Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου, τα φτερωτά σου τα όνειρα;

Ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη για τον Γρηγόριο τον Ε΄ στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.




Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;... Γιατί ’ς το μέτωπο σου
Να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαίς αχτίδαις
Όσαις μας δίδ' η όψη σου παρηγοριαίς κ' ελπίδαις;...


Γιατί ’ς τα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράξη,
Πατέρα, ένα χαμόγελο;... Γιατί να μη σπαράζη
Μέσα ’ς τα στήθη σου η καρδιά; Και πώς ’ς το βλέφαρο σου
ούτ' ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ' έλαμψε το φως σου;...

Ολόγυρα σου τα βουνά κ' οι λόγγοι στολισμένοι
Το λυτρωτή τους χαιρετούν... Η θάλασσ' αγριωμένη
Από μακρά σ' εγνώρισε και μ' αφρισμένο στόμα
Φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα
Που σε κρατεί ’ς τα σπλάχνα του... Θυμάται την ημέρα, 

Οπού κι αυτή ’ς τον κόρφο της, σαν τρυφερή μητέρα,
Πατέρα μου, σ' εδέχτηκε... Θυμάται ’ς το λαιμό σου
Το ματωμένο το σχοινί, και ’ς τ' άγιο πρόσωπο σου
Τ' άτιμα τα ραπίσματα...το βόγκο...τη λαχτάρα...
Του κόσμου την ποδοβολή... Θυμάται την αντάρα...
Την πέτρα, που σου εκρέμασαν... τη γύμνια του νεκρού σου
Το φοβερό το ανάβασμα του καταποντισμού σου...
Δεν ελησμόνησε τη γη που σώγινε πατρίδα,
Ούτε το χέρι που εύσπλαχνο μ’ ολόχρυση χλαμίδα
Τη σάρκα σου εσαβάνωσε τη θαλασσοδαρμένη
Όταν, Πατέρα μου, άκαρδοι, γονατισμέν' οι ξένοι
Το αίμα σου έγλυφαν κρυφά ’ς τα νύχια του φονιά σου...
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσα σου...
Το λείψανο σου το φτωχό, το ποδοπατημένο,
Τ' ανάστησε η αγάπη μας κ' εδώ μαρμαρωμένο
Θα στέκη ολόρθο, ακλόνητο, κ' αιώνια θα να ζήση,
Νάναι φοβέρα αδιάκοπη ’ς Ανατολή και Δύση...

Πενήντα χρόνοι πέρασαν σαν νάτανε μια μέρα!...
Για σας που είσθε αθάνατοι φεύγουν γλυκαίς, Πατέρα
Πετούν οι ώραις άμετραις’ς του τάφου το λιμάνι...
Για μας... και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνη...
Πενήντα χρόνοι επέρασαν κι' ακόμ’ η ανατριχίλα
βαθειά μας βόσκει την καρδιά... Με τα χλωρά τα φύλλα
ανθοβολεί κι' ο τάφος σου και’ ς το μνημόσυνο σου
υψώνεται’ς τον ουρανό το νεκρολίβανο σου
με των ανθών την μυρωδιά και με το καρδιοχτύπι
του κόσμου, που εζωντάνεψες... Γέροντα, τι σου λείπει;...
Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου;...
Ποιός είν' ο πόθος σου ο κρυφός και ποιό το μυστικό σου;...

Είχαν ξυπνήσει ανέλπιστα οι νεκρωμένοι δούλοι...
Κι' από το γέρο Δούναβη ως τ' άγριο Κακοσούλι
Έβραζε γη και θάλασσα... σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
Σπαθί και ξεθεμέλιωμα και δάκρυ και κατάρα...
Εβρόντουν κι' άστραφταν παντού τα κλέφτικα λημέρια
Γοργά του Χάρου εθέριζαν τ' αχόρταγα τα χέρια
Κ' ήτον ο πόλεμος χαρά, τα φονικά παιχνίδια...
Με μιας θολώνουν του Όλυμπου τα χιονισμένα φρύδια
Και μαύρα νέφη απλώνονται ’ς του Κίσσαβου τη ράχη.
Ανατριχιάζουν τα κλαριά και τα νερά κ' οι βράχοι
Μένουν παράλυτα, νεκρά, σαν νάχε διαπεράσει
Κρυφό μαχαίρι αυτή τη γη κ' εσκότωσε την πλάση...

Είχε προβάλει από μακρά πουλί κυνηγημένο
Σα σύγνεφο με το βοριά και μαυροφορεμένο,
Σκοτείδιασε τον ουρανό με τα πλατειά φτερά του,
Και με φωνή που εξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
Ερέκαξε κ' εμούγκρισε... “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Απ' άκρη ’ς άκρη ο χαλασμός... Κρεμούν τον Πατριάρχην!"...

Του μυστικού διαλαλητή πέφτει ’ς τη γη ’ς το κύμα
Το φλογερό το μήνυμα κι' από ένα τέτοιο κρίμα
Εφύτρωσε άσβεστη φωτιά και με τη δύναμη σου
Εθέριεψε, εζωντάνεψε τ' άτιμο το σχοινί σου
Κ' έγεινε φίδι φτερωτό ’ςτον κόρφο του φονιά σου...
Καλόγερε, πως δεν ξυπνάς να ιδής τα θαύματα σου;...

Αναστηλώνεται ο Μωριάς... η Ρούμελη μουγκρίζει...
Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει...
Παντού παράπονο βαθύ, κι’ αλαλαγμοί και θρήνοι...
Διαβαίνει η μαύρ' η άνοιξη... τα ρόδα μας, οι κρίνοι
Λησμονημένοι τήκονται και τα πουλιά σκασμένα
Αφήνουν έρμη τη φωλιά και φεύγουνε ’ς τα ξένα...
Σ’ του Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει
Του Γένους το ξημέρωμα... Πάσα ματιά του σφάζει...
Διωγμέν' από τον Κάλαμο, με την ψυχή ’ς το στόμα,
Χιλιάδες γυναικόπεδα δε βρίσκουν φούχτα χώμα
Να μείνουν ακυνήγητα και ο Χάρος δεκατίζει...
Ρυάζεται ο Βάλτος, σα θεριό τη χαίτη του ανεμίζει...
Φλόγα παντού και σίδερον... δεν θ' απομείνη λόθρα...
’Σ την Κιάφα νεκρανάσταση...’Σ του Πέτα καταβόθρα...
Πέτρα δε μένει ασάλευτη... κλαρί χωρίς κρεμάλα...
Εριμιά και ξεθεμέλιωμα ’ς την Τρίπολη,’ςτου Λάλα...
Κι' όταν το χέρι εχόρταινε και έπεφτε στομωμένο
Να ξανασάνη το σπαθί ’ς τη θήκη ξαπλωμένο,
Εφώναζε ο αντίλαλος... “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Απ' άκρη σ' άκρη ο χαλασμός... Κρεμούν τον Πατριάρχη!”.

Φριμάζουν τα Καλάβρυτα... Καπνίζει το Ζητούνι...
κ' η Μάνη η ανυπόμονη τεντώνει το ρουθούνι
Σαν το καθάριο τ’άλογο, να μυρισθή τ' αγέρι
Που, ταχυδρόμος τ' ουρανού, με τα φτερά του φέρει
Του Διάκου τη σπιθοβολή και την αναλαμπή του...
Ο γυιός τ' Ανδρούτζου ‘ς τη Γραβιά στηλώνει το κορμί του
Κ' επάνω του, σαν νάτανε θεόκτιστο κοτρώνι,
Συντρίβεται η Αρβανητιά με τον Ομέρ Βρυώνη...
Φεγγοβολούν τα πέλαγα ’ς την Τένεδο,’ς την Σάμο
Και κάθε κύμα πώρχεται να ξαπλωθή ’ς τον άμμο
Ξερνώντας αίμα και φωτιά, φωνάζει... “Πολεμάρχοι!...
Εκδίκηση... άσπλαχνη... παντού... Κρεμούν τον Πατριάρχη!”.

Το Σούλι το ανυπόμονο ψηλά ’ς το Καρπενήσι
Του Βότζαρή σου την ψυχή για να σε προσκυνήση
Σου στέλλει αιματοστάλαχτη… ’Σ τον τάφο του κλεισμένο
Το Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
Δεν παραδίδει τάρματα, δεν γέρνει το κεφάλι...
Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη,
Το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανο του,
Και φλογερό μετέωρο πετά ’ς τον ουρανό του
Και θάφτεται ολοζώντανο… ’Σ το διάβα του τρομάζουν
Τ' αστέρια που το κύτταζαν, και ταπεινά μεριάζουν...
Κλαρί δε φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι
Πώμεν’ ακόμα πράσινο, τ' αράπικο ποδάρι
Το μάρανε, το σκότωσε... Χορτάσαν οι κοράκοι…
’Σ τη Ράχοβα, ’ς το Δίστομο με τον Καραϊσκάκη
Αδελφωμένο πολεμά της Λιάκουρας το χιόνι...
Θερίζει τ' άσπλαχνο σπαθί κι' ο πάγος σαβανώνει...

Πλαταίνει πάντα η ερημιά και το σχοινί σου σφίγγει
Του λύκου μας του εφτάψυχου τ' αχόρταγο λαρύγκι...
Ο κόσμος ανταριάζεται... Και τα σκυλόδοντα του
Ξερριζωμένα πνίγονται με τα ρυασήματά του
’Σ του Ναβαρίνου τα νερά... και φεύγει... Ανάθεμά τον!...
Εσκόρπισαν τα σύγνεφα με τ' αστραπόβροντά των
Και κούφια απέμεινε η βοή του μαύρου καταρράχτη...
Μ' αυτά... μ' αυτά τα κόκκαλα, τα τρίμματα, τη στάχτη
Εχτίσαμε, πατέρα μου, τη πτωχική φωλιά μας.
Κ' εκείθε εφύτρωσε η μυρτιά και τα δαφνόκλαρά μας,
Π' ανθοβολούν τριγύρω σου. Γιατί τα δάχτυλά σου
Ακίνητα δεν ευλογούν τα μαύρα τα παιδιά σου;...
Σ’ τ’ ανδρειωμένα σπλάχνα σου, μακράν από την Ελλάδα
Ερρίζωσε τόσο βαθειά του Χάρου η φαρμακάδα,
Π' ούτε του Ρήγα η συντροφιά, καλόγερε, δε φθάνει
Τα σφραγισμένα χείλη σου ν' ανοίξη να γλυκάνη...
Ούτε το φως το ακοίμητο που ’ς το πλευρό σου χύνει
Αυτό μας το περίφανο, το φλογερό καμίνι;...
Ούτε, τα δέντρα, τα πουλιά, τα πράσινα χορτάρια...
Ούτε τα βασιλόπουλα, του Θρόνου μας βλαστάρια,
Που θάρχωνται να χαιρετούν του ποιητού τη λύρα,
Και να ρωτούν πώς έγεινε το ράσο σου πορφύρα;...

Τι θέλεις, γέροντ', από μας;... Δε νοιώθεις μια ματιά σου
Πόσαις θα εφλόγιζε καρδιαίς κι' από τα σωθηκά σου
Πόση θα εβλάσταινε ζωή;... Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;...
Δε φέγγει μεσ’ ’ς το μνήμα σου ούτε μια τέτοια μέρα;...

Το μάρμαρο μένει βουβό... Και θα να μείνη ακόμα
Ποιος ξέρει ως πότ' αμίλητο το νεκρικό του στόμα...
Κοιμάται κι' ονειρεύεται... και τότε θα ξυπνήση,
Όταν ’ς τα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήση
Το φοβερό μας κήρυγμα... “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου