Ήμουν χθες κάτω από το
Σταυρό σου. Από περιέργεια, όπως και πολλοί άλλοι. Τον τελευταίο καιρό
ακουγόταν πολύ το όνομά σου. Σε πλατείες, στους δρόμους, σε σπίτια, στη
συναγωγή. Με θαυμασμό, με απορία, με μίσος και με αγάπη. Δεν ξέρω γιατί ήρθα.
Ίσως για να δω εάν είναι αλήθεια ότι μπορείς να πεθάνεις με τόσα που έχω
ακούσει. Ίσως για να δω την απομυθοποίησή σου προκειμένου να ξαναβάλω τη ζωή
μου στην καθημερινή της σειρά, που τόσο ανακατεύτηκε από όσα έμαθα για σένα τις
τελευταίες ημέρες.
Δεν ξέρω εάν πέτυχα το
σκοπό μου. Μάλλον όχι, εάν κρίνω από το γεγονός ότι κάθομαι και γράφω σε έναν
νεκρό. Μια φορά σε είδα από κοντά. Τότε που κυνηγούσαν την πόρνη για να τη
λιθοβολήσουν. Και έφτασαν μέχρι την πλατεία. Εκεί πίσω από το δέντρο έχω το μαγαζί
μου. Άκουσα θόρυβο και βγήκα κι εγώ έξω. Τι το ήθελες εκείνο το «ο αναμάρτητος
υμών πρώτος βαλέτω λίθον»; Όλοι αυτοί που κρατούσαν τις πέτρες ήταν
θρησκευόμενοι και καλοί άνθρωποι, που απλώς τηρούσαν το νόμο. Χτύπησε πολύ
άσχημα η κουβέντα σου.
Αλλά και εκείνο το
χθεσινό; «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω». Ακόμη και σε μένα ανέβηκε το
αίμα στο κεφάλι. Περιττό να σου πω πώς αντέδρασαν η γυναίκα που έχασε τα λεφτά
της και ο μεσήλικας που έχασε τον αδερφό του από τη «δράση» του κακούργου. Ήταν
κι αυτοί κάτω από το σταυρό του κακούργου, ζητώντας δικαίωση και ικανοποίηση.
Πολύ κόντρα πήγαινες στη δικαιοσύνη των ανθρώπων και στην κοινή λογική. Για
αυτό το έφαγες το κεφάλι σου.
Έμεινα μέχρι που σε
κατέβασαν από το Σταυρό. Δεν έφυγα όπως οι περισσότεροι, φοβισμένοι από το
σεισμό και το αφύσικο σκοτείνιασμα. Τη στιγμή ακριβώς που σε κατέβαζαν,
διέκρινα ένα μεγαλείο. Και στο άψυχο σώα σου και στους δικούς σου που το
υποδέχθηκαν. Τα ερωτήματά μου γιγάντωσαν. Θα σου πω τι σκέφτηκα: Είσαι άραγε
μια παρένθεση στην καθημερινότητά μας που τώρα κλείνει; Αυτό ήταν; Σκέφτηκα και
το μέλλον. Οι άνθρωποι πάντα θα υπάρχουν, θα καταναλώνουν, θα ρυθμίζουν τη ζωή
τους. Εσύ; Θα είσαι κάπου;
Σήμερα, πήγα στον κήπο
που είναι ο τάφος σου. Από περιέργεια και πάλι. Πριν από δυο ώρες γύρισα. Δεν
με άφησαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες να πλησιάσω πολύ. Αλλά δεν με έδιωξαν κιόλας,
γιατί γνωριζόμαστε από το μαγαζί μου. Έρχονται συχνά εκεί. Εγώ ταϊζω την
εξουσία και έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Και κάνω και τη δουλειά μου. Με αυτή τη
λογική, δεν νομίζω ότι τα πήγαινες και πολύ καλά.
Όταν ρώτησα ένα
στρατιώτη τι κάνουν εκεί, γέλασε. Και μαζί με αυτόν και άλλοι δυο τρεις που
ήταν τριγύρω. Θεώρησαν ότι είναι πολύ ανόητο να φυλάνε έναν τάφο τόσοι
οπλισμένοι άντρες. Αλλά δεν τους νοιάζει κιόλας. Αφού αυτές είναι οι διαταγές
και – όπως ακούστηκε – θα πάρουν και λεφτά από τους Ιουδαίους. Έτσι είναι, όταν
σε διατάζουν και περιμένεις και το αντάλλαγμα, δεν έχει νόημα να ρωτάς το
γιατί, δεν έχει νόημα να ψάχνεις την ουσία. Απλές αλήθειες, που δεν κατάλαβες
στο σύντομο πέρασμά σου.
Δεν ξέρω πώς να κλείσω
ένα γράμμα σε έναν νεκρό. Αλλά μάλλον δεν θα το κλείσω τώρα. Θα πάω κι αύριο
στον τάφο σου. Όταν τελειώσει το Σάββατο και το Πάσχα μας. Οι Ρωμαίοι
στρατιώτες βάζανε στοιχήματα, γελώντας δυνατά, εάν και πότε θα αναστηθείς, όπως
ακούγεται ότι είπες. Αύριο το μεσημέρι που θα γυρίσω στο σπίτι θα βάλω την
τελεία. Ως τότε….
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου