Κείμενο Εὐαγγελίου (Ἰωάννου α´ 44-52)
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τήν Γαλιλαίαν· καί εὑρίσκει Φίλιππον
καί λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. Ἦν δέ ὁ Φίλιππος ἀπό Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου
καί Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ καί λέγει αὐτῷ· ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν
τῷ νόμῳ καί οἱ προφῆται εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ τόν ἀπό Ναζαρέτ.
Καί εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος·
ἔρχου καί ἴδε. Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τόν Ναθαναήλ ἐρχόμενον πρός αὐτόν καί λέγει περί
αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν
με γινώσκεις; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα
ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε. Ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καί λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σύ εἶ ὁ υἱός
τοῦ Θεοῦ, σύ εἶ ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν
σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει. Καί λέγει αὐτῷ· ἀμήν
ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τόν οὐρανόν ἀνεῳγότα, καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ
ἀναβαίνοντας καί καταβαίνοντας ἐπί τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου.
Μετάφραση Εὐαγγελίου (Ἱωάννου α´ 44-52)
Κατ᾿ ἐκεῖνον
τόν καιρόν θέλησε ὁ Ἰησοῦς νά μεταβῆ εἰς
τήν Γαλιλαίαν καί βρίσκει τόν Φίλιππον καί τοῦ λέγει, «Ἀκολούθησέ με». Κατήγετο
δέ ὁ Φίλιπποςἀπό τήν Βηθσαϊδά, ἀπό τήν πόλιν τοῦ Ἀνδρέα καί τοῦ Πέτρου. Ὁ Φίλιππος
εὑρίσκει τόν Ναθαναήλ καί τοῦ λέγει, «Εὑρήκαμε ἐκεῖνον, διά τόν ὁποῖον ἔγραψε ὁ
Μωϋσῆς εἰς τόν νόμον καί οἱ Προφῆται, τόν Ἰησοῦν, τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τήν
Ναζαρέτ». Καί ὁ Ναθαναήλ τοῦ εἶπε, «Εἶναι δυνατόν ἀπό τήν Ναζαρέτ νά προέλθη
κανένα καλό;». Λέγει εἰς αὐτόν ὁ Φίλιππος, «Ἔλα νά ἰδῆς». Εἶδε ὁ Ἰησοῦς τόν
Ναθαναήλ νά ἔρχεται πρός αὐτόν καί εἶπε, «Νά ἕνας ἀληθινός Ἰσραηλίτης, εἰς τόν ὁποῖον
δέν ὑπάρχει δόλος». Ὁ Ναθαναήλ τοῦ εἶπε, «Ἀπό ποῦ μέ γνωρίζεις;». Καί ὁ Ἰησοῦς
τοῦ ἀπεκρίθη, «Πρίν σέ φωνάξη ὁ Φίλιππος, σέ εἶδα νά εἶσαι κάτω ἀπό τή συκιά». Ὁ
Ναθαναήλ τοῦ λέγει, «Ραββί, σύ εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σύ εἶσαι ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ».
Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἐπειδή σοῦ εἶπα ὅτι σέ εἶδα κάτω ἀπό τή συκιά, πιστεύεις;
Θά ἰδῆς μεγαλύτεραπράγματα ἀπό αὐτά». Καί προσέθεσε, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια, σᾶς λέγω,
ἀπό τώρα θά βλέπετε τόν οὐρανόν ἀνοιγμένον καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβαίνουν
καί νά κατεβαίνουν πρός τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου».
Πατερικές Ἑρμηνευτικές σκέψεις
ΑΓΙΟΥ
ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (ΜΙGΝΕ Ρ. G.
τ. 140, στ. 660-676)
Μέ ρώτησε
κάποιος ἀπό τούς Βογομίλους. Γιατί, μοῦ εἶπε, προσκυνᾶτε τοίχους, καί σανίδες
καί ἀσβέστη καί διάφορα χρώματα; Λέγοντας δέ αὐτά ἐννοοῦσε τίς ἅγιες εἰκόνες.
Κι ἐγώ τοῦ εἶπα· Πότε εἶδες κάποιον ἀπό τούς πιστούς τῆς δικῆς μας Ἐκκλησίας νά
πηγαίνει στά ἀσβεστοκάμινα ἤ στά ἐρείπια, ὅπου βρίσκονται σωροί ἀπό πέτρες ἤ στά
χρωματοπωλεῖα καί νά τά προσκυνᾶ καί νά τά σέβεται; Ἄν ἀπονέμαμε σεβασμό στίς πέτρες
καί τά χρώματα, ἀναγκαστικά, ὅπου βλέπαμε ἤ πέτρα ἤ σανίδα, θά τά προσκυνούσαμε.
Τώρα ὅμως αὐτό δέ γίνεται κι οὔτε ἐσύ, ὁ ἐχθρός τῆς ἀλήθειας, θά τολμήσης νά τό
πῆς. Ἀπονέμουμε τό σεβασμό ὄχι στά ὑλικά ἀλλά στή μορφή πού τά ὑλικά σχηματίζουν·
καί ὄχι σέ κάθε μορφή, ἀλλά στοῦ Χριστοῦ, τῆς ὑπέραγνης μητέρας τοῦ Θεοῦ καί τῶν
ἄλλων ἁγίων. Ἡ τιμή τῆς εἰκόνας πηγαίνει στό πρωτότυπο πού εἰκονίζει. Κι ἀπεικονίζεται
ὁ Χριστός πάνω σ᾿ αὐτή τή σανίδα ἤ πάνω στόν τοῖχο γυμνός μέ ἁπλωμένα τά χέρια
στό σταυρό. Καί στέκονται κοντά οἱ Ἰουδαῖοι
πού τόν ποτίζουν ξύδι καί χολή καί τόν κεντοῦν στήν πλευρά, ἐνῶ ὁ Πιλᾶτος κάθεται
σέ θρόνο μέ πολλούς δορυφόρους. Ὅλα αὐτά ἱστορημένα μέ χρώματα. Ἐμεῖς ὅμως,
παραβλέποντας τόν καθισμένο στό θρόνο, τούς Ἰουδαίους πού τόν περιγελοῦν, τούς
δορυφόρους πού τόν πληγώνουν, προσκυνοῦμε καί ἀσπαζόμαστε Αὐτόν πού εἶναι
κρεμασμένος πάνω στό σταυρό, Αὐτόν πού αὐτοί περιγελοῦν. Κι ἐδῶ κι ἐκεῖ ὑπάρχουν
χρώματα, κι ἐδῶ κι ἐκεῖ ὑπάρχουν μορφές. Γιατί ὅμως ἄλλες μισοῦμε κι ἀποστρεφόμαστε
καί ἄλλες τίς ἀγαποῦμε καί τίς ἀσπαζόμαστε; Γιατί; Νά σοῦ πῶ. Γνωρίζουμε ὅτι τά
ἅγια πρότυπα ἔχουν καί ἅγιες ἀπεικονίσεις. Τά μιαρά πάλι πρότυπα ἔχουν καί μιαρές
ἀπεικονίσεις.
Πάλι
σέ ρωτῶ (τοῦ εἶπα) κι ἀπάντησέ μου πάλι. Τό Εὐαγγέλιο τό θεωρεῖς ἅγιο καί τό σέβεσαι
σά θησαυροφυλάκιο τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἤ κι αὐτό τό ἀποστρέφεσαι καί τό κατατάσσεις
στά ἀνάξια τιμῆς; ῎Οχι, ἀπαντᾶ, ἀνάξιο, ἀλλά τό θεωρῶ ἄξιο γιά μεγάλη τιμή καί
τό προσκυνῶ καί τό ἀσπάζομαι. Τοῦτο τό εἶπες καλά. Εἶναι στ᾿ ἀληθινά πολυτιμότατο
καί ἁγιώτατο, πραγματικά βιβλίο τῆς ζωῆς πού μεταφέρει στούς αἰῶνες. Νά λοιπόν,
Βογόμιλε, πού θά καταδικαστῆς ἀπό τό λόγο σου. Πές μου· τό βιβλίο αὐτό δέν ἀποτελεῖται
ἀπό σανίδες, ἀπό δέρματα, ἀπό νήματα πού σφίγγουν τά δέρματα, ἀπό μελάνι καί
πολλές φορές καί ἀπό ἄλλα χρώματα; Ἄρα, λοιπόν, καί σύ προσκυνῶντας καί ἀσπαζόμενος
τό Εὐαγγέλιο, προσκυνᾶς καί ἀσπάζεσαι τίς σανίδες καί τό μελάνι και τά δέρματα ἤ
τά λόγια τοῦ Θεοῦ πού εἶναι γραμμένα στό βιβλίο; Ναί, μοῦ εἶπε, τά λόγια πού εἶναι
γραμμένα στό βιβλίο. Καί μπορεῖς μ᾿ ἄλλο τρόπο νά παραδώσης τά λόγια αὐτά τοῦ
Θεοῦ στή γραφή καί στήν ἀνάγνωση χωρίς μελάνι ἤ καί χαρτί; ῎Οχι, λέει. Ποιό εἶναι
λοιπόν τό συμπέρασμά μας; Ὅτι γιά νά γραφοῦν οἱ Εὐαγγελικοί λόγοι χρησιμοποιοῦνται
τά δέρματα, τό μελάνι καί τ᾿ ἄλλα. Καί ἐκεῖνο τό ὁποῖο δέχεται τήν τιμή εἶναι τά
λόγια τοῦ Κυρίου πού ἔχουν γραφτῆ στό βιβλίο. ῞Ωστε, ἄν κάποιος σβήση τά λόγια,
σβήνει καί τήν τιμή τοῦ βιβλίου κι ὅ,τι ἀπομείνει εἶναι ἀνάξιο σεβασμοῦ καί
προσκυνήσεως. Παρόμοια στοχάσου, αἱρετικέ και ἀνόητε, καί γιά τίς ζωγραφιές τῶν
ἁγίων εἰκόνων. Αὐτό πού τιμοῦμε καί προσκυνοῦμε εἶναι ἡ εἰκόνα καί τό ὄνομα εἴτε
τοῦ Χριστοῦ εἴτε τῆς Παναγίας εἴτε κάποιου ἁγίου. Κι αὐτά εἶναι ἀδύνατο νά
μορφοποιηθοῦν καί νά ἀπεικονισθοῦν παρά μόνον μέ διάφορα χρώματα· ἄν σβηστῆ ἡ εἰκόνα,
γίνονται στό ἑξῆς κοινά τά ὑλικά καί ἀνάξια γιά τιμή.
Γιά νά
μεταχειριστοῦμε ἕνα παράδειγμα. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι κάπου ὑπάρχει ἕνας καθρέφτης ἀπό
γυαλί ἤ μέταλλο καί φαντάσου ὅτι ὁ Χριστός, ἀντί κάποιος ἄλλος, στέκεται μπροστά
σ᾿ αὐτὀν τὀν καθρέφτη. Καί σχηματίζεται ἡ εἰκόνα Του στή στιλπνότητα τοῦ καθρέφτη
καί φαίνεται σ᾿ αὐτήν πεντακάθαρα. Ἄν λοιπόν κάποιος πλησιάση μέ πόθο τόν καθρέφτη,
ὅπου διαγράφεται ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ καί τόν ἀγγίξη μέ τά χείλη του καί τόν ἀσπαστῆ,
τόν καθρέφτη τάχα τιμᾶ ἤ τή μορφή τοῦ Χριστοῦ πού καθρεφτίζεται; Εἶναι φανερό ὅτι
τιμᾶ τή μορφή. Γιατί ἄν τιμοῦσε τήν ὕλη τοῦ καθρέφτη καί ἀπέδιδε σ᾿ αὐτή σεβασμό,
θά ἦταν συνακόλουθο νά προσκυνᾶ κάθε γυαλί καί κάθε μέταλλο. Ἄν ὅμως τέτοιο πρᾶγμα
δέν ἔκανε ποτέ καί ἀσπάστηκε ἐκεῖνο μόνο στό ὁποῖο παρουσιάστηκε ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ, εἶναι
φανερό καί σέ τυφλό ἀκόμη ὅτι τίμησε τή μορφή τοῦ Χριστοῦ πού φαίνεται πάνω στήν
ὕλη. Κατά παρόμοιο τρόπο νά σκέφτεσαι καί γιά τίς ἅγιες εἰκόνες. Ἀλλά ἐσύ ὁ αἱρετικός
δέν εἶσαι μόνο εἰκονομάχος, ἀλλά πέρα γιά πέρα Χριστομάχος καί γι᾿ αὐτό εἶσαι
γεμᾶτος πολεμικό μένος κατά τῆς ἁγίας εἰκόνας Του κι ἔχεις ἀποθηριωθῆ ἀπό τό δαίμονα
πού κατοικεῖ μέσα σου...
Ἀληθινά
«τάφος ὁλάνοιχτος εἶναι ὁ λάρυγγάς τους» (τῶν αἱρετικῶν) καί βγάζει πολλή
κακοσμία ἀπό τή βλασφημία· εἶναι παιδιά τοῦ σκότους καί δέν βλέπουν τό φῶς τῆς ἀληθείας.
Ὁ Χριστός, ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου, ὅταν εἶδε τό ὁμοίωμα τοῦ αὐτοκράτορα Τιβέριου,
ἀνθρώπου ἄπιστου καί εἰδωλολάτρη, οὔτε τό ἔβρισε οὔτε τό ἀποκάλεσε εἴδωλο, ἀλλά
εἰκόνα. Καί σύ, δυστυχισμένε, δέ νοιώθεις φρίκη, τό Βασιλέα τῶν οὐρανῶν, τόν ἀπλησίαστο
ἀπό τούς ἁγίους ἀγγέλους καί τήν εἰκόνα Του νά ἀποκαλῆς βλάσφημα εἴδωλο; Καί (θά
ρωτήσει), ποῦ ὁ Χριστός ἀποκαλεῖ τοῦ αὐτοκράτορα τή μορφή εἰκόνα, ἄκουσε· ...Ρώτησαν
κάποτε τό Χριστό οἱ Ἰουδαῖοι ἄν ἐπιτρέπεται νά δίνουν στόν αὐτοκράτορα (σάν φορολογία)
τό νόμισμα τοῦ κήνσου ἤ ὄχι. Κι ὁ Χριστός ἀπάντησε· «Δεῖξτέ μου τό νόμισμα τοῦ
κήνσου». Κι ὅταν τοῦ τό ἔδειξαν τούς εἶπε πάλι· «Τίνος εἶναι ἡ εἰκόνα αὐτή καί ἡ ἐπιγραφή»; τοῦ Καίσαρα, τοῦ
ἀπάντησαν. Καί ὁ Χριστός εἶπε· Ἀποδῶστε στόν Καίσαρα ὅ,τι ἀνήκει στόν Καίσαρα
καί στό Θεό ὅ,τι ἀνήκει στό Θεό». Ἄκουσες κακοήθη Βογόμιλε, τό Χριστό, πού εἶπε·
«τίνος εἶναι ἡ εἰκόνα αὐτή καί ἡ ἐπιγραφή»; Κι ὅτι τό ἀποτύπωμα πάνω στό νόμισμα
εἶναι τοῦ Καίσαρα εἰκόνα κι ὄχι εἴδωλο. Ἀλλά γράφει ἡ Γραφή, μᾶς λέει (ὁ Βογόμιλος)·
«Τά εἴδωλα τῶν ἐθνῶν εἶναι ἀσήμι καί χρυσάφι καί ὅτι αὐτά οὔτε λόγο ἔχουν, οὔτε
ὅραση, οὔτε κίνηση». Ἐπειδή λοιπόν οἱ εἰκόνες δέν κάνουν ἤ δέν προκαλοῦν κάτι ἀπό
αὐτά πού κάνουν τά ὄντα πού συναισθάνονται
καί μιλοῦν καί κινοῦνται, φτάνεις στό συμπέρασμα νά λές ὅτι οἱ εἰκόνες εἶναι εἴδωλα.
Ἀνόητε καί ἀσυναίσθητε (ἄλλο εἰκόνα καί ἄλλο εἴδωλο)! Ἄν οἱ εἰκόνες μιλοῦσαν, ἄν
ἔβλεπαν, ἄν ἄκουγαν, ἄν περπατοῦσαν, δέ θά ἦταν εἰκόνες οὔτε ὁμοιώματα, ἀλλά
πρωτότυπα καί τέλειοι ἄνθρωποι. Ἐνῶ ἡ εἰκόνα εἶναι μονάχα ὁμοίωμα ἑνός πρωτοτύπου
καί ἀπομίμηση μιᾶς μορφῆς. Ἡ Ἁγία Γραφή ἀποκαλεῖ εἴδωλα τά ὁμοιώματα τῶν δαιμόνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου