Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Τα Θρησκευτικά στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση


Το μάθημα των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση διδάσκεται στις Γ, Δ, Ε και ΣΤ τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Η σπουδαιότητά του είναι αναντίρρητη για όσους πονούν για τον αποχριστιανισμό της κοινωνίας μας και ιδιαίτερα των νέων παιδιών. Ο λόγος είναι ότι τα νέα παιδιά εισέρχονται «στο φουρτουνιασμένο πέλαγος της παρούσης ζωής» και είναι αναγκαίο να έχουν πνευματικά εφόδια τα οποία θα είναι αποδοτικό έρμα για να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα στην οποία ζούμε.
Όμως παρά την αναγκαιότητα αυτή και παρά την «υποχρεωτική» διδασκαλία του μαθήματος, τα αποτελέσματα είναι από πενιχρά μέχρι ανύπαρκτα. Οι παράγοντες αποτυχίας δεν είναι τόσο το υλικό των παιδιών ή η αδιαφορία τους. Κατά την άποψή μας οι παράγοντες είναι αρκετοί και θα επισημάνουμε μερικούς:


Η αδιαφορία των γονέων.
Αυτή φαίνεται με την πρώτη συζήτηση την οποία θα κάνει ο δάσκαλος στην τάξη. Οι περισσότεροι γονείς δεν κάνουν ποτέ θρησκευτικές συζητήσεις με τα παιδιά της. Δεν υπάρχει αναφορά στο Θεό για τις πράξεις τους, εκκλησιάζονται ελάχιστες φορές μέσα στη σχολική χρονιά, δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο Κατηχητικό. Κρίνουν και κατακρίνουν τον κλήρο και την Εκκλησία, δεν προσεύχονται, δεν νηστεύουν, δεν εξομολογούνται, δεν κοινωνούν. Ίσως μερικές οικογένειες έχουν κάποιες ηθικές αρχές (π.χ. για τα θέματα ψέμα, κλοπή, αδικία κ.ά.), αλλά σε θέματα χριστιανικής ηθικής (ταπείνωση, υπομονή, παρθενία, αποφυγή προγαμιαίων σχέσεων κ.ά.) έχουν μεσάνυχτα και πολλές φορές είναι αντίθετοι.
Όπως είναι φυσικό, όταν το παιδί  έρχεται από το σπίτι στο σχολείο με τέτοιο υπόβαθρο, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον ενσυνείδητο και πιστό δάσκαλο να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα στην ψυχή του. Και στη συνέχεια είναι ακόμα δυσκολότερο να  καλλιεργηθεί μέσα στην ψυχή του το δένδρο της πίστεως και των χριστιανικών αρετών.

Ακατάλληλοι εκπαιδευτικοί.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας είναι άνθρωποι με σοβαρότητα και αρχές στη δουλειά τους. Εργάζονται με ευσυνειδησία για να μάθουν γράμματα τα παιδιά του κόσμου. Και μπορώ να πω ότι επιτυγχάνουν σε βαθμό που πλησιάζει το άριστα. Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου έτσι με το μάθημα των Θρησκευτικών. Εκεί η κατάσταση είναι απογοητευτική. Αυτό δεν έχει να κάνει με τη διδακτική τους επάρκεια και εμπειρία, αλλά με τη θρησκευτική τους απειρία. Οι περισσότεροι δεν έχουν ζωντανή σχέση με το Θεό και την Εκκλησία. Παρά την πίστη τους στο Θεό, αγνοούν βασικά θέματα της ορθόδοξης πίστης, της θρησκευτικής και της Εκκλησιαστικής ζωής. Είναι λοιπόν φυσικό να μην μπορούν να διδάξουν σωστά το μάθημα αυτό, το οποίο πάνω απ’ όλα απαιτεί ορθόδοξο βίωμα στην καθημερινότητα. «Ουκ αν λάβης, παρά του μη έχοντος». Πώς να πάρουν τα παιδιά κάτι πνευματικό και ορθόδοξο από δασκάλους που δεν έχουν να τους δώσουν.
Αλλά και το ότι κάποια μερίδα εκπαιδευτικών έχουν μια σχέση με το Θεό και με την Εκκλησία, δεν τους κάνει ικανούς να αποδώσουν στο συγκεκριμένο μάθημα. Τους λείπει ο ενθουσιασμός, για να προετοιμάσουν τα παιδιά του σχολείου τους να γίνουν χριστιανοί με όραμα και ενθουσιασμό, να γίνουν το «προζύμι» που θα κάνει όλη την κοινωνία να «ζυμωθεί» και να αποκτήσει σωστούς χριστιανούς, πολίτες της Βασιλείας του Θεού, νοσταλγούς του Παραδείσου και για το σήμερα και για το αύριο. Αν ο δάσκαλος δεν έχει ιεραποστολικό όραμα και ζήλο δεν μπορεί να διδάξει Θρησκευτικά. Δόξα τω Θεώ πάντως, διότι υπάρχουν και μερικοί τέτοιοι δάσκαλοι, που έχουν αυτό τον ενθουσιασμό, και οι καρποί τους είναι φανεροί στα σχολεία τους.

Τα ακατάλληλα βιβλία.
Δυστυχώς με τα βιβλία των Θρησκευτικών θα μπορούσαμε να πούμε «κάθε πέρσι και καλύτερα». Έχουμε βιβλία δυσνόητα, με κύριο χαρακτηριστικό την παρδαλότητα της πολυχρωμίας, η οποία διασπά το παιδί από την ελάχιστη ουσία που προσφέρουν. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι δεν παρουσιάζουν μια δομημένη γνώση για τα θέματα της πίστεως. Το παιδί μαθαίνει πράγματα ουσιαστικά ασύνδετα μεταξύ τους, τα οποία δεν μπορεί να τα βάλει σε σειρά και τάξη. Το μάθημα των Θρησκευτικών σήμερα είναι μια περίεργη οικοδομή. Η οικοδομή αυτή έχει δυσανάλογα και ασύνδετα μεταξύ τους,  λίγο θεμέλια, λίγο ισόγειο και λίγο ανώγειο. Είναι μια οικοδομή που θα πέσει (και πέφτει) στον πρώτο σεισμό της καθημερινότητας και στους πρώτους πειρασμούς του διαβόλου.

Η αδιαφορία της Εκκλησιαστικής διοικήσεως.
Είναι αδιανόητο, η Εκκλησία μας που έχει κοντά 200 χρόνια ελεύθερου βίου στο Ελληνικό κράτος να βρίσκεται σε χειρότερη σχεδόν θέση από τότε που είχαμε το ζυγό των Τούρκων. Δεν λείπουν τα παιδιά από το κατηχητικό έργο της Εκκλησίας· λείπει ουσιαστικά το ίδιο το Κατηχητικό έργο. Σπάνιες είναι οι εξαιρέσεις που η Εκκλησία με το Κατηχητικό έργο στην ενορία βοηθάει το σχολείο στο μάθημα των Θρησκευτικών. Η παρουσία εφημερίων – ιεροκηρύκων στα σχολεία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Πολλές φορές είναι και ανεπιθύμητη, διότι ο κλήρος έδωσε πολύ κακό παράδειγμα στο λαό του Θεού. Η Εκκλησία κυνήγησε παλαιότερα, και σήμερα, κληρικούς που έγιναν εκπαιδευτικοί. Κατά τη γνώμη μας η Εκκλησία θα έπρεπε να έχει δικά της εκσυγχρονισμένα βιβλία Θρησκευτικών για όλες τις βαθμίδες. Θα έπρεπε να έχει κληρικούς εκπαιδευτικούς μέσα στα σχολεία. Θα έπρεπε να έχει σεμινάρια για την υποβοήθηση των δασκάλων που κάνουν Θρησκευτικά και μάλιστα οι απόφοιτοι αυτών των σεμιναρίων να έχουν μόρια για την πρόσληψη ή για την εξέλιξή τους. Ακόμη θα έπρεπε να έχει ήδη μοιράσει εκπαιδευτικό υλικό και λογισμικό για κάθε τάξη, όχι μόνο για τους εκπαιδευτικούς, αλλά και για τους μαθητές. Θα έπρεπε… Μην πει κανείς ότι το κράτος προβάλλει εμπόδια!!! Με τον τρόπο που φέρεται η εκκλησιαστική διοίκηση δεν θέλουν να την βλέπουν ούτε οι ίδιοι οι κληρικοί και οι θρησκευόμενοι…

Η ανάθεση του μαθήματος στον Διευθυντή.
Σε πολλά σχολεία το μάθημα των Θρησκευτικών ανατίθεται στο διευθυντή. Αυτό έχει ορισμένα θετικά στοιχεία. Ο διευθυντής είναι πρόσωπο σοβαρό, τα παιδιά τον βλέπουν με σεβασμό (αλλά και με φόβο). Ο διευθυντής περνάει από όλες σχεδόν τις τάξεις και έρχεται σε επαφή με όλα τα παιδιά. Έτσι σχηματίζει και δική του προσωπική άποψη για διάφορα θέματα της σχολικής ζωής.
Η ανάθεση όμως είναι και προβληματική. Πολλές φορές ο διευθυντής, λόγω φόρτου εργασίας, δεν κάνει μάθημα και βγάζει τα παιδιά να παίξουν στο προαύλιο. Άλλοτε τα βάζει να ζωγραφίσουν και πάει στο γραφείο του. Άλλοτε αναθέτει σε κάποιο άλλο εκπαιδευτικό, συνήθως νέο, ο οποίος και μπαίνει στην τάξη, που έχει Θρησκευτικά, ως «αλεξιπτωτιστής». Αυτό σημαίνει ότι δεν γίνεται σοβαρή και συστηματική δουλειά για το μάθημα αυτό. Αν μάλιστα τύχει ο διευθυντής να μην έχει ουσιαστική σχέση με τη χριστιανική πίστη, τότε η κατάσταση του μαθήματος είναι «να σε παίρνει το παράπονο». Τελικά νομίζουμε ότι η επιλογή του διευθυντή κάθε άλλο παρά θετική είναι για το μάθημα αυτό. Αλλά και όταν ο διευθυντής έχει κάποια καλή διάθεση και πάλι ο χρόνος του είναι ελάχιστος. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα κάνει κάτι παραπέρα από το βιβλίο για να ανεβάσει το επίπεδο του μαθήματος.

Συμπερασματικά νομίζω ότι πρέπει να ομολογήσουμε με ειλικρίνεια ότι το μάθημα των Θρησκευτικών δεν πάει καλά. Χρειάζεται συντονισμένη προσπάθεια της Εκκλησίας, των εκπαιδευτικών και των γονέων για να πετύχουμε κάτι καλύτερο. Είναι όμως επιτακτική ανάγκη η Εκκλησία να αναβαθμίσει το ρόλο της μέσα στην κοινωνία. Πάνω απ’ όλα να μην ανέχεται να είναι ουραγός καμμιάς ιδεολογίας, έχει δικό της όραμα και διδασκαλία. Επίσης δεν πρέπει να γίνεται κόλακας ούτε των κυβερνητικών, ούτε των αντικυβερνητικών παραγόντων. Πολύ περισσότερο δεν πρέπει να κρατάει μαζοχιστικά για τον εαυτό της τον ρόλο του καρπαζοεισπράκτορα από κάθε κυβερνητικό ή αντικυβερνητικό παράγοντα, που «καβάλησε το καλάμι» της εξουσίας ή της δημοσιότητας. Εξυπακούεται ότι θα πρέπει να φροντίσει να συγκεντρώσει σε μια άρρηκτη ενότητα μαζί της όλα τα «τέκνα» της και πολύ περισσότερο εκείνα που κοπιάζουν κάθε μέρα στο έργο της αγωγής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου