"Μήπως εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, πού μοιράζει ἄνισα τά ἀπαραίτητα στή ζωή;
Ἐσύ εἶσαι πλούσιος κι ὁ φτωχός στερεῖται.
Τό ψωμί πού ἔχεις ἐσύ εἶναι τοῦ πεινασμένου.
Τό ροῦχο πού φυλᾶς στήν ἀποθήκη σου εἶναι τοῦ γυμνοῦ.
Τό παπούτσι πού σαπίζει σέ σένα εἶναι τοῦ ξυπόλυτου.
Τό χρυσαφικό πού ἔχεις καταχωνιάσει ἀνήκει σ’ αὐτόν πού ἔχει ἀνάγκη.
Ὁ πεινασμένος λειώνει· ὁ γυμνός παγώνει, καί σύ ἀναβάλλεις τήν ἐλεημοσύνη γιά αὔριο;
Τί θά ἀποκριθεῖς στόν κριτή, σύ πού, ἐνῶ ντύνεις τούς τοίχους, δέν ντύνεις ἕναν ἄνθρωπο;
Σύ πού, ἐνῶ στολίζεις τά ἄλογα, περιφρονεῖς τόν ἀδελφό σου καί τήν κακομοιριά του;
Σύ πού ἀφήνεις τό σιτάρι νά μουχλιάζει καί δέν τρέφεις αὐτούς πού πεινοῦν.
Καί κατόπιν; Δέν σέ περιμένει ἕνας τάφος τρεῖς πήχεις ὅλο καί ὅλο; καί τό χῶμα πού θά σκεπάσει τή δύστυχη σάρκα σου; Μέχρι πότε τό χρυσάφι θά γίνεται ἡ ἀγχόνη τῶν ψυχῶν;!"
Μέγας Βασίλειος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου