Γιατρὸς ἡ ἴδια, ἀριστοῦχος καὶ μὲ καριέρα, ἤξερε πολὺ καλὰ τί σημαίνει καρκίνος.
Ὁ πόνος, μικρὸς στὴν ἀρχή, διαρκῶς μεγάλωνε, ὥσπου τὴν ἔριξε στὸ στρῶμα. Ὁ σύζυγος τῆς Ἐρρίκος ἀντὶ νὰ τὴν παρηγορεῖ βαρυγκωμοῦσε.
*
‐
Νὰ πάρ᾿ ἡ ὀργή! Κακὸ ποὺ μὲ βρῆκε!
‐
Ἔχε ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, γιέ μου, τὸν νουθετοῦσε ἡ γιαγιὰ τῆς Ἔρμινας. Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος.
‐
Ἀφοῦ εἶναι μεγάλος, γιατὶ καταδέχεται καὶ τὰ βάζει μ᾿ ἐμᾶς τοὺς μικρούς; διαμαρτυρόταν ἐκεῖνος.
*
Ἡ ἀσθένεια ἔπαιρνε μάκρος. Ὁ Ἐρρίκος δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὴ σύντροφό του σ᾿ αὐτὰ τὰ χάλια, μὰ οὔτε καὶ κουράγιο τῆς ἔδινε.
Ἡ Ἔρμινα ἦταν πεντάρφανη. Μοναδικό της στήριγμα εἶχε τὴν καλή της γιαγιά. Χάρη σ᾿ αὐτὴν εἶχε πάρει τὸν καλὸ δρόμο κι εἶχε γίνει χαρακτήρας σεμνός, σοβαρὸς καὶ εὐσεβῆς.
*
‐
Γιαγιά μου, πόσο σὲ κουράζω τώρα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ σὲ βοηθῶ!
‐
Μὴ στενοχωριέσαι, κορούλα μου. Ποῦ ξέρεις; Ἡ Παναγιά μας κάνει καὶ θαύματα. Πρωὶ καὶ βράδυ τὴν παρακαλῶ μὲ δάκρυα νὰ σοῦ χαρίσει τὴν ὑγεία. Παρακάλεσε τὴ κι ἐσύ.
*
Στὸ νοσοκομεῖο ποὺ πῆγε, ἡ κατάσταση τῆς διαρκῶς χειροτέρευε.
‐
Στὸ στάδιο ποὺ βρίσκεται ἡ ἀσθένεια δὲν παρέχει ἐλπίδες, γνωμάτευαν ὀϊ γιατροὶ καὶ ἀποχωροῦσαν σιωπηλοὶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι τῆς ἄρρωστης.
‐
Γιαγιά, παρακάλεσε μία μέρα ἡ Ἐρμίνα, πήγαινε στὸν ἱερέα τοῦ νοσοκομείου νὰ κάνει μία Παράκληση στὴν Παναγία γιὰ μένα. Ὕστερα θέλω νὰ ἔρθει νὰ μ᾿ ἐξομολογήσει γιὰ νὰ κοινωνήσω.
*
Ἡ γιαγιὰ ἐκπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία της. Τῆς ἔφερε μάλιστα καὶ μία ἐκφραστικὴ εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης καὶ τῆς εἶπε:
‐
Γύριζε, κόρη μου, νὰ τὴ βλέπεις, νὰ τῆς μιλᾶς καὶ νὰ παίρνεις κουράγιο.
*
Ἕνα βράδυ ἡ γιαγιὰ περπατοῦσε στὸν διάδρομό του νοσοκομείου. Ξαφνικά, βλέπει μπροστὰ τῆς μία γλυκύτατη γυναικεία μορφή, ντυμένη μὲ τὴν κάτασπρη στολὴ προϊσταμένης νοσοκόμας. Παραξενεύτηκε. Δὲν ἦταν ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἤξερε.
‐
Σᾶς βλέπω γιὰ πρώτη φορά, κυρία προϊσταμένη, παρατήρησε. Θὰ σᾶς ἔχουμε τώρα ἐδῶ; Τιμή μας.
‐
Ἐγώ, ἀπάντησε ἡ ἄγνωστη, εἶμαι ἡ Παναγία. Ἄκουσα τὶς ἱκεσίες σας καὶ ἦρθα νὰ σᾶς βοηθήσω. Αὔριο λοιπὸν τὸ πρωὶ ἡ Ἔρμινα θὰ εἶναι καλά. Μόνο ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἷο καὶ Θεό μου.
Αὐτὰ εἶπε κι ἔγινε ἄφαντη.
*
Ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα ἔμεινε μαρμαρωμένη. Ὅλα μπροστὰ τῆς στριφογύριζαν. Εἶδε κι ἔπαθε νὰ ἰσορροπήσει. Ὕστερα τάχυνε τὸ βῆμα τῆς πρὸς τὴν ἐγγονή της. Τη βρῆκε κι ἐκείνη χαρούμενη.
‐
Ἐρμίνα μου, αὐτὸ κι αὐτό μου συνέβη.
‐
Ναί, γιαγιά, ἦρθε καὶ σὲ μένα ἡ Πανάχραντη. Μὲ χάιδεψε στὸ κεφάλι καὶ μοῦ ἔδωσε θάρρος. Δὲν πονάω πιά. Αἰσθάνομαι ἀνάλαφρη.
*
Στὴν πρωινή τους ἐπίσκεψη οἱ γιατροὶ ἄντικρυσαν ἀνεξήγητο θέαμα: Ἡ ἄρρωστη καθόταν ντυμένη σὲ μία καρέκλα. Μόλις τοὺς εἶδε, σηκώθηκε χαρούμενη νὰ τοὺς ὑποδεχθεῖ.
‐
Περίεργο! εἶπαν μεταξύ τους. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ θεραπεία μὲ αὐθυποβολή. Φαίνεται πὼς ἐνήργησε κίνηση ψυχολογικὴ ἡ παραψυχολογική.
‐
Κύριοι συνάδελφοι! πῆρε τότε τὸν λόγο ἡ Ἔρμινα. Σᾶς πληροφορῶ ‐ καὶ σὰν γιατρός σας βεβαιώνω ‐ πὼς τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ λέτε δὲν συμβαίνει. Ἡ θεραπεία μου ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Πῆρε εἴδηση καὶ ὁ Ἐρρίκος. Εἶχε ὅμως τὶς ἀμφιβολίες του.
‐
Σίγουρα πρόκειται γιὰ προσωρινὴ βελτίωση, παρατήρησε. Αὐτὲς οἱ ἀρρώστιες ξανάρχονται μὲ μεταστάσεις. Δὲν ἔχω ἐμπιστοσύνη.
‐
Μὰ ἐδῶ δὲν συνέβη κάτι φυσιολογικό. Ἔγινε θαῦμα! ἐξήγησε ἡ θεραπευμένη.
‐
Δὲν πιστεύω ἐγὼ σὲ θαύματα. Μοῦ φτάνει ἡ πρώτη λαχτάρα.
‐
Καὶ τότε τί θὰ γίνει;
‐
Ἀνάλαβε τὴν εὐθύνη τῆς ζωῆς σου μόνη σου. Ἔτσι εἶπε κι ἔφυγε βαρύς.
*
Ἡ Ἔρμινα ἔνοιωσε σκοτοδίνη. Ἦταν κάτι ἀναπάντεχο. Ἀμέσως ὅμως θυμήθηκε τὴ σύσταση τῆς Παναγίας
«ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἱὸ καὶ θεό της».
‐
Ἅ, ναί, Χριστέ μου, Παναγία μου ἀναφώνησε. Μόνο ἡ δική σας ἀγάπη μένει σταθερή. Αὐτή μου χρειάζεται. Αὐτὴ θὰ μὲ γεμίσει.
*
Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὴν πατρίδα τῆς τὴν Πάτρα μακριά, σὲ μία φημισμένη μονή, κι ἐκεῖ ‐ σὰν Ἐρμιόνη μοναχὴ ‐ ἀφιερώθηκε καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στὸν νυμφίο τῆς Χριστό.
Από το βιβλίο ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, εκδόσεις ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου