σα να μη συνέβαινε τίποτα. Ούτε λέξη για τον μπαμπά, ούτε
μια απάντηση στις βρισιές και τις κατηγόριες της κόρης. Ώσπου γέννησε και έφερε
το μωρό στο σπίτι.
Από τότε η Χριστίνα την αντιπάθησε
περισσότερο και το μωρό το μίσησε όσο τίποτα άλλο στη γη. Αυτό ήταν η αιτία και
η αφορμή για όλη την καταστροφή της ζωής τους και, επιπλέον, η μαμά είχε ρίξει όλο
το ενδιαφέρον πάνω του.
Σίγουρα ένα βρέφος χρειάζεται πιο
πολλή φροντίδα από ένα κοριτσάκι εννιά χρόνων, αυτό το ήξερε η Χριστίνα. Αλλά η
μαμά, λες και είχε ξεχαστεί πάνω του, όταν ήταν στο σπίτι δεν το άφηνε ούτε λεπτό,
όταν έλειπε, το εμπιστευόταν στη φροντίδα της κυρά- Καμαρωτής, της γειτόνισσας που
ήταν παλιά νοσοκόμα σε ίδρυμα για παρατημένα βρέφη. Ποτέ δεν το άφηνε μόνο η μαμά,
ξεχνούσε ακόμα και τη Χριστίνα, όταν εκείνο έκλαιγε.
«Άκου όνομα, Καμαρωτή!» σκεφτόταν
η Χριστίνα με κακία. «Καμαρωτή είναι αυτή η παλιό- καμπούρα; Ποιος της είπε να ανακατεύεται
στη ζωή μας;»
Τη μισούσε την παλιό- γειτόνισσα.
Μισούσε, γενικά, όλες τις φίλες της μαμά της που κανάκευαν και αγαπούσαν το μωρό,
που ψιθύριζαν συνέχεια μισόλογα χωρίς νόημα για το φευγιό του μπαμπά και σιωπούσαν
αμέσως, όταν πλησίαζε η μικρή. Μισούσε το μωρό, μισούσε τη μαμά που της είχε στερήσει
τον μπαμπά, μισούσε,… μισούσε…
Λίγη ώρα μετά, περπατώντας στους
λασπωμένους δρόμους της πόλης, στάθηκε μπροστά στο εμπορικό κέντρο, όπου δούλευε
η μαμά τόσες ατέλειωτες μέρες, τόσες ατέλειωτες ώρες μέσα στον χρόνο. Ήταν κλειστό,
βέβαια, δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ακόμα και ο τσιγκούναρος ο κυρ- Τάσος που
το διεύθυνε, αναγκαζόταν να κλείνει. Αν δεν ήταν ο νόμος, σκέφτηκε η Χριστίνα, δεν
ήταν σίγουρο τι θα έκανε ο παλιόγερος ακόμα και μια τέτοια μέρα.
Κοίταξε τις βιτρίνες του καταστήματος
ρούχων, έριξε μια ματιά και στο υποδηματοπωλείο και, καθώς βρέθηκε δίπλα στο σούπερ-
μάρκετ όπου δούλευε η μαμά της, προσπέρασε για να μπορέσει να συγκρατηθεί. Δεν το
είχε σε τίποτα, με όλον αυτό τον θυμό που είχε συσσωρευτεί μέσα της τελευταία, να
σηκώσει μια πέτρα και να τα κάνει όλα «γυαλιά- καρφιά»!
_ Αυτό το μωρό φταίει για όλα! Μα
έννοια του, ξέρω εγώ τι θα κάνω! Μουρμούρισε σφίγγοντας τα δόντια της για να μην
ακούσουν οι περαστικοί τι έλεγε. Μέσα της είχε κιόλας φτιάξει το σχέδιο.
Την επομένη, το μεγάλο εμπορικό
άνοιξε τις πόρτες του για τον κόσμο. Άνοιξε η πόρτα και για τη Χριστίνα. Κανείς
από τους σκεφτικούς, μαραζωμένους και βιαστικούς πελάτες δεν έδωσε σημασία στο εννιάχρονο
κοριτσάκι που περπατούσε ανάμεσά τους σκυθρωπό.
Είχαν βάσανα οι άνθρωποι, η οικονομική
κρίση είχε εισβάλει στις τσέπες τους και τις είχε αδειάσει, αλλά, το σπουδαιότερο,
είχε εισβάλει στους περισσότερους και μέσα στις καρδιές τους που ήσαν ήδη αδειανές
από την ευμάρεια και την παράλογη καλοπέραση των περασμένων χρόνων. Και τώρα, στην
καρδιά τους είχε στρογγυλοκαθίσει βασίλισσα, η κρίση! Και τους είχε αφαιρέσει κάθε
στοιχείο ανθρωπιάς. Η οικογένεια κι ο εαυτούλης τους δεν περνούσαν καλά πλέον, τα
χρήματα λιγόστεψαν, τους κακοφαινόταν να μπορούν να ψωνίζουν μόνο τα απαραίτητα.
Οι άλλοι γύρω τους δεν είχαν σημασία, ας έκαναν το κουμάντο τους τα προηγούμενα
χρόνια να έβαζαν τα υπόλοιπα στην Τράπεζα. Τώρα δε θα ήσαν άστεγοι, δε θα κοκάλωναν
από το κρύο στα διαμερίσματα χωρίς πετρέλαιο, δε θα λιποθυμούσαν στο σχολείο τα
παιδιά τους. Ας ήσαν πιο έξυπνοι τις καλές μέρες, τότε που το κράτος μοίραζε λεφτά…
αδιακρίτως. Μπορούσαν κι εκείνοι να είχαν ωφεληθεί από τα προγράμματα και τα κοντύλια.
Και… από τις μίζες. «Ο καθένας κάνει, φυσικά, τις δικές του επιλογές.»
Έτσι, η Χριστίνα πέρασε σχεδόν απαρατήρητη
ανάμεσά τους και κανείς τους δεν πρόσεξε ότι δεν είχε συνοδό. Ένα τόσο μικρό κοριτσάκι
στο πολυκατάστημα, μόνο του!
Η Χριστίνα προχώρησε θαρραλέα. Το
πολυκατάστημα το ήξερε σαν την τσέπη της. Αλλά δεν προχώρησε προς το σούπερ- μάρκετ
όπου βρισκόταν από νωρίς τα χαράματα η μαμά, αυτή έστριψε και κατευθύνθηκε προς
το κέντρο, εκεί όπου δέσποζε το μεγάλο κατάστημα παιχνιδιών. Παραμονές των εορτών,
ήξερε, ότι γινόταν το αδιαχώρητο, δε θα μπορούσε να πλησιάσει. Αλλά σήμερα, τρίτη
μέρα των Χριστουγέννων, ο κόσμος ήταν ακόμα λίγος και τούτη την πρωινή ώρα, ακόμα
λιγότερα τα παιδιά.
Όμως «αυτός» ήταν εκεί. Καθόταν
πάνω στην πολυθρόνα του, με την κατακόκκινη στολή του φρεσκοσιδερωμένη, με τα φρύδια,
τα μαλλιά και τα γένια κάτασπρα και με την κοιλιά τουρλωτή. Ο αϊ Βασίλης!
Η Χριστίνα πλησίασε με την καρδιά
της να παίζει σφυριές και περίμενε υπομονετικά τη σειρά της. Μπροστά της στέκονταν
και περίμεναν ήδη δυο τρία νήπια και ένα παιδί σχεδόν στην ηλικία της. Το παιδί
ήταν αγοράκι και φαινόταν συγκεντρωμένο σε αυτό που θα ρωτούσε τον «άγιο». Η Χριστίνα
ένιωσε να θέλει να γελάσει, μα συγκρατήθηκε, γιατί το παιδί δεν ήταν μόνο του, συνοδευόταν
από τον μπαμπά του. Τον μπαμπά του! Αντί να γελάσει, με το ζόρι κατάπιε τα δάκρυα
που της ανέβηκαν ξαφνικά στα μάτια. Και για να μη βάλει τα κλάματα εκεί μπροστά
σε όλους, είχε και τον εγωισμό της, αποφάσισε να μη δώσει σημασία πια σε τίποτα
άλλο, παρά να συγκεντρωθεί στον σκοπό της.
Και σκοπός της ήταν να κάνει ρεζίλι
τον άγιο που δεν υπήρχε, να κάνει άνω- κάτω το πολυκατάστημα, να καταφέρει να απολύσουν
τη μαμά της για να την έχει και πάλι στο σπίτι ατέλειωτες ώρες και να μην την αφήνει
αυτή, μικρή κοπελίτσα, να φροντίζει εκείνο το απαίσιο μωρό. Τώρα που σκέφτηκε μωρό
με το ζόρι κατάφερε να κρύψει το χαιρέκακο χαμόγελο, καθώς σκέφτηκε τις τσιμπιές
που του είχε δώσει πρωί- πρωί. Το είχε κάνει να φωνάξει και να κλάψει όσο δεν είχε
ξανακλάψει ποτέ βρέφος και όσο εκείνο έκλαιγε, τόσο και χαιρόταν η Χριστίνα.
«Θα κλάψεις πολύ ακόμα, κακό μωρό,
που ήρθες απρόσκλητο στη ζωή μας! Εσύ έδιωξες από το σπίτι τον μπαμπά, εσύ φταις
που η μαμά δουλεύει σαν τρελή για τις πάνες και το γάλα σου! Εσύ!» σκεφτόταν και
η κακία μεγάλωνε τόσο πολύ μέσα της, ώστε έκανε στροφή και αποφάσισε να πάει πρώτα
από το μπακάλικο της μαμάς, να της τα ψάλλει, να της φωνάξει και να την κάνει παντού
ρεζίλι, πριν κάνει ρεζίλι και τον ξένο που παρίστανε τον αϊ Βασίλη. Του τα είχε
κι αυτού μαζεμένα, γιατί δεν ήρθε ο μπαμπάς στο σπίτι, όπως τον είχε παρακαλέσει
την παραμονή των Χριστουγέννων, γιατί δεν έφυγε το απαίσιο μωρό από τη ζωή τους.
Αλλά πρώτα, είχε σειρά η μαμά!
Η οργή της μεγάλωνε σε κάθε της
βήμα, στο μικρό της μυαλό έλεγε και ξαναέλεγε τι θα ξεφώνιζε στη μαμά, πρόσθετε
κι άλλα, κι άλλα, ώσπου… στάθηκε απότομα, λες και κοπάνησε πάνω σε τοίχο. Ίσως,
αν κοπανούσε σε τοίχο, να πονούσε λιγότερο, από όσα άκουσε άθελά της.
Βρισκόταν πίσω από μια στοίβα τελάρα,
πριν από την αποθήκη του μανάβικου, δυο μέτρα περίπου πιο δεξιά από τα ψυγεία όπου
η μαμά είχε συνήθως το πόστο της. Θα έστριβε και…
Αλλά η μαμά δεν ήταν στο πόστο της
εκείνη τη στιγμή. Πίσω από τη στοίβα τα τελάρα η Χριστίνα είχε ακούσει καθαρά μέσα
από το κλάμα και τους λυγμούς τη φωνή της, καθώς μιλούσε με την Αντιγόνη, τη φίλη
της. Και, έτσι όπως είχε κοκαλώσει στη θέση της, άκουσε κι όλη την άλλη συζήτηση,
άκουσε αυτά που ψιθύριζε κρυφά η μαμά με τις φίλες της, όταν η κόρη έλειπε.
_ Το κοριτσάκι μου είναι δυστυχισμένο,
Αντιγόνη μου, το μωρό μου πεθαίνει κι αυτός ο αλήτης σήκωσε όλες μας τις οικονομίες
από την Τράπεζα, σήκωσε ακόμα και τα δικά μου λεφτά και μας εγκατέλειψε άφραγκους
για να σπιτώσει την άλλη και το παιδί της.
_ Τι λες, Σωτηρία μου! Τόσο αναίσθητος
είναι; Άντε, εσένα δε σε υπολογίζει, μα τα παιδιά του;
_ Ποια παιδιά; Αυτός είχε διπλή
ζωή και δεν το είχα πάρει είδηση. Μας «δούλευε» όλους τόσα χρόνια, ακόμα και τη
δόλια τη μάνα του.
_ Μη μου λες για δαύτην. Δε σου
έκανε και λίγα!
_ Κι όμως, πήρε το μέρος μου τούτη
τη φορά. Ντράπηκε που έγιναν έτσι τα πράγματα, δεν το περίμενε από τον κανακάρη
της να φερθεί έτσι! Και τα παιδιά τα αγαπάει, έρχεται και τα βλέπει. Ήρθε και στη
γιορτή της Χριστινούλας μου προχτές, να είναι καλά η γυναίκα. Αλλά το κοριτσάκι
μου μαραζώνει, έχει θυμό μέσα του, το βλέπω.
_ Γιατί δεν της λες την αλήθεια
κι εσύ;
_ Τι να πω σε ένα εννιάχρονο πλασματάκι,
Αντιγόνη μου; Τι να πρωτοπώ; Πώς να πω στο κοριτσάκι μου ότι ο πατέρας της, που
του έχει αδυναμία, είχε τόσα χρόνια και άλλη γυναίκα και είχε μαζί της και παιδί;
Πώς να της εξηγήσω ότι δουλεύω ατέλειωτες ώρες, γιατί μας καταλήστεψε ο παλιάνθρωπος
και μας άφησε αβοήθητους στους πέντε δρόμους; Πώς να της πω ότι η αδερφούλα της,
το μωράκι μου, έχει λευχαιμία κι εγώ δεν μπορώ να τη βοηθήσω με τη φτώχια που με
δέρνει;
_ Μα… μαμά;
Στην τρεμουλιαστή κοριτσίστικη φωνούλα
οι δυο γυναίκες γύρισαν απότομα και η μία χλόμιασε, παραπάτησε και λιποθύμησε στα
πόδια της άλλης. Όταν συνήλθε, δεν πρόλαβε να πει λέξη. Έβλεπε την κόρη από… τη
μεγάλη οθόνη μιας από τις τηλεοράσεις του πολυκαταστήματος. Ή, μάλλον, σχεδόν από
όλες τις τηλεοράσεις. Και μαζί με εκείνη, το κοριτσάκι το έβλεπαν και το άκουγαν
όλοι οι πελάτες και… σχεδόν όλοι στην πόλη, αφού η αναμετάδοση γινόταν από την τοπική
τηλεόραση.
Όταν λιποθύμησε η μαμά, η Χριστίνα
έπαθε ακόμα ένα σοκ. Και αντί να μείνει μαζί της, γύρισε απότομα και έτρεξε κατευθείαν
εκεί που καθόταν ο στρογγυλός και κοκκινοντυμένος αϊ Βασίλης. Έσπρωξε το παιδί που
ήταν έτοιμο να ανέβει στα πόδια του και πήρε
τη θέση του εκείνη. Αλλά κανείς δεν τη μάλωσε, παρόλη την αναστάτωση που είχε προκαλέσει.
Έκλαιγε γοερά, με λυγμούς και, αντί να μιλάει, στρίγγλιζε συνέχεια τα ίδια και τα
ίδια.
_ Η μαμά πέθανε, το μωρό μας πεθαίνει
και φταίω εγώ. Εγώ φταίω και ο μπαμπάς. Δε μας αγαπάει ο μπαμπάς. Πεθαίνει η μαμά,
πεθαίνει το μωρό… Κάνε κάτι, άγιε, κάνε κάτι!
Είδαν κι έπαθαν να ηρεμήσουν το
παιδί. Κάποιος της έφερε ένα ποτήρι νερό, ο «άγιος» την είχε αγκαλιάσει σφιχτά,
τρυφερά, όπως αγκάλιαζε και τα δικά του παιδιά όταν πήγαινε σπίτι, όλοι ενδιαφέρθηκαν
να μάθουν, μερικά μωρά έβαλαν τα κλάματα και τα απομάκρυναν, κάποιος έφερε κοντά
την κάμερα του τοπικού καναλιού, που μόλις είχε μπει για να τραβήξει την κίνηση
στο πολυκατάστημα μετά την προχθεσινή μεγάλη γιορτή. Ξεκίνησε σαν ένα ρεπορτάζ ρουτίνας
σε μια μικρή πόλη και αναπάντεχα έγινε μάρτυρας ενός δράματος, σπάζοντας τα νούμερα
της τηλεθέασης σε εσωτερικό και εξωτερικό.
Όσο καταλάγιαζε η θλίψη και συνερχόταν
το παιδί, πολλοί ήσαν εκείνοι που ενδιαφέρθηκαν να μάθουν τι ακριβώς συνέβαινε.
Αλλά η Χριστίνα είχε κρεμαστεί από τα ψεύτικα γένια του αϊ Βασίλη και δεν την ένοιαζε
πια αν ήταν αληθινός ή όχι. Αυτό που έκαιγε την ψυχούλα της ήταν η επιθυμία για
συγγνώμη και για τη ζωή της μαμάς και του μωρού.
_ Σε παρακαλώ, άγιε! Κάνε να ζήσει
η μαμά μου, κάνε να ζήσει το μωράκι μας. Η αδερφούλα μου δε φταίει σε τίποτα. Εγώ
ήμουν κακιά και όλο την τσιμπούσα να πεθάνει. Νόμιζα πως εξαιτίας της έφυγε ο μπαμπάς.
Μετανιώνω, άγιε. Δεν ήξερα! Συγγνώμη, συγγνώμη. Κάνε κάτι, κάνε ένα θαύμα!
Είχε τρέξει ο γέρος που έκανε τον
διευθυντή εκεί μέσα να την πάρει από κει, να μην τρομάζει τους πελάτες, να τη φοβερίσει
πως αν έκανε κι άλλη φασαρία, θα έδιωχνε τη μάνα της. Την απείλησε και με την αστυνομία.
Αλλά τότε πρόσεξε ότι τον έπαιρνε η κάμερα, είδε και την αγανάκτηση του κόσμου και…
«τα γύρισε».
_ Ελάτε τώρα, δεν τα εννοούσα, μα
είπα να απομακρύνω το παιδί, να το ησυχάσουμε με τρόπο,…
Ό, τι και να είπε ο γέρος, κανείς
δεν του έδωσε σημασία, πελάτες και ρεπόρτερ του έδωσαν μια σπρωξιά να πάει πίσω
και η προσοχή τους στράφηκε πάλι στη θλιμμένη μικρούλα.
Ο αϊ Βασίλης, ο ψεύτικος είχε κάνει
ήδη ένα μικρό θαύμα. Ήταν πατέρας και ο ίδιος, όμως καμιά σχέση με τον πατέρα της
Χριστίνας. Αυτός ήταν πατέρας τεσσάρων μικρών παιδιών, στοργικός, τρυφερός, γεμάτος
αγάπη. Και γνώριζε ότι ήταν ψεύτικος. Τη δουλειά στο πολυκατάστημα την είχε δεχτεί
μόνο και μόνο για να μπορέσει να πάρει κάτι στα παιδιά του, μέρες που ήταν. Ο μικρός
μισθός που έπαιρνε σαν οδοκαθαριστής δεν έφτανε ούτε για «ζήτω» και η γυναίκα του
δεν μπορούσε να εργαστεί έξω από το σπίτι με τέσσερα παιδιά και χωρίς βοήθεια από
κανέναν.
Αυτός, λοιπόν, ο αϊ Βασίλης έκανε
το πρώτο δώρο στη μικρούλα που καθόταν απελπισμένη στα γόνατά του. Κατάφερε με τη
στοργή του να την ηρεμήσει και να σταματήσει το κλάμα της. Και μετά άρχισε να της
μιλάει σιγά, απαλά, γλυκά.
_ Πώς σε λένε, κοριτσάκι;
_ Χριστίνα.
_ Λοιπόν, Χριστίνα, εξήγησέ μου
τώρα ήσυχα για να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει.
Η μικρούλα ένιωθε την ανάγκη να
βγάλει από μέσα της όσα την πίκραιναν τόσον καιρό, να εξομολογηθεί και τη δική της
κακία και δεν την ένοιαζε ποιος την άκουγε. Ήθελε μόνο να λευτερωθεί από το βάρος
που δεν μπορούσε να σηκώσει. Ήταν μόλις εννιά χρονών κι άλλα κοριτσάκια της ηλικίας
της ήξεραν μόνο να παίζουν με τις κούκλες.
_ Ξέρω ότι δεν είσαι αληθινός, δεν
μπορείς να με βοηθήσεις. Είσαι μόνο για τις γιορτές, τη δουλειά σου κάνεις, μουρμούρισε
στο τέλος γεμάτη θλίψη.
Ένα «ααα!» ακούστηκε από τα στόματα
των παιδιών που περίμεναν πιο πέρα με τους γονείς τους, αλλά κανείς από τους μεγάλους
δεν έδωσε σημασία, ούτε ο «άγιος» φάνηκε να ταράζεται. Απεναντίας, χαμογέλασε πλατιά.
_ Ναι, Χριστίνα, τη δουλειά μου
κάνω κι επειδή την κάνω καλά, θα σου δείξω αυτόν που θα σε βοηθήσει.
_ Αλήθεια; Ποιον;
_ Μα τον Αϊ Βασίλη, φυσικά! Αυτόν
δεν ήρθες να συναντήσεις;
_ Αχ, νόμιζα πως μου έλεγες αλήθεια.
Δε θέλω να αγοράσω παιχνίδια. Η αδερφούλα μου πεθαίνει…
_ Άκου, μικρούλα, την υγεία εγώ
δεν μπορώ να τη δώσω. Όμως μπορεί ο πραγματικός Άγιος Βασίλης. Έλα να σου τον δείξω,
να πας να τα πεις σε Εκείνον.
_ Πραγματικός; Τον κοίταξε η Χριστίνα
με αμφιβολία.
Ο χοντρούλης με τα κόκκινα ρούχα
και τη λευκή γενειάδα κουνήθηκε, σηκώθηκε από τη θέση του και άνοιξε τη ρόμπα μπροστά
στο στήθος του. Τα άλλα παιδιά είδαν που η κοιλιά του ήταν ψεύτικη, αλλά πάλι κανείς
δεν έδωσε σημασία. Όλοι, ακόμα και τα μικρά κοιτούσαν τώρα με περιέργεια. Τι θα
έκανε τώρα αυτός ο παράξενος «άγιος» του εμπορικού;
Ατάραχος εκείνος, έψαξε μια κρυφή
τσέπη στην μπλούζα που φορούσε από μέσα και έβγαλε μια εικονίτσα. Την έδειξε στη
μικρή με χαμόγελο.
_ Ξέρεις, με λένε στ’ αλήθεια Βασίλη.
Γιορτάζω την Πρωτοχρονιά. Και κουβαλάω πάντα πάνω μου αυτή τη μικρή εικόνα με τον
Άγιο που με προστατεύει. Αυτός είναι ο πραγματικός!
_ Ο πραγματικός; Υπάρχει; Ρώτησε
με λαχτάρα το κοριτσάκι και μαζί της, την ίδια ερώτηση έκαναν σιωπηλά και τα άλλα
παιδιά που περίμεναν ένα γύρω.
Στην εικόνα που της είχε δώσει ο
χοντρός με τα κόκκινα ρούχα, είδε έναν ψηλόλιγνο άντρα με μαύρα μακριά γένια, σκούρα
χακί μακριά ρούχα και σκεφτική έκφραση. Αλλά τα μάτια του έμπαιναν λες στην ψυχή
της. Και πάνω στην εικόνα έγραφε « Μέγας Βασίλειος». Κάτι αχνό, όχι και πολύ συγκεκριμένο
πέρασε από τη σκέψη της, μια θολή θύμηση από κάποια σχολική γιορτή για κάτι… ιεράρχες, εκεί σα να είχε ξανακούσει αυτό
το όνομα. Και ξαναρώτησε διστακτικά.
_ Αυτός ο Άγιος Βασίλης είναι πραγματικός;
_ Ναι! Αυτός είναι ο Άγιος. Είναι
πραγματικός και αγαπούσε πολύ όλα τα παιδάκια της γης. Μάζευε κοντά του όλους όσους
πονούσαν και είχαν προβλήματα. Και τώρα σε ακούει. Σε αυτόν μπορείς να ζητήσεις
την υγεία του μωρού και της μαμάς.
_ Και τη συγγνώμη;
_ Και τη συγγνώμη!
_ Μα είναι μόνο μια εικόνα. Τι μπορεί
να κάνει μια εικόνα; Ούτε να μου μιλήσει δεν μπορεί. Μπορεί να με ακούσει;
_ Χμ. Άκου, η εικόνα δε θα σου μιλήσει.
Αλλά, σκέψου πως είναι κάτι σαν το τηλέφωνο του Θεού. Το τηλέφωνο δε σου απαντά,
μεταφέρει, όμως, μηνύματα και κάποιος σε ακούσει από την άλλη μεριά της γραμμής.
Εσύ τα λες στον Άγιο και αυτός μεταφέρει το μήνυμά σου στον Θεό. Και μετά, όλα θα
γίνουν όπως πρέπει.
Τι έγινε μετά; Ο αϊ Βασίλης του
εμπορικού ύστερα από τις γιορτές ξαναγύρισε στη δουλειά του στα απορριμματοφόρα
του Δήμου. Κανείς δεν ήξερε πώς ήταν το πραγματικό του πρόσωπο εκτός από τον παλιόγερο
Διευθυντή του εμπορικού, ο οποίος όταν τον πλήρωνε για τη σαιζόν, του δήλωσε καθαρά
και ξάστερα πως δε θα τον ξανά- χρειαζόταν σε κανένα πόστο εκεί μέσα.
Ο άνθρωπος γύρισε στην οικογένειά
του με χαμόγελα, αφού είχαν κερδίσει τα απαραίτητα για κείνο το διάστημα και με
ικανοποίηση για το ρόλο του στην υπόθεση της μικρής Χριστίνας.
Δεν ξαναγύρισε, φυσικά, ο μπαμπάς
της, αλλά ούτε κι αυτή τον ήθελε πια στο σπίτι τους. Όσο για το μωρό, μετά από την
τρομερή τηλεθέαση που είχε η ιστορία της, πολλοί προσφέρθηκαν να βοηθήσουν. Το μωράκι
ταξίδεψε στην Αγγλία, βρέθηκε δότης, έγιναν τα απαραίτητα, πλήρωσαν πλούσιοι και
φτωχοί και όλα πήγαν καλά.
Ένα χρόνο μετά η Χριστίνα γιόρτασε
πάλι τη γιορτή της πανηγυρικά τούτη τη φορά, σε ένα καταστόλιστο σπίτι, με τη γιαγιά
καθισμένη σε μια ολοκαίνουρια πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι, με τις φίλες της και,
προπαντός, με τη μαμά ήρεμη και γελαστή και ξεκούραστη.
Ο δικηγόρος που της βρήκαν οι «Μεγάλοι
χορηγοί», κατάφερε να της γυρίσει το δικαστήριο πίσω όλα τα δικά της χρήματα που
της είχε αρπάξει ο αλήτης- σύζυγος από τον κοινό τους λογαριασμό. Αποδεικτικό στοιχείο,
ο μισθός της που έμπαινε κάθε δεκαπέντε μέρες στο βιβλιάριο. Εκτός αυτού, το δικαστήριο
απεφάνθη ότι ο άδικος σύζυγος έπρεπε να της πληρώσει και μια γερή αποζημίωση για
τις προηγούμενες αδικίες του απέναντί της, καθώς και μια καθόλου ευκαταφρόνητη διατροφή.
Έτσι, η μαμά δε χρειαζόταν να εργάζεται
πια και αφοσιώθηκε στα παιδιά της με όλη της την ψυχή. Ήταν χαρούμενη, γελαστή και
ξεκούραστη τώρα και η Χριστίνα την υπεραγαπούσε, όπως αγαπούσε και τη μικρή της
αδερφούλα, την οποία πρόσεχε σαν τα μάτια της.
Και ο ψεύτικος άγιος; Ο πατέρας
των τεσσάρων παιδιών; Υπάρχει δικαιοσύνη. Έψαξαν και τον βρήκαν από το κανάλι. Σεβάστηκαν,
βέβαια, την επιθυμία του να παραμείνει άγνωστος και ανώνυμος, αλλά του ανταπέδωσαν
την ανθρωπιά που είχε δείξει, με άλλον τρόπο.
Ο Βασίλης, ο οδοκαθαριστής, είναι
πια πολύ ικανοποιημένος για τον καλό μισθό που παίρνει στη νέα του δουλειά, ως θυρωρός
στο κανάλι.
Και δεν ξεχνάει… Η πρόσληψή του
έγινε την Παραμονή της ονομαστικής του εορτής. Το τηλέφωνο μεταξύ του Αγίου και
του Θεού εξακολουθούσε να λειτουργεί σωστά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου