Όσο εξαπλωμένη είναι η
επιθετικότητα ανάμεσα στα παιδιά άλλο τόσο είναι και οι μηχανισμοί που μπορούν
να την περιορίσουν…
Οι ίδιες θεωρίες που προσπαθούν
να εξηγήσουν την επιθετικότητα εντοπίζουν επίσης και τους μηχανισμούς που
πιθανόν μπορούν να την ελέγξουν αποτελεσματικά. Τέτοιοι μηχανισμοί μπορεί να
είναι οι εξής: η εξέλιξη ιεραρχικών συστημάτων ελέγχου, η χρήση ανταμοιβής και
τιμωρίας και η γνωστική εκπαίδευση. (Cole & Cole, 2002).
Σύμφωνα με τις
εξελικτικές θεωρίες υπάρχει αλληλεπίδραση ανάμεσα στην επιθετικότητα και στον
σχηματισμό ιεραρχιών κυριαρχίας. Ο F.F Stayer και οι συνεργάτες του (1991)
επιβεβαίωσαν μια τέτοια σχέση σε παιδιά 3 και 4 ετών σε ένα νηπιαγωγείο.
Εντόπισαν ένα μοντέλο εχθρικών συναλλαγών όπου όταν ένα παιδί ήταν επιθετικό,
το άλλο παιδί σχεδόν πάντα έδειχνε υποταγή κλαίγοντας ή υποχωρώντας
δημιουργώντας έτσι ένα σχήμα κοινωνικών σχέσεων μέσα στην ομάδα όπου
επικρατούσε το πιο επιθετικό παιδί. Καθώς διαμορφώνονται οι ιεραρχίες
κυριαρχίας μέσα στο νηπιαγωγείο και τα παιδιά μαθαίνουν την θέση τους στην
ιεραρχία αυτή, προκαλούν μόνο εκείνα τα παιδιά που μπορούν να προκαλέσουν εκ
του ασφαλούς.
Μία από τις πιο
δημοφιλείς πεποιθήσεις για την επιθετικότητα βασίζεται στο συμπέρασμα ότι αν οι
επιθετικές παρορμήσεις δεν εκφραστούν με ακίνδυνο τρόπο, συσσωρεύονται έως ότου
εκραγούν με βίαιο τρόπο. Οι ψυχολόγοι έχουν ονομάσει αυτή την διαδικασία
«κάθαρση» σύμφωνα με τον γενικότερο ορισμό της οποίας, ο έλεγχος της
επιθετικότητας είναι να εκφραστεί πριν δημιουργηθούν προβλήματα (Quanty, 1976),
Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστες πειστικές αποδείξεις στην κλινική έρευνα που να
υποστηρίζουν τον ρόλο της κάθαρσης ως μέσω ελέγχου της επιθετικότητας.
Άλλη μία ιδιαίτερα
διαδεδομένη άποψη για τον έλεγχο της επιθετικότητας είναι η τιμωρία με
οποιαδήποτε μορφή κι αν αυτή παρουσιάζεται. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι οι
προσπάθειες να ελεγχθεί η επιθετική συμπεριφορά των παιδιών με σωματικές
τιμωρίες ή απειλή χρήσης ωμής βίας (π.χ. «αν το κάνεις αυτό, θα φας ξύλο»)
αυξάνουν αισθητά την επιθετικότητα των παιδιών (Dodge, 1994). Ας πάρουμε ως
παράδειγμα ένα μικρό αγόρι το οποίο χτυπάει την αδερφή του για να πάρει ένα
παιχνίδι. Η αδερφή του ανταποδίδει το χτύπημα και αρχίζει ο καυγάς. Η μητέρα
τους επεμβαίνει φωνάζοντάς τους να σταματήσουν, αλλά εκείνα δεν ακούν.
Εξοργισμένη ορμάει και χαστουκίζει τον γιό της ενώ σπρώχνει την κόρη της. Τα
παιδιά αποσύρονται σπάζοντας προσωρινά τον κύκλο του καυγά. Η μητέρα βλέποντας ότι
η συμπεριφορά της (το χαστούκι και το σπρώξιμο) σταμάτησε τον καυγά των
παιδιών, το πιθανότερο είναι να την επαναλάβει. Δεδομένου ότι εκείνη αποτελεί
το μοντέλο της επιτυχημένης επιθετικότητας, τα παιδιά της επίσης θα μάθουν να συναλλάσσονται
με αυτό τον τρόπο. Φαίνεται να είναι ιδιαίτερα οξύμωρο το σχήμα που προκύπτει
όταν χρησιμοποιούμε βία για να καταστείλουμε την επιθετικότητα.
Είναι ευρύτερα γνωστό
ότι πολλές φορές τα παιδιά γίνονται επιθετικά για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον
των μεγάλων ακόμη κι αν αυτό είναι για να τα μαλώσουν ή να τα τιμωρήσουν. Ένας
τρόπος, λοιπόν, που θα μπορούσαν οι γονείς να χρησιμοποιήσουν για να
σταματήσουν την επιθετική συμπεριφορά των παιδιών τους είναι αυτή να αγνοείται
εντελώς και να δίνεται προσοχή μόνο όταν συνεργάζονται αρμονικά. Σύμφωνα με τον
Allen et al (1970), ένας τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι να δίνεται όλη η
προσοχή στο θύμα της επίθεσης αγνοώντας παντελώς τον επιτιθέμενο. Ο ενήλικας
μπορεί να καθησυχάσει το παιδί που δέχτηκε την επίθεση, να το επαινέσει που δεν
ανταπόδωσε την ίδια συμπεριφορά παραχωρώντας του ένα παραπάνω δικαίωμα και να
του διδάξει πώς να χειρίζεται στο μέλλον τέτοιες καταστάσεις. Με τον
επιτιθέμενο δεν θα ασχοληθεί καθόλου και ούτε θα σχολιάσει την συμπεριφορά του.
Σ’ αυτή την τεχνική ο επιτιθέμενος δεν ανταμείβεται ούτε τραβώντας την προσοχή
του ενήλικα ούτε καταφέρνοντας να υποτάξει το θύμα (καθώς αυτό είχε την
συμπαράσταση το ενήλικα). Ακόμη δηλώνεται στα υπόλοιπα παιδιά που ίσως ήταν
μάρτυρες της επίθεσης ότι οφείλουμε να είμαστε συμπονετικοί απέναντι στα θύματα
των άδικων επιθέσεων και να αντιμετωπίζουμε με αδιαφορία αυτούς που φέρονται
επιθετικά.
Ένας άλλος τρόπος
είναι η χρήση της λογικής. Αν και ακούγεται μάλλον απίθανο να καταφέρει κάποιος
να κάνει λογική συζήτηση μ’ έναν τετράχρονο που μόλις άρπαξε το παιχνίδι από
τον φίλο του, εντούτοις, φαίνεται ότι τέτοιες συζητήσεις μειώνουν την
επιθετικότητα ακόμη και σ’ αυτή την ηλικία. Είναι χαρακτηριστικό το πείραμα των
Zahavi & Asher (1978), όπου κανόνισαν με την δασκάλα ενός νηπιαγωγείου να πάρει
παράμερα τα πιο επιθετικά παιδιά ένα-ένα και να κάνει μαζί τους μία ήρεμη και
κατανοητή δεκάλεπτη συζήτηση. Στόχος ήταν να τους διδάξει ότι α) η
επιθετικότητα δεν λύνει προβλήματα απλά δημιουργεί κακίες και αντιπάθεια β) η
επιθετικότητα πληγώνει ένα άλλο πρόσωπο και το κάνει δυστυχισμένο και γ) τα
παιδιά μπορούν να παίζουν μαζί ή το ένα μετά το άλλο με το ίδιο παιχνίδι. Η
δασκάλα δίδαξε την κάθε έννοια κάνοντας καθοδηγητικές ερωτήσεις και
ενθαρρύνοντας τα παιδιά. Μετά απ’ αυτές τις συζητήσεις, η επιθετική συμπεριφορά
των παιδιών μειώθηκε δραματικά ενώ αυξήθηκε κατά πολύ η θετική τους
συμπεριφορά.
Μαρίας
Ναλμπάντη, Ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου