Βρέθηκα
πρόσφατα σε μια γιορτή, όπου γνώρισα έναν 75χρονο Έλληνα, μόνιμο κάτοικο
Καναδά. Είχε έρθει για κάποιες υποθέσεις του στο Αγρίνιο και θα έφευγε σε
λίγες ημέρες. Μας διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία, που αξίζει τον κόπο να
διαβάσετε.
"Δέκα
χρόνων ήμουν όταν οι γονείς μου ξενιτεύτηκαν στην Αυστραλία για μια καλύτερη
ζωή.
Μεγαλώνοντας,
έκανα διάφορες δουλειές. Στα 29 μου παντρεύτηκα με μία Ελληνίδα από την
Ξάνθη. Συνέχισα να εργάζομαι ως σερβιτόρος, διανομέας, οδηγός κ.λπ. Τίποτε
μόνιμο. Απέκτησα δύο γιους. Ευτυχώς εργάζονταν και η γυναίκα μου και τα
βγάζαμε, σχετικά, άνετα, πέρα.
Κάποτε
αποφάσισα να κάνω κάτι δικό μου. Είχα κάποια χρήματα και θα ζητούσα και δάνειο
από την τράπεζα. Είχε καταλήξει να ανοίξω μεγάλο οπωροπωλείο στο ευρύτερο
κέντρο της Οτάβα. Έγινε έτσι. Μισά χρήματα έβαλα εγώ, μισά πήρα δάνειο.
Τα
δύο πρώτα χρόνια πήγαμε καλά. Πλήρωνα τις δόσεις στην ώρα τους και μας έμεναν
και αρκετά χρήματα για να ζήσουμε. Όμως, λίγο αργότερα η δουλειά άρχισε να
πέφτει. Τα πράγματα δυσκόλευαν συνεχώς κι έτσι δυσκολευόμουν κι εγώ να πληρώσω
τις δόσεις. Με κάλεσαν στην τράπεζα και τους εξήγησα. Τότε ήταν που μου έκαναν
την πρόταση: "Θέλεις να γίνουμε συνέταιροι;"
Η
λογική τους ήταν απλή. Με τα υπόλοιπα χρήματα του δανείου που τους χρωστούσα,
θα εισέρχονταν στην επιχείρηση με 45%, ενώ το 55% θα ίο κρατούσα εγώ. Όμως, σε
θέματα μάρκετινγκ θα έπρεπε να τους ακούω.
Συμφώνησα
αμέσως. Μάλιστα μου είπαν με πολύ πολιτισμένο τρόπο ότι καλό θα ήταν να έπαιρναν
τα ηνία οι δύο γιοι μου, που ήταν ήδη 30 και 27, ενώ εγώ -που ήμουν ένα χρόνο
πριν τα 60- καλό θα ήταν να ασχολούμαι με εξωτερικές διεκπεραιώσεις, δηλαδή
τράπεζες, εφορεία, κ.λπ. Συμφώνησα και σ' αυτό.
Ήταν
Παρασκευή. Το Σαββατοκύριακο που μεσολάβησε, το κατάστημα έκλεισε και με την
καθοδήγηση δύο ανθρώπων που έφερε η τράπεζα (απόλυτους γνώστες του μάρκετινγκ)
ανακαινίσθηκε εκ βάθρων. Έγινε αγνώριστο. Οι δύο αυτοί άνθρωποι μας έμαθαν
πράγματα που ως τότε αγνοούσαμε πλήρως. Για παράδειγμα, ότι τις ημέρες που έχει
ήλιο, ο πελάτης επιλέγει να αγοράσει ντομάτες, ενώ βροχερές ή συννεφιασμένες
ημέρες πωλούνται ευκολότερα οι πράσινες σαλάτες. Άλλη θέση πρέπει να έχουν τα
περισσότερα φρούτα το πρωί, άλλη το απόγευμα. Και πλήθος άλλων πληροφοριών τις
οποίες υλοποιήσαμε στο ακέραιο.
Το
μαγαζί πήρε μπροστά. Από την πρώτη κιόλας ημέρα. Στο τέλος της δεύτερης
εβδομάδας οι εισπράξεις ήταν απίστευτες. Παρήγγειλα δύο αρνιά στο κοντινό
ελληνικό κρεοπωλείο και πηγαίνοντας στην τράπεζα -στα δύο στελέχη που είχα
μιλήσει εξ αρχής, φίλους και ...συνεταίρους πλέον- τους είπα να τα παραλάβουν
από το χασάπικο. Υποχρεώθηκαν. Δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοια.
Πέρασε
ένας χρόνος. Ήδη οι σχέσεις μας με τους Καναδούς τραπεζίτες είχαν προαχθεί σε
σχέσεις άδολης φιλίας. Οι οικογένειες μας είχαν γνωριστεί και συχνά τρώγαμε
μαζί στα σπίτια μας, πιο πολύ στο δικό μου, αφού η Άννα είναι εξαίρετη
μαγείρισσα. Σ' ένα απ' αυτά τα δείπνα, μου έκαναν ευθέως την πρόταση: "Δημήτρη,
τι θάλεγες ν' ανοίξουμε ένα δεύτερο οπωροπωλείο, πάλι συνεταιρικά; Τα παιδιά
σου μεγαλώνουν, ο Κώστας ετοιμάζεται για γάμο".
Σηκώθηκα,
τους αγκάλιασα, του φίλησα. Δε μπορούσα να σταματήσω να κλαίω.
Να
μη σας κουράζω άλλο. Εγώ σήμερα είμαι συνταξιούχος, αλλά βγάζω τετραπλάσια από
το ποσό της σύνταξης μου. Γιατί; Τα μανάβικα έγιναν τέσσερα κι αφού εγώ είμαι
ο επίσημος... κλητήρας (τράπεζες, δημόσιες υπηρεσίες, κ.λπ.), ε, να μη βγάλω κι
εγώ το καφεδάκι μου...;
Να
τους έχει καλά ο θεός τους Καναδούς και την τράπεζα τους.
θα
με ρωτήσετε γιατί σας διηγήθηκα την ιστορία. Να σας πω. Φύγαμε σαν κυνηγημένοι
στον Καναδά, επειδή ένα μικρομάγαζο που είχε ο πατέρας μου, λόγω αδυναμίας να
πληρώσει ένα χαμηλό δάνειο, του το πήρε η τράπεζα.
Προχθές
που ήρθα στη γενέτειρα μου, το Αγρίνιο, κάνοντας μια βόλτα στην πόλη με τον ανιψιό
μου, είδα ένα μαγαζί κλειστό με γνωστό το όνομα του ιδιοκτήτη του. "Τι
έγινε, γιατί έκλεισε αυτό;" ρώτησα τον ανιψιό μου. "Του το πήρε η τράπεζα,
θείε", μου απάντησε.
Δεν
ξαναρώτησα για κανένα άλλο κατάστημα που έβλεπα κλειστό. Πίναμε τον καφέ που
με κέρασε ο γιος της αδελφής μου και δε μίλαγα. Γέμισα απόγνωση και παράπονο
για τούτη 'δω τη χώρα.
Το
1947 μια οικογένεια με μια μόνο βαλίτσα, έφευγε απελπισμένη, σπρωγμένη στη
μετανάστευση για ένα ποσό τόσο ευτελές, που δύσκολα γίνεται πιστευτό.
Εξήντα
πέντε χρόνια αργότερα μια άλλη οικογένεια (πόσες άραγε στο σύνολο τους;)
σπρώχνεται προς τα πού, αλήθεια;
Αυτή είναι η περίφημη δημοκρατία που ζείτε, οι απόγονοι αυτών που γέννησαν
την πραγματική ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ";Για την αντιγραφή ΝΙ.ΚΑΝ.
Από
την εφημερίδα ΜΑΧΗΤΗΣ Αγρινίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου