Η Κασσιανή ή Κασ(σ)ία, ή Εικασία,
ή Ικασία (μεταξύ 805 και 810 - πριν το 865) ήταν βυζαντινή ηγουμένη, ποιήτρια, συνθέτρια, και υμνογράφος στην οποία κα
αποδίδεται το ψαλλόμενο την Μεγάλη Τρίτη τροπάριο που αρχίζει με τις λέξεις: "Κύριε η εν
πoλλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή..".
Η ζωή και το έργο της καλύπτεται από μια ασάφεια.
Αρχικά, το όνομά της, το οποίο απαντάται στις πηγές με τις τέσσερις
προηγούμενες παραλλαγές. Το πρώτο, (Κασσιανή), προέκυψε επειδή ίσως το όνομά
της δεν ήταν συνηθισμένο και της δόθηκε όνομα καλογερικό, δηλαδή τη θηλυκή
μορφή του γνωστού καλογερικού ονόματος Κασσιανός. Το δεύτερο,
(Κασ(σ)ία), χρησιμοποιείται από την ίδια στην ακροστιχίδα του μοναδικού
σωζόμενου κανόνα της. Τέλος οι δύο τελευταίες παραλλαγές, (Εικασία ή Ικασία),
προέκυψαν από το λάθος ενός αντιγραφέα που προσέθεσε το γράμμα «Ι».[1]
Πρώτος βυζαντινός χρονογράφος που παρέχει
στοιχεία περί της ζωής της Κασσιανής είναι ο Συμεών ο Μάγιστρος, τον
οποίο και ακολουθούν πολλοί άλλοι μεταξύ δε αυτών ο Λέων ο Γραμματικός, ο Ιωάννης Ζωναράς κ.ά. Η Κασσιανή είναι μία από τους
πρώτους μεσαιωνικούς συνθέτες τα έργα των οποίων σώζονται αλλά και μπορούν να
ερμηνευτούν από σύγχρονους ειδικούς και μουσικούς. Περίπου 50 από τους ύμνους
έχουν διασωθεί και 23 από αυτούς περιλαμβάνονται στα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο ακριβής αριθμός τους είναι
εξαιρετικά δυσχερές να προσδιοριστεί, καθώς πολλοί ύμνοι αποδίδονται σε
διαφορετικά πρόσωπα σε διάφορα χειρόγραφα, ενώ συχνά δε σώζεται το όνομα του
υμνογράφου.
Επιπλέον, σώζονται 789 μη λειτουργικοί της
στίχοι. Πρόκειται κυρίως για «γνωμικά», όπως για παράδειγμα το
παρακάτω:
«Απεχθάνομαι τον πλούσιο άντρα που
γκρινιάζει σαν να ήταν φτωχός.»
Τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία σαν αγία στις 7 Σεπτεμβρίου.[2]
Η ζωή της
Γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γόνος φεουδαρχικής
οικογενείας.[3]
Ο πατέρας της Κασσιανής, επιφανές μέλος αυτής της οικογένειας φαίνεται πως του
είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Κανδιδάτου στην αυλή της
Βασιλεύουσας.[4]
Όταν μεγάλωσε συνδύαζε τη σωματική ομορφιά με την εξυπνάδα της. Τρεις
βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και
ο Λέων ο Γραμματικός,
αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά
του Ευφροσύνη. Σε αυτή,
που τοποθετείται χρονικά ή στο 821 ή στο 830,[5]
ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο.
Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και
της είπε: «Ὡς ἂρα διά γυναικός ἐῤῥρύη τὰ φαῦλα» «Από μία γυναίκα
ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]», αναφερόμενος στην αμαρτία και τις
συμφορές που προέκυψαν από την Εύα. Η
Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Ἀλλά καὶ διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω»
«Και από μία γυναίκα [ήρθαν στον κόσμο] τα καλά [πράγματα]», αναφερόμενη
στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. Με βάση την παράδοση ο ακριβής διάλογος ήταν:
-Εκ γυναικός τα χείρω.
-Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.
Ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με
αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας για σύζυγό του.
Πάντως το επεισόδιο αυτό αμφισβητείται από
τους νεώτερους ιστορικούς. Τα κύρια επιχειρήματα είναι ότι οι διηγήσεις του
επεισοδίου εμφανίζονται 100 περίπου χρόνια αφού έζησε ο Θεόφιλος,το διήγημα περιέχει μοτίβα από την
περιοχή του μύθου και της μεταγενέστερης δημώδους παράδοσης η οποία
δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στους εικονολατρικούς κύκλους ως αντίδραση ενάντια
στο μεροληπτικό εγκώμιο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.[6]
Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για την
Κασσιανή είναι ότι το 843 ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη
της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη.[7]
Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να
γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει
διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή. Διατηρούσε στενή σχέση με τη
γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει
σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το
10ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της (Kurt Sherry, σελ. 56). Στη
συνέχεια η Κασσιανή εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο, αν και καμιά
βυζαντινή ή άλλη πηγή, κοσμική ή εκκλησιαστική δεν μας πληροφορεί αν εξορίστηκε
από τους εικονομάχους ή τους εικονόφιλους αυτοκράτορες.
To Υμνογραφικό της έργο
Στην Κασσιανή αποδίδονται μια σειρά από
λειτουργικά ποιήματα: ένας κανόνας Περί των νεκρών ο οποίος σώζεται μόνο
σε ένα χειρόγραφο και στην ακριστιχίδα του αναφέρεται το όνομα της ποιήτριας.
Επίσης στην ποιήτρια αποδίδεται το τετραώδιο του Μεγάλου Σαββάτου Άφρων
γηραλέε. Σώζονται επίσης 21 Στιχηρά Ιδιόμελα, δηλαδή μικρότερα ποιήματα
προς τιμήν διαφόρων Αγίων για ορισμένες μέρες του εκκλησιαστικού έτους, από τα οποία
σήμερα χρησιμοποιούνται στην επίσημη λειτουργία μόνο 7. Γενικά είναι δύσκολο να
διαπιστωθεί η συγγραφική αυθεντικότητα των κομματιών, γιατί δεν μπορούν να
στηριχθούν στοιχεία πάνω στα χαρακτηριστικά του συγγραφικού ύφους.
Εκτός από τα λειτουργικά ποιήματα η Κασσιανή
συνέταξε μια σειρά από πνευματώδη ημιθρησκευτικά επιγράμματα, που τους έχει
αποδοθεί ο χαρακτηρισμός Γνώμαι κι έτσι εμφανίζονται στα χειρόγραφα.
Έχουν γραφεί στον βυζαντινό 12σύλλαβο, ο οποίος ρυθμίζεται σύμφωνα με τον
τονισμό της λέξης και σπάνια υπερβαίνουν τις δύο γραμμές σε έκταση. Σ΄αυτές
περιγράφονται ανθρώπινες ιδιότητες και χαρακτήρες. Σε αυτά εξυμνείται η φιλία,
η εξυπνάδα η σιωπή κατά την κατάλληλη στιγμή. Επίσης καυτηριάζονται διάφορες
ανθρώπινες αδυναμίες όπως η φιλαργυρία, η ανοησία, το ψεύδος κ.α.[8]
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Με βάση την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συνεχίζοντας να είναι
ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει
κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της
γράφοντας το τροπάριο της όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής
ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι
αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το
μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως το μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό
ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια. Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία
ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και
μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη
γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και
τα διάβασε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον
ύμνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ
δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας εντόπισε
την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την
επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του
αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.
Στην Βικιπαίδεια
υπάρχουν οι σχετικές παραπομπές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου