Γράφει ο Ιωάννης Κωστάκης Θεολόγος, τ. Λυκειάρχης
Απ’ το σκοτάδι στο φως
Την διακήρυξη ότι:
«Εγώ ειμί το φως του κόσμου» μόνο ο Χριστός θα μπορούσε να την κάνει για τον
εαυτό του. κανένας άλλος. Γιατί, «ουκ είπεν, εν εμοι εστί το φως, αλλ’ εγώ ειμί
το φως». Είναι δε φως κατά φύσιν ο Μονογενής Υιός, αφού ανέλαμψε «εκ φωτός του
κατά φύσιν Θεού και πατρός». Ο Θεός Πατήρ είναι φως. Και ο Χριστός είναι η
εικών του Θεού του αοράτου. Ο κόσμος τον περίμενε ως: «φως εις αποκάλυψιν
εθνών», και όχι μόνο της Ιουδαϊκής συναγωγής. Ο Ήλιος, το «Άστρον της ημέρας»
είναι το ορατό φως του κόσμου. Το νοητό φως είναι ο Χριστός. Ο ήλιος της
δικαιοσύνης, ο οποίος ως προς τον εαυτό του είναι λαμπρότατος και ενδοξότατος.
Ως προς ημάς είναι η πηγή του φωτός, «ο φωτίζει πάντα άνθρωπον». Με την
Ανάστασή του τα πάντα «πεπλήρωται φωτός», ουρανός, γη, καταχθόνια.
Μέσα στην
αναστάσιμη περίοδο, η Πέμπτη Κυριακή από το Πάσχα, είναι αφιερωμένη στην
θαυματουργική απόκτηση όρασης, στην διάνοιξη των οφθαλμών του εκ γενετής
τυφλού. Δεν πρόκειται εδώ για την θεραπεία ενός τυφλού, ο οποίος από κάποια
υστερογενή πάθηση έχασε το φως του, αλλά για άνθρωπο που «εγεννήθη αόμματος».
Απ’ το σκοτάδι της μητρικής κοιλιάς, βγήκε σε άλλο σκοτάδι, που δεν του
επέτρεψε ποτέ να ιδή το φως του Ηλίου. Χρόνια ολόκληρα ζούσε τυλιγμένος στο
σκοτεινό πέπλο. Ώσπου τον συνάντησε ο Χριστός, του μίλησε με στοργή και αγάπη.
Έχρισε τα μάτια του με πηλό και τον έστειλε να πλυθεί στην κολυμβήθρα του
Σιλωάμ. Εκείνος υπακούει και βλέπει το ποθητό φως. Το θαύμα χειροπιαστό. Έγινε
«εν πλήρη μεσημβρία και όχι εν νυκτί». Αυτόπτες μάρτυρες πολλοί. Ο αόμματος «εν
ριπή οφθαλμού ομματούται». Ο λαός απορεί και θαυμάζει. Οι άρχοντες δυσπιστούν,
αμφισβητούν, συκοφαντούν. «Λοιδορούν» τον πρώην τυφλό, τον οποίο και οι γονείς
του αφήνουν αβοήθητο. Μόνος, ατάραχος ο «νυν βλέπων» με σθένος αποστολικό, με
«έμπυρον πίστιν λαλούσαν εκ του περισεύματος ευγνωμονούσης καρδίας»,
διακηρύσσει το: «Πιστεύω Κύριε και προσεκύνησεν αυτώ». Το μέγιστο και μοναδικό
αυτό θαύμα δημιουργίας οφθαλμών σε εκ γενετής τυφλό, «οι μισάγαθοι επεζήτουν να
πνίξουν, πνίγοντες την υπόληψιν του τερατουργήσαντος». Οι νανώδεις ηγέτες,
επιχειρούν να σβήσουν «τον πάμφωτον ήλιον, ου ίσος ουδέποτε επέλαμψεν επί της
γης». Από τότε οι αμφισβητίες των θαυμάτων, σε κάθε εποχή, ψελλίζουν τα ασθενή
επιχειρήματά τους.
Η έννοια του θαύματος
Ως θαύμα νοείται υπερφυσικό γεγονός που παράγεται, μόνο, με
έκτακτη ενέργεια και παρέμβαση του Θεού. Είναι ανεξάρτητο απ’ τους φυσικούς
νόμους και τις δυνάμεις, με τις οποίες ο Θεός συντηρεί και κυβερνά τον κόσμο.
Είναι σημείο της επεμβάσεως του Θεού στην ιστορία του κόσμου και του ανθρώπου.
Τα θαύματα
αποκαλούνται και:
α). «Δυνάμεις» γιατί με αυτά
εκδηλώνεται η θεϊκή δύναμις η οποία τα προκαλεί.
β). «Σημεία» με την έννοια του
δείκτη ή του συμβόλου. Προαναγγέλλει, φανερώνει, μια άλλη πραγματικότητα μελλοντική,
εσχατολογική, που είναι ακόμα κρυμμένη.
Γ). «Τέρατα», «Θαυμάσια», «Παράδοξα»:
επειδή προκαλούν ζωηρή εντύπωση και «καταπλήσσουν» τους αυτόπτες και αυτήκοους
μάρτυρες
Τα θαύματα
αποτελούν: «το έμπρακτον και εκπληκτικόν προοίμιον της θείας διδασκαλίας, ή την
επίσημον σφραγίδα», με την οποία ο Χριστός την επικυρώνει.
Ο Κύριος χρησιμοποιεί δύο διδακτικές
μεθόδους:
α). τις
παραβολές, που είναι θαύματα «δια την καλλιλογικήν των ωραιότητα και
την διδακτικήν των δύναμιν» και
β). τα
θαύματα, τα οποία είναι εποπτική, παραβολική διδασκαλία υπερφυσικών
γεγονότων και αληθειών.
Θαύματα και παραβολές αποτελούν τον «άρραφο
χιτώνα» της διδασκαλίας του Χριστού, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να «διαμερισθεί
άνευ πλήρους καταστροφής αυτού».
Σκοπός του θαύματος
Είναι
σωτηριολογικός. Αποβλέπει πάντα στην σωτηρία του ανθρώπου. Τα θαύματα
φανερώνουν την εντολή του Θεού, ή επιβεβαιώνουν την αποκάλυψή του, για
πνευματική ωφέλεια των ανθρώπων. Έχουν τον ίδιο σκοπό με την διδασκαλία.
Υπηρετούν τον σκοπό της ενανθρώπισης, η οποία είναι το μέγιστο θαύμα και πηγή
όλων των μετέπειτα θαυμάτων. Διακηρύττουν την θεϊκή δύναμη και αγάπη.
Διεγείρουν την πίστη και εμπνέουν την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Χριστού, που
είναι αναγκαία προϋπόθεση αποδοχής της «σώζουσας αλήθειας».
Άμεσος και κύριος
σκοπός του θαύματος είναι η προσέλκυση του ανθρώπου στην αλήθεια του Ευαγγελίου
η οποία ελευθερώνει και σώζει. Τελικός δε σκοπός είναι η δόξα του Θεού, στο
πρόσωπο του Χριστού. Γι’ αυτό τα θαύματα κατέχουν ουσιαστική θέση στο
κοσμοσωτήριο έργο του Χριστού. Είναι δε θεμέλιο της Χριστιανικής πίστεως.
Οι αντιδράσεις των ανθρώπων στις
θαυματουργίες του Ιησού ήταν διαφορετικές. Οι άρχοντες - Γραμματείς,
Φαρισαίοι – διέστρεφαν την αλήθεια. Συκοφαντούσαν τον Χριστό και τα θαύματά
του. Τον κατηγορούν ως ασεβή, φίλο των αμαρτωλών, φάγο, οινοπότη, δαιμονισμένο
κλπ. Ο λαός αντιδρά με δυο τρόπους: άλλοτε δόξαζε τον Θεό, λέγοντας ότι:
«ουδέποτε εν τω Ισραήλ ούτως είδομεν», και άλλοτε «εφοβούντο φόβον μέγαν».
Οι άνθρωποι μπροστά
στις φανερώσεις των θεϊκών δυνάμεων που προκαλούσαν θαυμαστά αποτελέσματα,
ένιωθαν την μικρότητα και αδυναμία τους. «Κοντά στον Ιησού η ζωή θα ήταν πάντα
κρίσιμη. Εκεί που μιλούσε ή που χαμογελούσε που έτρωγε ή κοιμόταν, μπορούσε ν’
αστράψει μια έκφραση της θείας φύσεώς του. Η αναστροφή με τον Ιησού δεν ήταν
εύκολο πράγμα. Ο κλήρος αυτός ήταν για τους γενναίους, τους λίγους».
Η θεϊκή δύναμη
κρύβονταν κάτω από την ταπεινότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Μοιάζει με
το λιοντάρι που κοιμάται «τις εγερεί αυτόν;». Ο ύπνος δεν είναι μόνιμη κατάσταση
αδυναμίας του λιονταριού. Η έγερσή του είναι φοβερή. Ο Ιησούς, ο «λέων»
κυκλοφορεί με το «ένδυμα του υιού του ανθρώπου». Η παρουσία του είναι πάντα
θεία, επιβλητική και κάποτε φοβερή. Οι αρρώστιες ήταν σύμπτωμα της πτώσεως, της
καταδίκης του Αδάμ. Η θεραπεία, είναι αποκατάσταση «εις το αρχαίον κάλλος». Τα
θαύματα είναι «ο αρραβώνας της νέας εποχής που πλησιάζει», αποτελούν δε
σημάδια, προμηνύματα της «ερχόμενης βασιλείας» η οποία είναι «εγγύς επί
θύραις».
Η διδασκαλία και τα
έργα του Χριστού, κυρίως τα θαύματά του, έχουν έντονο «εσχατολογικό και
προφητικό χαρακτήρα. Ήταν δώρα και πραγματικότητες του άλλου, του νέου κόσμου.
Προμηνύματα της αιωνίου Βασιλείας».
Ο χαρακτήρας των θαυμάτων
Τα θαύματα
επισφραγίζουν τη διδασκαλία του Χριστού και είναι ακλόνητες μαρτυρίες της
θεότητός του. Ο Χριστός ομιλεί «ως εξουσίαν έχων». Οι όχλοι κρέμονται από τα
χείλη του και ομολογούν ότι: «ουδέποτε ελάλησεν» άλλος «ως ούτος ο άνθρωπος».
Με τις παραβολές του δίνει στοιχεία που φανερώνουν την διαφορά της Βασιλείας Του,
απ’ τις βασιλείες του κόσμου. Με τα θαύματα ανοίγει παράθυρα, για να δουν οι
άνθρωποι την ποιότητα ζωής και την μακαριότητα όσων γίνονται πολίτες της
Βασιλείας του Θεού.
Τα θαύματα του
Χριστού αναφέρονται σε δύο κατευθύνσεις:
α). Σε φυσικά πρόσωπα. Θεραπεία
ασθενειών, ανόρθωση παραλύτων, φωτισμός τυφλών, απαλλαγή από δαιμόνια,
Αναστάσεις νεκρών κλπ. Υπέρβαση της σωματικής φθοράς και της θνητότητας. Οι
ευεργετημένοι γίνονται ή μαθητές ή κήρυκες της δόξης του Θεού. «Διηγούνται τα
θαυμάσια».
β). Η
αποκατάσταση της κτίσεως. Ο
άνθρωπος με την πτώση του συμπαρέσυρε ολόκληρη την κτίση στην φθορά και στο
θάνατο, η οποία «συστενάζει και συνωδίνει» αναμένοντας την «λύτρωσή» της.
Ο χριστός με τα
θαύματα που έκανε: στον αέρα, στην θάλασσα, στα προϊόντα της γης κλπ.
επαναφέρει τα στοιχεία της φύσεως στην αρχική τους αποστολή. Αυτά ήταν τα πρώτα
δείγματα αποκατάστασης αρμονίας στην κτίση, την οποία «κατακυριεύει» ο
άνθρωπος. Αυτή θα ολοκληρωθεί στην «συντέλεια της ιστορίας, στην αυγή της
ογδόης δημιουργικής ημέρας εν τη παλιγγενεσία».
Για τους αποδέκτες
Ο θεός δεν έπαψε να
θαυματουργεί δια μέσου κάθε γενεάς και να διεγείρει με τις ενέργειές του τους
πνευματικά νωθρούς και βαρείς. Ως προϋπόθεση του θαύματος ισχύει το: «ει
δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». (Μάρκ.Θ,23). Υπάρχει τόσο
μεγάλη αφθονία, πλεόνασμα δυνάμεως στο Θεό, ώστε να μπορεί να κάνει και άλλους
ικανούς να θαυματουργούν. «Ώστε αν πιστεύεις ως δει, και αυτός δύνασαι
θεραπεύσαι».
Πάνω από όλα και
από κάθε θαύμα είναι η αγάπη, η οποία είναι «ρίζα πάντων των αγαθών». Όταν ο λόγος περί αγάπης γίνεται πράξη, δεν
υπάρχει ανάγκη κανενός θαύματος. Η ίδια
η αγάπη είναι θαύμα. Αν δεν ασκούμε την αγάπη, τότε: «ουδέν κερδανούμεν
από των σημείων».
Το μεγαλύτερο θαύμα
είναι η απαλλαγή του ανθρώπου από την αμαρτία. Γιατί «αν αυτή την ξεριζώσεις,
πέτυχες κατόρθωμα μεγαλύτερο από εκείνους που εκδιώκουν αμέτρητους δαίμονες»
(Χρυσόστομος).
Αυτό που συνθέτει
τη ζωή, δεν είναι η επίδειξη θαυμάτων, αλλά η «ακρίβεια αρίστης πολιτείας». Η
αρετή, απ’ την οποία πηγάζουν και στην οποία καταλήγουν τα θαύματα. Ο άριστος
βίος, ως μαγνήτης, ελκύει την χάρη του Θεού, κι αυτή με την σειρά της
θαυματουργεί. Ο Χριστός έκανε θαύματα για να εισαγάγει την αρετή στη ζωή των
ανθρώπων. Ο ενάρετος, ο άγιος βιώνει το θαύμα και ακτινοβολεί θαυματουργό χάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου