Αυτό το εκλεκτό
λουλούδι άνθισε στη ρουμανική γη το 1967.Από μικρή ήταν πολύ κοντά στο Θεό. Όταν
έβγαινε από το σχολείο περνούσε πάντοτε από την εκκλησία. Γι’ αυτό ο πατέρας
της την μάλωνε πολύ σκληρά. <<Που ήσουν; Όλη μέρα στην εκκλησία πας με
τους παπάδες σου; Τι σου πρόσφερε ο Θεός>>; Ενώ αυτή δεν έλεγε τίποτα, μόνο
δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της.
Ήταν ευλαβής και προσευχόταν
πολλές ώρες. Στο σχολικό χορό ,όταν τελείωσε το λύκειο δεν ήθελε να πάει. Η
καθηγήτριά της την παρακαλούσε να πάει κι αυτή μαζί τους, ενώ εκείνη έλεγε <<Δε
μπορώ. Ξέρετε ότι σας αγαπώ όλους πολύ, αλλά συγχωρήστε με δε μπορώ να έρθω στο
τραπέζι>> Είχε χαρακτήρα πράο και ήταν καλή με όλους. Βοηθούσε τους
συμμαθητές της στα μαθήματα και καθόταν τη νύχτα και έγραφε γι’ αυτούς. Ήταν
πολύ καλή μαθήτρια τόσο στο σχολείο όσο και στο πανεπιστήμιο. Ήταν πολύ
εργατική. Όλα τα ρούχα της τα έφτιαχνε μόνη της.
Ήταν πνευματικό τέκνο
του μεγάλου πνευματικού π. Σοφιάν από τη μονή Αντίμ.
Όταν ήταν φοιτήτρια
περιποιούνταν μια παράλυτη γριά την οποία είχαν ξεχάσει όλοι ,την κυρά-Ιωάννα. Η
Ντανιέλα πήγαινε καθημερινά ,το πρωί πριν το πανεπιστήμιο και το βράδυ. Ήταν
αρκετά μακριά και ο κόπος μεγάλος. Την έπλενε, την περιποιούνταν, της έκανε τις
αγορές. Την έπλενε, της τραγουδούσε και της διάβαζε και έφερνε χαρά στην ψυχή
της γριάς.
Μια φορά κάποιος την
χτύπησε πολύ την οσία Ντανιέλα αν και ήταν αθώα. Αφού υπέμεινε εν σιωπή το
ξύλο, γονάτισε και φίλησε το πόδι που με αγριότητα την είχε χτυπήσει.
Ήταν πολύ πράος
χαρακτήρας και ελεούσε τους άλλους. Ποτέ δεν κατηγορούσε κανέναν και πάντα
έριχνε το φταίξιμο στον εαυτό της.
Κάποια πρόσωπα από την
οικογένεια της προσπαθούσαν να την πείσουν να παντρευτεί. <<Όχι, όχι ,εγώ
θέλω να μείνω με τον Θεό>> έλεγε <<Μπορείς να είσαι με το Θεό και
παντρεμένη>> της έλεγαν. Κι αυτή απαντούσε <<ναι, αλλά αν θα
παντρευτώ σημαίνει ότι θα βάλω λίγο τον Θεό στην άκρη και εγώ δεν το θέλω αυτό.
Θέλω να δώσω το παν στο Θεό>>.
Τη νύχτα προσευχόταν
πολλές ώρες. Ποτέ δεν έπεφτε για ύπνο χωρίς να κάνει τον κανόνα της. Τ΄ αδέλφια
της, της φώναζαν <<Τι σου δίνει ο Θεός, τι μας ζαλίζεις με τους παπάδες
σου, τι σου δίνει η πίστη σου; Αφού ο πατέρας σου δίνει φαγητό…Γιατί πήγες στο
πανεπιστήμιο για να μπεις σε μοναστήρι;>>
Όταν τελείωσε το
πανεπιστήμιο πήγε στο μοναστήρι. Ο πατέρας της την έψαχνε για πολύ καιρό και
αφού την έφερε σπίτι την χτύπησε φριχτά.
Μια φορά. την τελευταία
βραδιά πριν την τελευταία αναχώρηση της για το μοναστήρι έκλαψε και
προσευχήθηκε ασταμάτητα. Έκανε χίλιες μετάνοιες ζητώντας φωτισμό από την
Παναγία. Ξημερώματα αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε πήρε την εικονίτσα της Παναγίας
που της είχε χαρίσει ο π. Σόφιαν. Έκανε το σταυρό της, φίλησε την εικονίτσα και
αποφασισμένη μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε. Έπειτα έδωσε ένα γράμμα σε μία
φίλη της για να το δώσει στον π. Σοφιανό. Να το περιεχόμενο του.
«Πάτερ είδα στο όνειρο
μου την εικόνα της Παναγίας. Και είδα την εικόνα να ζωντανεύει και η Παναγία με
κοίταζε προσεχτικά και εγώ τη ρωτούσα, τι να κάνω; Και είδα ότι με κοίταζε με
πολύ πόνο. Και είδα δάκρυα στο μάγουλο της. Ξαφνικά άπλωσε τα χέρια της να
προσευχηθεί και ένα δάκρυ έσταξε στο χέρι μου. Όταν μ’ ακούμπησε το δάκρυ Της
ξύπνησα και αποφάσισα να φύγω.
Κι έφυγε. Στο δρόμο
του Σταυρού στο δρόμο του Σωτήρος Χριστού.
Όμως ο πατέρας της την
βρήκε και αυτήν την φορά. Όταν την έφερε από το μοναστήρι τη χτύπησε πάλι
φριχτά. Της έσκισε την μοναχική ενδυμασία μ’ ένα ψαλίδι και την πέταξε στα
σκουπίδια. Της έβγαλε από τον λαιμό τον σταυρό και της φώναξε, οι παπάδες σου
και η εκκλησία…….,,.Τότε εκείνη λιποθύμησε. Όταν ξύπνησε είπε στον πατέρα της
«σε παρακαλώ άφησέ μου τις εικόνες, δε μπορώ να ζήσω χωρίς αυτές». Τότε ο
πατέρας της έβαλε τις εικόνες κάτω τις πάτησε και τις πήρε όλες. Τότε αυτή του
είπε <<Καλά μου τα πήρες όλα αλλά την ψυχή δε μπορείς να μου την
πάρεις>>
Και από τότε προσευχόταν
μόνο έτσι <<Παναγία βοήθησέ με, Κύριε Ιησού Χριστέ μη με αφήνεις.
Βλέποντας ο πατέρας της ότι δε μπορεί να την κάνει να παρεκκλίνει από την
ορθόδοξη ζωή, σκέφτηκε κάτι διαβολικό. Βρήκε κάποιους συναδέλφους του γιατρούς
και της έβγαλαν διάγνωση <<παρανοϊκή σχιζοφρένεια συνοδευόμενη με
μυστικιστικό ντελίριο>>. Μέχρι το τέλος της ζωής της ήταν υποχρεωμένη να
παίρνει φάρμακα << για να ησυχάσει>>. Τα δυο τελευταία χρόνια της
τα πέρασε στο νοσοκομείο με σωληνάκια στη μύτη. Εξαιτίας των φαρμάκων ήταν
σχεδόν πάντα αναίσθητη. Ο πατέρας της την φύλαγε από το πρωί μέχρι το βράδυ
στις 22.00-23.00. μην τυχόν και έρθει σε επαφή με ευσεβή και πιστά πρόσωπα.
Η ακινησία της στο κρεβάτι
και τα φάρμακα που της έδινε ο ψυχίατρος της προκάλεσαν παράλυση και απόφραξη
του αυλού του εντέρου. Έτσι βασανισμένη πέθανε την Τρίτη 6 Απριλίου 2004,την
Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτό έγινε περίπου στις 22.00. Επειδή ο πατέρας της δε θα δεχόταν
να έρθει ιερέας, κατά θαυμαστό τρόπο έμαθε για το θάνατο της ο π. Κωνσταντίνος
και κατά τις 23.00 τέλεσε την ακολουθία εις κεκοιμημένους. Ο πατέρας της για
πρώτη φορά έλειπε ,αν και προηγουμένως τον είχαν δει στο νοσοκομείο…
Στον τάφο της άρχισαν
να γίνονται θαύματα.
Το πρώτο θαύμα έγινε
την Τετάρτη 12 Μαΐου 2004 κάνοντας καλά έναν νέο που επί 8 χρόνια έπασχε από
την ίδια μ’ αυτήν ασθένεια. Το 2004 έκανε καλά έναν φοιτητή που έπασχε από μια
ασθένεια των αγγείων και το 2005 έναν νεαρό που είχε κρίση σκωληκοειδίτιδας..
Ο τάφος της οσίας
Ντανιέλας βρίσκεται στο κοιμητήριο Αντρονάκε στη συνοικία Κολεντίνα στο
Βουκουρέστι.
(Αρθρο του Ιοάν
Βλαντούκα για το περιοδικό ATITUDINI.Ο τίτλος ανήκει στο περιοδικό.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου