Κατ’ εκείνον τον καιρόν πλησίασε τον Ιησούν κάποιος
νομικός με τον σκοπόν να τον πειράξη και του είπε, «Διδάσκαλε, τι να κάνω δια να
κληρονομήσω ζωήν αιώνιον;». Αυτός δε του είπε, «Εις τον νόμον τι είναι γραμμένον;
Τι διαβάζεις;». Εκείνος απεκρίθη, «Να αγαπήσης Κυριον τον Θεόν σου με όλην την καρδιά
σου και με όλην την ψυχήν σου και με όλην την δύναμίν σου και με όλην την διάνοιάν
σου και τον πλησίον σου όπως τον εαυτόν σου». «Ορθά αποκρίθηκες», είπε ο Ιησούς,
«κάνε αυτό και θα ζήσης».
Εκείνος όμως ήθελε να δικαιώση τον εαυτόν του και
είπε εις τον Ιησούν, «Και ποιός είναι ο πλησίον μου;». Ο Ιησούς απήντησε, «Κάποιος
κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ και έπεσε σε ληστάς, οι οποίοι αφού
τον έγδυσαν και τον ετραυμάτισαν, έφυγαν και τον άφησαν μισοπεθαμένον. Κατά σύμπτωσιν
ένας ιερεύς κατέβαινε εις τον δρόμον εκείνον αλλ’ ὅταν τον είδε, επέρασε από το
απέναντι μέρος. Ομοίως και ένας Λευΐτης, όταν έφθασε εις τον τόπον και τον είδε,
επέρασε από το απέναντι μέρος. Ένας όμως Σαμαρείτης, ενώ εβάδιζε, έφθασε κοντά του
και όταν τον είδε, τον σπλαγχνίσθηκε. Τον επλησίασε, έδεσε τα τραύματά του, αφού
τα άλειψε με λάδι και κρασί, τον ανέβασε εις το δικό του ζώον και τον έφερε εις
ένα ξενοδοχείον και τον περιποιήθηκε. Όταν έφυγε, την επομένην ημέραν, έβγαλε δύο
δηνάρια και τα έδωκε εις τον ξενοδόχον και του είπε, «Περιποιήσου τον και ο,τι δήποτε
δαπανήσης επί πλέον, εγώ θα σου το αποδώσω όταν επιστρέψω».
Από τούς τρεις αυτούς ποιός σου φαίνεται ότι έγινε
πλησίον εις εκείνον που έπεσε εις τούς ληστάς; Εκείνος δε είπε, «Αυτός που του έδειξε
την ευσπλαχνίαν». Και ο Ιησούς του είπε, «Πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο».
Συνοπτική κηρυγματική ανάλυση.
1.
Ο πληγωμένος άνθρωπος βρέθηκε μπροστά σε τέσσερις κατηγορίες ανθρώπων:
Ληστές: Αφού τον λήστεψαν, του τα
πήραν όλα, τον πλήγωσαν και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Ο Χριστός δε λέει τι ήταν
οι ληστές (Σαμαρείτες ή Ιουδαίοι).
Ο ιερέας: Τον είδε και τον
προσπέρασε. Ίσως θέλησε να βοηθήσει, αλλά προφανώς φοβήθηκε τους ληστές. Πάντως
δε συμπαραστάθηκε στο συνάνθρωπό του.
Λευίτης: Τον είδε από κοντά,
πλησίασε, διαπίστωσε την τραγική θέση του πληγωμένου και την κατάστασή του («…ελθών και ιδών…»). Καίτοι ομοεθνής όμως,
τον εγκατέλειψε.
Σαμαρείτης: Τον είδε, τον
εσπλαχνίσθη καίτοι αλλόφυλος και εχθρός, τον βοήθησε, τον επιβίβασε στο υποζύγιό
του, τον περιποιήθηκε, τον ασφάλισε στο
πανδοχείο, πλήρωσε και μερίμνησε και για τη συνέχεια (« εγώ εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι»).
2. Αδελφοί μου, είμαστε μέλη μιας μικρής κοινωνίας. Μοιάζουμε όμως σαν Σαμαρείτες και Ιουδαίοι μαλωμένοι. Υπάρχουν
δίπλα μας συνάνθρωποι. Τι είμαστε όμως γι’ αυτούς;
Μήπως είμαστε ληστές της περιουσίας
τους, της τιμής τους, της ηθικής τους, της πίστεώς τους; Μήπως ενεδρεύουμε κι
εμείς, για να τους κακοποιήσουμε είτε με λόγια είτε με έργα; Μήπως σαν τον ιερέα
δεν καταδεχόμαστε ούτε καν να πλησιάσουμε στον πόνο, στη θλίψη, στην ανέχειά
τους; Ή μήπως σαν το λευίτη βλέπουμε την αξιοθρήνητη κατάσταση των
συνανθρώπων μας και δεν τους δίνουμε ούτε ένα χέρι βοηθείας;
3. Ο Χριστός μόνο έναν
τιμά, το Σαμαρείτη! Τον θέτει σαν παράδειγμα προς μίμηση. Κι αυτό, γιατί
δείχνει αγάπη. Βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του, περιποιείται τον εχθρό του,
πεζοπορεί για χάρη του και πληρώνει γι’ αυτόν από τα χρήματα που έχει για το
ταξίδι του.
Ο Χριστός θέλει αγάπη από το υστέρημά μας,
με κίνδυνο. Και -ει δυνατόν- να πάσχουμε για την εκτέλεσή της. Τέτοια αγάπη
μπορούν να δείξουν πλούσιοι και φτωχοί. Και μπορεί να γίνει πραγματικότητα! Κι αν όλοι την κάνουμε πράξη, τότε θα γίνει ο κόσμος μας από εδώ στη γη
Βασιλεία του Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου