Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Ο άγιος Ιερώνυμος



Ο άγιος Ιερώνυμος γεννήθηκε περίπου το 340 μ.Χ. και πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου του 420.  Το πλήρες όνομά του ήταν Ευσέβιος Σωφρόνιος Ιερώνυμος. Είναι ευρύτατα γνωστός ως μεταφραστή της Αγίας Γραφής από τα Ελληνικά και τα Εβραϊκά στα Λατινικά. Η έκδοση της μεταφράσεως του Αγίου Ιερωνύμου η οποία ονομάστηκε Βουλγάτα είναι ακόμα το επίσημο κείμενος της Αγίας Γραφής για την ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.  Ο άγιος Ιερώνυμος τιμάται σαν άγιος από την ορθόδοξη Εκκλησία και γιορτάζεται στις 15 Ιουνίου ενώ από την δυτική χριστιανοσύνη τιμάται την ημέρα του θανάτου του στις 30 Σεπτεμβρίου.

Η ζωή του
Ο άγιος Ιερώνυμος γεννήθηκε στο Στρείδον της Δαλματίας, στα σύνορα μεταξύ Πανονίας και Δαλματίας,  μάλλον στο σημερινό Γκράχοβοπόλιε  μέσα  στη Βοσνία Ερζεγοβίνη
Γεννήθηκε από χριστιανούς γονείς, οι οποίοι είχαν άλλα τέσσερα παιδιά εκ των οποίων ακόμη δύο, ο αδελφός του Παυλινιανός και η αδελφή του, ακολούθησαν την μοναχική ζωή.  Βαφτίστηκε περίπου το 366 από τον πάπα Λιβέριο στη Ρώμη. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε από τον πατέρα του στο οικογενειακό του περιβάλλον. Αργότερα πήγε στη Ρώμη  με το φίλο του Βονώσο για να ακολουθήσει ρητορικές και φιλοσοφικές του σπουδές. Στη Ρώμη σπούδασε κοντά στον Αίλιο Δονάτο. Ο άγιος Ιερώνυμος έμαθε επίσης τα ελληνικά, αλλά ακόμα δεν είχαν καμία σκέψη να μελετήσει τους έλληνες πατέρες ή τις χριστιανικές γραφές.
Παρέμεινε στη Ρώμη για αρκετά χρόνια. Ήταν μελετηρός σπουδαστής και σύντομα έγινε βαθύς γνώστης των ελληνικών και λατινικών κλασικών συγγραφέων της λογοτεχνίας, της ιστορίας, και της φιλοσοφίας. Εκτός από τις μελέτες του, ο νεαρός Ιερώνυμος  άρχισε ένα ισόβιο πρόγραμμα  να κάμει μια μεγάλη δική  του βιβλιοθήκη. Αυτό δεν σήμανε την αγορά των βιβλίων, αλλά την αντιγραφή των βιβλίων από τον ίδιο ή με την βοήθεια των φίλων του. Αργότερα σε όλες τις μετακινήσεις και τα ταξίδια του έπαιρνε μαζί του την πλούσια βιβλιοθήκη του. Εύλογα λοιπόν θεωρείται ο προστάτης άγιος των βιβλιοθηκαρίων. Δυστυχώς ευρισκόμενος στη Ρώμη εκτός από την απόλαυση και την ευχαρίστηση της λογοτεχνίας, ο Ιερώνυμος παρέκκλινε και σε μια άλλη  ευχαρίστηση της Ρώμης τα θεάματα και την κοσμική ζωή για την οποία μετάνιωσε αργότερα.
Μετά από αρκετά έτη στη Ρώμη, πήγε με τον φίλο του Βονώσο και εγκαταστάθηκε στα Τρέβηρα στα όρια της σημερινής Γερμανίας όπου φαίνεται ότι έκανε τις  πρώτες του θεολογικές μελέτες. Εκεί αντέγραψε τα   Σχόλια του Αγίου Ιλαρίου του Πουατιέ στους  ψαλμούς   και την πραγματεία  Περί Συνόδων. Έπειτα έμεινε για μερικούς τουλάχιστον μήνες  ή ενδεχομένως και έτη μαζί με τον Ρουφίνο στην Ακηλία   όπου έκανε πολλούς χριστιανικούς φίλους όπως τον Χρωμάτιο και τον Ηλιόδωρο. Εδώ συνδέθηκε με στενή φιλία και με τον επίσκοπο της περιοχής τον άγιο Βαλεριανό. Μερικοί από αυτούς τους φίλους ταξίδευσαν μαζί του περίπου το 373  δια μέσου της Θράκης και της Μικράς Ασίας στη βόρειο Συρία. Έμεινε το μεγαλύτερο διάστημα στην Αντιόχεια και εκεί  δύο από τους συντρόφους του πέθαναν ενώ ο ίδιος αρρώστησε σοβαρά αρκετές φορές. Κατά τη διάρκεια μιας από αυτές τις ασθένειες (περίπου ο χειμώνας 373-374) είδε ένα όραμα το οποίο τον έκαμε να εγκαταλείψει τις κοσμικές μελέτες και να αφιερωθεί στα πράγματα του Θεού. Από τη μελέτη της ζωής και των συγγραμμάτων του φαίνεται ότι έμεινε μακριά από τη μελέτη των κλασσικών συγγραφέων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Την περίοδο αυτή βυθίστηκε πραγματικά στη μελέτη της Αγίας Γραφής κάτω μάλιστα από την επίδραση του Απολλιναρίου Λαοδικείας, που δίδαξε αργότερα στην Αντιόχεια, και πάντως πριν ο Απολλινάριος να παρεκκλίνει στην αίρεση.
Εκεί γεννήθηκε μέσα του η έντονη επιθυμία για την αυστηρή ασκητική ζωή και πήγε στην έρημο της Χαλκίδος, πενήντα μίλια νοτιοανατολικά της  Αντιόχειας, σε ένα μέρος που είναι γνωστό ως συριακή Θηβαΐδα λόγω του μεγάλου αριθμού των ασκητών που ζούσαν εκεί. Στο μέρος αυτό έμεινε πέντε περίπου χρόνια. Παρά το ότι βρισκόταν στην έρημο και ζούσε με αυστηρή άσκηση εύρισκε χρόνο για τη μελέτη και την συγγραφή. Εκεί έκανε και την πρώτη προσπάθεια να μάθει εβραϊκά υπό την καθοδήγηση ενός εβραίου που είχε γίνει χριστιανός.
Επέστρεψε στην Αντιόχεια το 378 ή 379 και, σχεδόν παρά τη θέλησή του,  χειροτονήθηκε κληρικός από τον επίσκοπο Παυλίνο με την προϋπόθεση να μην ανήκει σε κάποια συγκεκριμένη ενορία και να συνεχίσει την ασκητική ζωή που είχε αρχίσει. Αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να παρακολουθήσει εξηγητικά μαθήματα στην Αγία Γραφή από τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο. Στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι έμεινε στο διάστημα των ετών 381-383 και μετά από εκεί πήγε στη Ρώμη μετά από πρόσκληση του Πάπα Δαμάσου και άλλων  εξεχόντων χριστιανών. Ο Πάπας τον είχε καλέσει από το 382 όταν συγκάλεσε εκεί σύνοδο για την επίλυση του Αντιοχειανού σχίσματος. Τελικά ο Πάπας εκτιμώντας τόσο τη σοφία του,  όσο και τη γνώση των προβλημάτων της Ανατολής που είχε,  τον κράτησε κοντά του σαν σύμβουλό του.
Στη Ρώμη μεταξύ άλλων καθηκόντων ανέλαβε την αναθεώρηση του κειμένου της Λατινικής Αγίας Γραφής με βάση το Ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης και τη μετάφραση των Εβδομήκοντα για την Παλαιά Διαθήκη, ώστε να δοθεί ένα τέλος στο πλήθος των αποκλίσεων των βιβλικών κειμένων που χρησιμοποιούσε η Δύση. Στις βιβλικές του μελέτες κατανόησε από πολύ νωρίς τη σημασία και τη σπουδαιότητα της γεωγραφίας, της φιλολογίας και της αρχαιολογίας, και χρησιμοποίησε τις πληροφορίες τους για την καλύτερη κατανόηση των κειμένων της Αγίας Γραφής,.
Το μεταφραστικό του έργο στη Ρώμη καθόρισε την όλη δραστηριότητά του για πολλά χρόνια και είναι το σημαντικότερο επίτευγμά του. Ο συνδυασμός λογοτεχνικής λαμπρότητάς και η προστασία των πλούσιων φίλων του φάνηκαν να του υπόσχονται μεγάλα και σπουδαία πράγματα. Κάποια περίοδο μάλιστα ήταν σίγουρο ότι θα είναι ο επόμενος Πάπας.
Στα χρόνια της παραμονής του στη Ρώμη άσκησε αναμφισβήτητα τεράστια επιρροή όχι μόνο με την πολυμάθεια και τη σοφία του αλλά και με την αυστηρή μοναχική ζωή την οποία ζούσε. Μεγάλη εντύπωση προξενούσαν οι κομψές και γεμάτες χάρη επιστολές του προς διαφόρους φίλους, αλλά και οι πειστικοί προτρεπτικοί του λόγοι για τον ασκητισμό και τη μοναχική ζωή. Ζώντας στη Ρώμη συγκεντρώθηκε γύρω του ένας μεγάλος κύκλος επιφανών και μορφωμένων γυναικών από τις καλύτερες αριστοκρατικές οικογένειες της Ρώμης, όπως η Μαρκέλλα και η Παύλα με τις κόρες της Βλεσίλλα και Ευστοχία. Οι γυναίκες αυτές είχαν γνωρίσει τη μοναχική ζωή από τον Μέγα Αθανάσιο όταν ήταν εξόριστος στη Ρώμη. Η αλλαγή πορείας αυτών των γυναικών και η κλίση τους προς τη μοναχική ζωή δημιούργησε εχθρότητα πολλών εναντίον του Ιερωνύμου. Στην εχθρότητα αυτή προστέθηκε και η δυσαρέσκεια πολλών κληρικών εναντίον του εξ αιτίας της αυστηρής κριτικής του αγίου Ιερωνύμου εναντίον αυτών για την κοσμική τους ζωή και νοοτροπία. Τελικά σύντομα εγκατέλειψε τη θέση του στη Ρώμη αφού εν τω μεταξύ πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου του 384 ο υποστηρικτής του Πάπας Δάμασος.
Τον Αύγουστο του 385  επέστρεψε στην Αντιόχεια. Τον ακολούθησε ο αδελφός του Παυλινιανός και διάφοροι φίλοι του. Αργότερα τον ακολούθησε και η Παύλα με την κόρη της Ευστοχία, οι οποίες καθυστέρησαν στη Ρώμη για να λύσουν διάφορα περιουσιακά ζητήματα έχοντας όμως πάρει την απόφαση να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στους Αγίους Τόπους. Το χειμώνα του 385 πήγε κοντά τους σαν πνευματικός τους σύμβουλος και ο άγιος Ιερώνυμος. Όλοι μαζί, όσοι αποδήμησαν από τη Ρώμη επισκέφτηκαν την Ιερουσαλήμ, τη Βηθλεέμ, διάφορες ιερές τοποθεσίες της Γαλιλαίας και έπειτα πήγαν στην Αίγυπτο τη χώρα των μεγάλων ηρώων της ασκητικής ζωής.
Στην Αλεξάνδρεια παρακολούθησε μαθήματα κοντά στον διάσημο διδάσκαλο της Κατηχητικής Σχολής Αλεξανδρείας τον Δίδυμο τον Τυφλό.   Την περίοδο εκείνη ο Δίδυμος ανέπτυσσε το βιβλίο του Προφήτη Ωσηέ. Εκεί άκουσε επίσης για τα πνευματικά κατορθώματα του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου. Αυτό τον έκαμε να επισκεφτεί την έρημο  της Νιτρίας όπου θαύμασε  την πειθαρχημένη κοινοβιακή ζωή των πολυάριθμων κατοίκων της «πόλης εκείνης του Κυρίου». Διαπίστωσε όμως ότι και εκεί είχε σπείρει ο διάβολος τα ζιζάνιά του αφού αρκετοί είχαν μολυνθεί από τις δοξασίες του Ωριγένη. Αργά το καλοκαίρι του 388 επέστρεψε στην Παλαιστίνη και εγκαταστάθηκε για το υπόλοιπο της ζωής του σ’ ένα ερημιτικό κελί κοντά στη Βηθλεέμ. Εκεί στη Βηθλεέμ υπό την καθοδήγηση του Αγίου Ιερωνύμου και την οικονομική βοήθεια της Παύλας ιδρύθηκαν δύο μοναστήρια ένα ανδρικό και ένα γυναικείο. Και για τα δυο αυτά μοναστήρια ο Άγιος Ιερώνυμος ήταν ο πνευματικός πατέρας και διδάσκαλος.
Η μαθήτριά του Παύλα παρείχε τα αναγκαία χρήματα για τη συντήρησή τους αλλά και για την αύξηση της βιβλιοθήκης του απερίσπαστος από τα θέματα αυτά στράφηκε σε μια έντονη πνευματική παραγωγή. Στα τελευτά τριάντα τέσσερα χρόνια της ζωής του ανήκει το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής του παραγωγής στην οποία περιλαμβάνεται η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο, τα βιβλικά του σχόλια, ο κατάλογος των χριστιανών συγγραφέων (δηλαδή το έργο περί ανδρών επιφανών) και ο Διάλογος κατά Πελαγιανών. Τη λογοτεχνική αξία μάλιστα του τελευταίου την αναγνωρίζουν ακόμα και αυτοί οι αντίπαλοί του. Στην ερμηνεία των γραφών χρησιμοποίησε την αλληγορική μέθοδο της Αλεξανδρινής Σχολής, αλλά και τον ρεαλισμό της σχολής της Αντιοχείας.
Σ’ αυτήν την περίοδο της ζωής του ανήκει και το μεγαλύτερο μέρος από την πολεμική του συγγραφή κατά των Ωριγενιστών και του κυριότερου εκπροσώπου τους του πατριάρχου Ιωάννου Ιεροσολύμων, εναντίον του πρώην φίλου του Ρουφίνου και των Πελαγιανών. Μεγάλος είναι ο αριθμός των επιστολών του που έφτασαν μέχρι τις ημέρες μας. Σώζονται επιστολές του και προς φίλους και προς εχθρούς, όλες με περισσή χάρη και κομψότητα γλώσσης, αλλά κα με περισσή δύναμη και μαχητικότητα. Επειδή μάλιστα αναφέρονται σε επίκαιρα θέματα της εποχής του έχουν τεράστιο ιστορικό, πνευματικό και θεολογικό ενδιαφέρον.
Το 416 οι οπαδοί των Πελαγιανών μη μπορώντας να αντέξουν την πολεμική του ξεσηκώθηκαν εναντίον του το 416, κατέστρεψαν τα μοναστήρια του, επετέθηκαν εναντίον των μοναχών του, σκότωσαν έναν διάκονο και ο ίδιος ο άγιος Ιερώνυμος αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο σε ένα γειτονικό φρούριο.
Επιγραφή στον τάφο του Αγίου Ιερωνύμου στη Βηθλεέμ
Ο άγιος Ιερώνυμος πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου του έτους 420 κοντά στη Βηθλεέμ. Η σορός του ετάφη αρχικά στη Βηθλεέμ κάτω από τον ιερό ναό της Γεννήσεως του Χριστού. Αργότερα τα λείψανά του λέγεται ότι μεταφέρθηκαν στη Δύση στη εκκλησία της Santa Maria Maggiore στη Ρώμη, αν και άλλες περιοχές διατείνονται ότι κατέχουν λείψανά του, όπως ο καθεδρικός ναός της πόλεως Νέπι, όπου λέγεται ότι φυλάσσεται η αγία κάρα του, κατά μία άλλη εκδοχή λέγεται ότι αυτή βρίσκεται στο Escorial της Μαδρίτης.
Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου