Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Υπάρχουν τραγούδια του Θεού και τραγούδια του διαβόλου



«Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον· δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν, ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τοὺς σοὶ βοῶντας· Ἀλληλούϊα» (Ἀκάθ. ὕμν. Ω οἶκ.)

Ο Ἀκάθιστος ὕμνος, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα τραγούδι. Ὑπάρχουν τραγούδια τοῦ Θεοῦ καὶ τραγούδια τοῦ διαβόλου. Τραγούδια τοῦ διαβόλου εἶνε λ.χ. αὐτὰ ποὺ λέγονται στὰ νυχτερι­νὰ κέντρα, ὅπου γίνεται μεγάλη φθορά.

Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχει καὶ πιστὸς λαός, ποὺ μαζεύεται στὶς ἐκκλησίες γιὰ τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ. Τὶς ἡμέρες μάλιστα αὐτές, κάθε Παρασκευὴ τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς, ὁ λαὸς τρέχει γιὰ τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο.

Γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος ἐψάλη τὸ 626 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολι, ἡ ὁ­ποία σώθηκε τότε ἀπὸ διπλῆ πολιορκία, Ἀβάρων καὶ Περσῶν, μετὰ ἀπὸ θαυμαστὴ ἐπέμβασι τῆς Πανα­γίας. Ὁ ὕμνος αὐτὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ 24 στροφὲς ἢ οἴκους, ὅσα καὶ τὰ ψηφία τοῦ ἀλ­φαβήτου. Ἀρχίζει ἀπὸ τὸ ἄλφα, «Ἄγγελος πρωτοστάτης…», καὶ τελειώνει στὸ ὠμέγα, «Ὦ πανύμνητε Μῆτερ…».

Θὰ ποῦμε τώρα λίγα λόγια ἐπάνω στὸν τελευταῖο οἶκο, ὁ ὁποῖος λέει· «Ὦ πανύμνητε Μῆ­τερ, ἡ τεκοῦσα τὸν πάν­των ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον· δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν, ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαν­­τας καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τοὺς σοὶ βοῶν­τας· Ἀλληλούϊα» (Ἀκάθ. ὕμν. Ω οἶκ.).

«Ὦ πανύμνητε Μῆτερ». Ὦ Μάνα τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ κάθε πιστοῦ! Ἡ γλυκειὰ Μάνα ὅλου τοῦ κόσμου εἶνε ἡ Παναγία μας. Εἶνε ἡ «πανύμνητος Μήτηρ», ἡ Μάνα ποὺ τὴν ὑ­μνοῦν ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλη ἡ κτῆσι.

Γιατί; Διότι, λέει, εἶσαι «ἡ τεκοῦσα τὸν πάν­­των ἁ­γίων ἁγιώτατον Λόγον». Εἶσαι παρθένος, ἁγνὴ σὰν τὸ ἀ­πά­­τητο χιόνι, λαμπρὴ σὰν τὶς ἀ­κτῖνες τοῦ ἥλιου, ἀστραφτερὴ σὰν διαμάντι. Γι᾽ αὐτὸ ἀξιώθηκες νὰ γεννήσῃς τὸν Λόγον τοῦ Πατρός, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, «τὸν πάντων ἁγίων ἁ­γιώτατον», τὸν ἀσυγκρίτως ἁγιώτερο ἀπὸ ὅ­λους τοὺς ἁγίους, ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους. Εἶσαι, Παναγία μας, ὑπεράνω τῶν ἁγί­ων, ὑπερ­άνω τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὑπεράνω τῶν ἁψίδων τοῦ οὐρανοῦ. Γέννη­σες ὄχι ὅ­πως ὅλες οἱ γυναῖκες, μὲ τὸ γνωστὸ φυσικὸ νόμο, ἀλλὰ κατὰ τρόπο ὑπερφυσικό.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ ὀρθολογισταὶ προβάλλουν ἄρνησι. Ἀμφισβητοῦν τὴν ἐκ παρ­θένου γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς τί ἀπαν­τοῦμε; Ὅ,τι εἶπε ἕνας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅ­πως ὁ ἥλιος περνάει τὸ τζάμι χωρὶς νὰ τὸ σπά­σῃ καὶ μπαίνει μέσα στὸ σπίτι καὶ φωτίζει καὶ θερμαίνει, ἔτσι καὶ ὁ Ἥλιος – Χριστὸς πέρασε στὰ ἁγνὰ καὶ ἀμόλυντα σπλάχνα τῆς ὑ­περ­αγίας Θεοτόκου χωρὶς νὰ φθείρῃ τὴν παρθενία της. Ἡ Παναγία εἶνε παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, παρθένος κατὰ τὸν τόκον, καὶ παρ­θένος με­τὰ τὸν τόκον, ἀειπάρθενος. Αὐτὸ εἶνε δόγμα τῆς πίστεώς μας.
«Δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν». Δέξου, σὲ παρακαλοῦμε, Μητέρα μας, αὐτὴ τὴν προσ­φο­ρά, τοῦτο τὸν ὕμνο ποὺ σοῦ προσφέρουμε καὶ ποὺ ἐ­δῶ στὸ ὠμέγα ὁλοκληρώνεται.

«Ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαν­­τας», λέει. Σῶ­σε, Παναγία, ὅλους ἀπὸ κάθε συμφορά. Ποιές εἶνε συμφορές; Συμφορὰ εἶ­νε λ.χ. ἡ φτώχεια, ἡ χηρεία, ἡ ὀρφά­νια, ἡ ἀρρώστια (ὁ καρκίνος, ἡ φθίσις κ.τ.λ.)· συμφο­ρὰ εἶ­νε ὁ σεισμός, νὰ τρέμῃ ἡ γῆ· συμφορὰ εἶνε ἡ πεῖ­να – Θεὸς φυλάξοι μήπως ποῦμε πάλι «τὸ ψω­μὶ ψωμάκι»· προσέξτε το αὐτὸ ἰδιαι­τέρως ἐ­σεῖς τὰ παιδιά, ποὺ σᾶς δίνουν φαγη­τὸ οἱ γονεῖς κ᾽ ἐσεῖς τὸ σπρώχνετε πέρα.
Ἡ πιὸ μεγάλη συμφορὰ ὅ­μως εἶνε ἄλλη· εἶνε ἡ αἰωνία κόλασις. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ὕμνος κλείνει μὲ τὴν παράκλησι· «Καὶ τῆς μελλούσης λύ­τρωσαι κολάσεως τοὺς σοὶ βοῶντας· Ἀλληλού­ϊα». Λύτρωσε ἀπὸ τὴ μέλλουσα κόλασι ὅλους τοὺς πιστοὺς ποὺ σοῦ φωνάζουν τὸ Ἀλληλούϊα.

Ὕμνος στὴν Παναγία. Σταματῶ ὅμως, ἀγαπητοί μου, στὸ σημεῖο αὐτό. Διότι τί ἀ­κούω; Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού, ἀντὶ γιὰ ὕμνο σ᾽ αὐ­τήν, ἀ­νοίγουν τὰ βρωμερά τους στόματα καὶ ὑ­βρίζουν ὅ,τι ἱ­ερὸ καὶ ἅγιο, ὑβρίζουν καὶ ­τὴν Παναγία μὲ τὶς πιὸ αἰσχρὲς βλαστήμιες.
Τί εἶ­νε αὐ­τοί; Ἑβραῖοι, Τοῦρκοι; ὄχι. Στὴν Κωνσταν­τινού­πολι, ὅ­πως μοῦ εἶπε ἕνας ἅγιος ἐπίσκοπος, Τουρκάλες, γυναῖκες ἀξιωματικῶν, ὑ­πουρ­γῶν καὶ στρα­τηγῶν, σηκώνονται νύχτα, παίρνουν τὰ ἄρρω­στα παιδιά τους ἀγκαλιὰ καὶ πηγαίνουν σ᾽ ἕνα ἐξωκκλήσι τῆς Ζωοδόχου Πη­γῆς, ποὺ βρίσκεται σ᾽ ἕνα νησάκι· κ᾽ ἐ­κεῖ πέφτουν μπρο­στὰ στὴν Παναγιὰ καὶ τὴν παρακαλοῦν νὰ κάν­ῃ καλὰ τὰ παιδιά τους. Καν­έ­νας Τοῦρκος δὲ βλαστημάει τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Κ᾽ ἐμεῖς ἀνοίγουμε τὰ βρωμερά μας στόματα καὶ βλαστημοῦμε. Καμμιά ἄλλη γυναίκα στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑ­βρίζεται μὲ τόσο αἰσχρὲς λέξεις ὅπως ἡ ὑπερ­αγία Θεοτόκος.

Συνέβη δυστυχῶς πρὸ ἐτῶν καὶ τοῦτο τὸ τερατῶδες καὶ σπάνιο, ποὺ ἀποτελεῖ ἀκραία ἐξαίρεσι. Ὅταν ἔγινε σεισμὸς στὴ Ζάκυνθο, ἐνῷ ὅλα τὰ στόματα ἐπικαλοῦντο τὸ Θεὸ καὶ τὴν Παναγία, ἕνας ἄνθρωπος ―ἂν αὐτὸς μπο­ρῇ νὰ ὀνομασθῇ ἄνθρωπος― ξάπλωσε κάτω καὶ ὄχι μὲ τὰ πέντε, ὄχι μὲ τὰ δέκα, ἀλλὰ μὲ τὰ εἴκοσι δάχτυλά του μούντζωνε τὸν οὐρανό!
Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Βρίζεις τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα ποὺ μὲ γέννησαν; σὲ συγχωρῶ· βλαστήμησες τὴν Παναγιὰ καὶ τὸ Χριστό μου; δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ». Ποιός τὸ αἰσθάνεται αὐτὸ σήμερα; Δὲν εὐθύνονται μόνο αὐτοὶ ποὺ βλαστημοῦν· φταῖμε κ᾽ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, ποὺ ἔπρεπε νὰ τοὺς μάθουμε νὰ σέβωνται τὰ θεῖα.

Δὲν πέφτει δυστυ­χῶς παραδει­γματικὴ τιμω­ρία. Γελάει ὁ δικαστής, ἂν τὰ ἀστυνομικὰ ὄρ­γανα τοῦ πᾶνε καμ­μιὰ φορὰ ἕνα βλάστημο· τὸν τιμω­ρεῖ 4 – 5 μέρες. Ἂν ὅμως πιάσουν κανένα ποὺ εἶπε κακὸ λόγο γιὰ τὸν πρόεδρο τῆς κυβερ­νήσε­ως ―μακριὰ ἀπὸ μένα ἡ πολιτική· αὐ­τὰ τὰ ἴ­δια τὰ ἔλεγα πάν­τοτε―, ἂν πιάσουν κανένα καὶ πῇ κακὸ λόγο γιὰ τὸν πρόεδρο δημοκρα­τίας, τότε λένε· Ἄ, ὕβρισε τὴν ἀρ­χή· 10 – 15 μῆ­νες φυλακή. Ὦ κράτος ἄθλιο! Με­γάλος λοιπὸν ὁ πρωθυπουρ­γός, μεγάλος ὁ πρό­εδρος δημοκρατίας, μεγάλοι οἱ στρα­τηγοί, με­γάλοι ὅλοι, καὶ μικρὸς ὁ Χριστὸς καὶ μικρὴ ἡ Παναγιά μας! Δύο εἶνε οἱ βλάστημοι λαοὶ στὴ Μεσόγειο· ἕνας οἱ Ἰταλοί, ποὺ ὑβρίζουν τὴ Μαντόνα, κι ὁ ἄλλος ἐμεῖς, ποὺ δυστυ­χῶς ἔ­χουμε τὸ ρεκὸρ τῆς βλαστήμιας στὰ Βαλκάνια, κι ὅμως λεγόμεθα χριστιανικὸ ἔθνος.
Γιὰ νὰ εἴμαστε δίκαιοι πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε μιὰ ἀ­λήθεια. Ὡρισμένοι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ βλαστημοῦν δὲν τὸ κάνουν ἀπὸ ἀθεΐα καὶ ἀπιστία· τὸ κάνουν ἀπὸ κακὴ συνήθεια. Στὸ βάθος δὲν εἶνε ἄπιστοι. Ἀπόδειξις, ὅτι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἔρχεται ὥρα ποὺ τοὺς βλέπεις μὲ βουρκωμένα μάτια καὶ φωνάζουν «Παναγιά μου!».

Αὐτὸ τὸ «Παναγιά μου!» βγαίνει ἀπὸ μυρι­άδες στόματα. «Παναγιά μου!» λέει ὁ φτωχὸς οἰκογενειάρχης μὲ τὰ πέντε παιδιά, ποὺ πάει τὸ βράδυ στὸ σπίτι καὶ δὲν ἔχει ν᾽ ἀγοράσῃ ἕνα καρβέλι. «Πανα­­γιά μου!» φωνάζει ἡ χήρα μὲ τὰ ὀρφανά, ποὺ ἔμεινε παντέρημη στὸν κόσμο. «Παναγιά μου!» φωνάζει ὁ ἀσπρομάλλης γέρος, ποὺ τὰ παιδιά του τὸν ἐγκατέλειψαν. «Παναγιά μου!» φωνάζει ἡ μάνα ποὺ ἔ­χει τὸ παιδί της ἄρρωστο. «Παναγιά μου!» φω­νάζουν οἱ ἄρρωστοι, πού ᾽νε στὰ νοσοκομεῖα καὶ βογγᾶνε πάνω στὰ κρεβάτια. «Παναγιά μου!» φωνάζει ὁ ναύτης ποὺ ταξιδεύει στὰ πε­λάγη· Ἕλληνες ναυτικοὶ διηγοῦνται θαύματα τῆς Παναγίας, ποὺ τοὺς ἔσωσε ἀπὸ τὰ κύματα. «Παναγιά μου!», φωνάζουν ὅλοι. Πρὸ παν­­τὸς «Παναγιά μου!» φωνάζει ὁ ἁμαρτωλός, ἀλλὰ κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ ψυχορραγεῖ πλέον κι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα παραδίδει τὴν ψυχή του.

Ἀλλὰ καὶ οἱ ἥρωες τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου μαρτυροῦσαν τὸ ᾽40, ὅτι ἐκεῖ στὰ ψηλὰ βουνά, ποὺ τ᾽ ἀεροπλάνα σκίαζαν τὸν ἥλιο καὶ οἱ βόμ­­βες θέριζαν κόσμο, ἡ Παναγία τοὺς ἔσωσε. «Παναγιά μου!» φώναζε τότε ὅλη ἡ Ἑλ­λάς. Καὶ ἡ Παναγιὰ ἔκανε τὸ θαῦμα· μὲ λίγες ἀπώλειες ἡ μικρή μας πατρίδα ἔγραψε τότε ἕνα θρῦλο. Καὶ σήμερα ἡ Παναγιά μας, δὲν εἶνε ψέμα, προστατεύει τὰ παιδιά μας ποὺ φρουροῦν τὰ σύνορα ἀπὸ τὸν Ἕβρο μέχρι τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ τὴν Κύπρο. Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ εὐδοκήσῃ νὰ δοῦμε τὸ θαῦμα τοῦ ᾽40 νὰ ἐπαναλαμβάνεται.
«Ὦ πανύμνητε μῆτερ…», ὦ γλυκειά μας μάνα, μάνα ὅλου τοῦ κόσμου, σὲ ἀγαποῦμε καὶ σὲ τιμοῦμε. Στὴν καρδιὰ καὶ στὸ στόμα μας σὲ ἔχουμε. Μακριά ἀπὸ μᾶς ἡ βλαστήμια!

Ἂς προσκυνοῦμε, ἀγαπητοί, ἀπ᾽ τὰ βά­θη μας τὴν Παν­αγία καὶ ὅλοι νὰ τῆς λέμε· «Ὦ πανύμνη­τε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων ἁ­γιώτατον Λόγον· δεξαμένη τὴν νῦν προσφο­ράν, ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως…»· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος {Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου (νεκροταφείου) Ἀμυνταίου τὴν 2-4-1976}

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου