από την Φοίβη Γλύστρα
Είστε έτοιμοι για μια καταιγίδα ρεαλισμού; Για μια θύελλα ταύτισης; Νιώθετε αρκετά έτοιμοι να δείτε γραμμένες δικές σας σκέψεις χρόνων;
Η παρακάτω λίστα συγγενών που συναντάμε κάθε Πάσχα στα οικογενειακά τραπέζια, δεν γράφτηκε στην πραγματικότητα από εμάς. Γράφτηκε απ’ το χέρι της συλλογικής μνήμης.
Τους παρακάτω ανθρώπους τους ξέρετε σαν την παλάμη του χεριού σας. Τους αγαπάτε, τους μισείτε ή αγαπάτε να τους μισείτε.
Ο θείος «εγώ θα κάτσω με τη νεολαία»
Είναι ο «για πάντα νέος» θείος που κάνει τα πιο κλισέ αστεία, λέει το ίδιο ανέκδοτο με το ίδιο αμείωτο κέφι εδώ και 12 Κυριακές του Πάσχα, πίνει λίγο παραπάνω, ξεκουμπώνει δυο κουμπιά του παντελονιού και συνεχίζει ακάθεκτος να καταβροχθίζει το καταπέτασμα. Μέχρι το τέλος της ημέρας θα έχει χαρτζιλικώσει όποιον είναι κάτω από 45 χρονών και έχει 3ο βαθμό συγγένειας.
Η κουτσομπόλα ξαδέρφη/θεία που ανέκαθεν αντιπαθούσες
Δεν τη μισείς γιατί δεν σου ‘χει κάνει τίποτα, αλλά σίγουρα την αντιπαθείς, γιατί 9 στις 10 κουβέντες της είναι φαρμακερές. «Άντε, πότε με το καλό θα φάμε κουφέτα από σένα, Μαράκι;», θα ρωτήσει σαν να νοιάζεται για το μέλλον του Μαρακίου. Δεν νοιάζεται. Απλά αισθάνεται την ανάγκη να επισημάνει ότι πέρασε ένας χρόνος ακόμα που το περί ου ο λόγος Μαράκι δεν «αποκαταστάθηκε». Κατ’ αντιστοιχία θα «αμολήσει» και κακίες μικρότερου βεληνεκούς όπως «Σου αρπάξαν, βρε Γεωργία, οι πατάτες. Πατάτες είν’ αυτές; Από πού τις παίρνετε ήθελα να ‘ξερα».
Ο μπαμπάς που (λέει ότι) ψήνει απ’ το πρωί
Σκηνικό πιο παλιό κι απ’ την Ακρόπολη: σορτσάκι, φανέλα αμάνικη, τσιπουράκι στο ένα χέρι, πιρούνα με λουκάνικο στο άλλο και στο τρανζιστοράκι ή Καζαντζίδης ή Ζαμπέτας ή Κώστας Χατζής. Ισχυρίζεται ότι «έχει ξυπνήσει αξημέρωτα και ψήνει». Η άδεια πιατέλα δίπλα του και το μοτεράκι που γυρίζει μόνο του το αρνί μαρτυρούν την αλήθεια.
Η δεν-έχω-κάτσει-ούτε-μισό-λεπτό οικοδέσποινα
Η γυναίκα-πολυεργαλείο, ο αφανής ήρωας, ο άνθρωπος σκιά. Φέρνει πιατέλες, πιρούνες, λεμόνια, λαδορίγανη, χαρτοπετσέτες, αλατιέρες, σαλτσιέρες, φρουτιέρες και σαλατιέρες. Fun fact: Θ’ ακούσει τουλάχιστον 30 φορές τη φράση «Κάτσε λίγο να σε δούμε», αλλά κανείς ποτέ δεν θα σηκωθεί απ’ την καρέκλα του για να βοηθήσει. Κανείς, εκτός από…
...Τη θεία που στρατοπεδεύει στην κουζίνα
Είναι ο έτερος αφανής ήρωας. Ένας Τζεντάι που μάχεται κατά των βρώμικων πιάτων, ένας νίντζα της οργάνωσης, μια ασταμάτητη μηχανή. Στήνει το τσαρδάκι της πλάι στον νεροχύτη και δεν φεύγει από ‘κει αν δεν πλύνει και το τελευταίο κουταλάκι. Ένας ηρωικός εθελοντής που αξίζει την ευγνωμοσύνη μας.
Η γιαγιά που κινδυνεύει από οξύ έμφραγμα, αν δεν φας όλο το φαΐ σου
Η κλασική Ελληνίδα γιαγιά. Η γιαγιά που προτιμά ν’ ακούσει ότι έσπασες το πόδι σου, απ’ το ότι είσαι νηστικός. Κάθεται στη γωνίτσα της και δεν πολυμιλάει, αλλά να φοβηθείς την οργή της αν κάποιος ξεστομίσει κάτι βλάσφημο (μέρες που ‘ναι) ή αν δεν φας όλο το φαΐ σου.
Η ξινή/Ο ξινός συγγενής
Είναι εκείνη η αντιπαθητική ξαδέρφη σου που ‘χει κολλημένο βλέμμα της στο κινητό και το μυαλό στην γκρίνια. Βαριέται και φαίνεται. Δεν της αρέσει το φαγητό και φαίνεται. Αυτός ο τύπος ξαδέρφης, θα προσπαθήσει συχνά να σου «τη σπάσει» επικαλούμενη δημοσιεύματα που αποδεικνύουν ότι τα λαχταριστά εδέσματα με τα οποία έχεις μπουκωθεί είναι ό,τι πιο ανθυγιεινό έβαλες ποτέ στο στόμα σου και θα σε βομβαρδίσει με πληροφορίες και αριθμούς για τα γαρδουμπάκια που στο Λόντον όπου σπούδαζε ούτε γι’ αστείο δεν μπορούσες να τα βρεις.
Η μωρομάνα
Αυτή μπορεί να είσαι εσύ, η αδερφή σου ή κάποια νεαρή σχετικά συγγενής που είναι και δεν είναι στο τραπέζι, τρώει και δεν τρώει, επικοινωνεί με τους υπόλοιπους και δεν επικοινωνεί. Κυνηγάει το παιδί, προσπαθεί να το ταΐσει, προσπαθεί να το κοιμίσει ή να το ακινητοποιήσει για να βγάλει απ’ το στόμα του κάτι σιχαμερό που κατάπιε. Δεν ευχαριστιέται πολύ το φαγοπότι και δεν προλαβαίνει να πάρει μέρος στις κουβέντες, αλλά είναι περιέργως χαμογελαστή.
Ο γλεντζές (και η απελπισμένη γυναίκα του)
Ο θείος αυτός που στα νιάτα του ήταν «μπερμπάντης» (και δεν χάνει ευκαιρία να το επισημάνει) και τώρα είναι ευχάριστος, χαμογελαστός, με ροδαλά μάγουλα και άπειρη διάθεση να απογειώσει το κέφι. Σίγουρα θα χορέψει τουλάχιστον ένα ζεϊμπέκικο και, λογικά, θα σπάσει τουλάχιστον δύο πιάτα. Συνοδεύεται συνήθως από σύζυγο-λιγότερο αυθόρμητο τύπο, που του τραβολογάει το μανίκι όταν λέει «σόκιν ανέκδοτα» και μουρμουρίζει «Μάκη, σταμάτα, θέαμα γίναμε πάλι». Μάκη, συνέχισε. Σ’ αγαπάμε!
Ο παντελώς άγνωστος τύπος
Εντάξει, αυτός δεν είναι συγγενής, αλλά είναι στο οικογενειακό τραπέζι. Μπορεί να είναι η φίλη σου που ήρθε εσπευσμένα απ’ το εξωτερικό και δεν είχε πού να κάνει Πάσχα, το φετινό αμόρε κάποιας ξαδέρφης ή κάποιος γείτονας που η μάνα σου αποφάσισε να υιοθετήσει. Όλοι κάποια στιγμή θα προσπαθήσουν να του πιάσουν κουβέντα. Αγαπημένη εναρκτήρια ατάκα συζήτησης συνήθως είναι: «Αρνάκι έφαγες; Δεν έφαγες. Γιατί δεν τρως! Φάε, μην ντρέπεσαι.»
Σιγά μην ντραπεί. Εδώ ο ένας θείος του μοιράζει 20ευρα, ο άλλος τον τραβάει να χορέψουν μαζί έναν καρσιλαμά και τα πιτσιρίκια σκαρφαλώνουν στο σβέρκο του.
Είστε έτοιμοι για μια καταιγίδα ρεαλισμού; Για μια θύελλα ταύτισης; Νιώθετε αρκετά έτοιμοι να δείτε γραμμένες δικές σας σκέψεις χρόνων;
Η παρακάτω λίστα συγγενών που συναντάμε κάθε Πάσχα στα οικογενειακά τραπέζια, δεν γράφτηκε στην πραγματικότητα από εμάς. Γράφτηκε απ’ το χέρι της συλλογικής μνήμης.
Τους παρακάτω ανθρώπους τους ξέρετε σαν την παλάμη του χεριού σας. Τους αγαπάτε, τους μισείτε ή αγαπάτε να τους μισείτε.
Ο θείος «εγώ θα κάτσω με τη νεολαία»
Είναι ο «για πάντα νέος» θείος που κάνει τα πιο κλισέ αστεία, λέει το ίδιο ανέκδοτο με το ίδιο αμείωτο κέφι εδώ και 12 Κυριακές του Πάσχα, πίνει λίγο παραπάνω, ξεκουμπώνει δυο κουμπιά του παντελονιού και συνεχίζει ακάθεκτος να καταβροχθίζει το καταπέτασμα. Μέχρι το τέλος της ημέρας θα έχει χαρτζιλικώσει όποιον είναι κάτω από 45 χρονών και έχει 3ο βαθμό συγγένειας.
Η κουτσομπόλα ξαδέρφη/θεία που ανέκαθεν αντιπαθούσες
Δεν τη μισείς γιατί δεν σου ‘χει κάνει τίποτα, αλλά σίγουρα την αντιπαθείς, γιατί 9 στις 10 κουβέντες της είναι φαρμακερές. «Άντε, πότε με το καλό θα φάμε κουφέτα από σένα, Μαράκι;», θα ρωτήσει σαν να νοιάζεται για το μέλλον του Μαρακίου. Δεν νοιάζεται. Απλά αισθάνεται την ανάγκη να επισημάνει ότι πέρασε ένας χρόνος ακόμα που το περί ου ο λόγος Μαράκι δεν «αποκαταστάθηκε». Κατ’ αντιστοιχία θα «αμολήσει» και κακίες μικρότερου βεληνεκούς όπως «Σου αρπάξαν, βρε Γεωργία, οι πατάτες. Πατάτες είν’ αυτές; Από πού τις παίρνετε ήθελα να ‘ξερα».
Ο μπαμπάς που (λέει ότι) ψήνει απ’ το πρωί
Σκηνικό πιο παλιό κι απ’ την Ακρόπολη: σορτσάκι, φανέλα αμάνικη, τσιπουράκι στο ένα χέρι, πιρούνα με λουκάνικο στο άλλο και στο τρανζιστοράκι ή Καζαντζίδης ή Ζαμπέτας ή Κώστας Χατζής. Ισχυρίζεται ότι «έχει ξυπνήσει αξημέρωτα και ψήνει». Η άδεια πιατέλα δίπλα του και το μοτεράκι που γυρίζει μόνο του το αρνί μαρτυρούν την αλήθεια.
Η δεν-έχω-κάτσει-ούτε-μισό-λεπτό οικοδέσποινα
Η γυναίκα-πολυεργαλείο, ο αφανής ήρωας, ο άνθρωπος σκιά. Φέρνει πιατέλες, πιρούνες, λεμόνια, λαδορίγανη, χαρτοπετσέτες, αλατιέρες, σαλτσιέρες, φρουτιέρες και σαλατιέρες. Fun fact: Θ’ ακούσει τουλάχιστον 30 φορές τη φράση «Κάτσε λίγο να σε δούμε», αλλά κανείς ποτέ δεν θα σηκωθεί απ’ την καρέκλα του για να βοηθήσει. Κανείς, εκτός από…
...Τη θεία που στρατοπεδεύει στην κουζίνα
Είναι ο έτερος αφανής ήρωας. Ένας Τζεντάι που μάχεται κατά των βρώμικων πιάτων, ένας νίντζα της οργάνωσης, μια ασταμάτητη μηχανή. Στήνει το τσαρδάκι της πλάι στον νεροχύτη και δεν φεύγει από ‘κει αν δεν πλύνει και το τελευταίο κουταλάκι. Ένας ηρωικός εθελοντής που αξίζει την ευγνωμοσύνη μας.
Η γιαγιά που κινδυνεύει από οξύ έμφραγμα, αν δεν φας όλο το φαΐ σου
Η κλασική Ελληνίδα γιαγιά. Η γιαγιά που προτιμά ν’ ακούσει ότι έσπασες το πόδι σου, απ’ το ότι είσαι νηστικός. Κάθεται στη γωνίτσα της και δεν πολυμιλάει, αλλά να φοβηθείς την οργή της αν κάποιος ξεστομίσει κάτι βλάσφημο (μέρες που ‘ναι) ή αν δεν φας όλο το φαΐ σου.
Η ξινή/Ο ξινός συγγενής
Είναι εκείνη η αντιπαθητική ξαδέρφη σου που ‘χει κολλημένο βλέμμα της στο κινητό και το μυαλό στην γκρίνια. Βαριέται και φαίνεται. Δεν της αρέσει το φαγητό και φαίνεται. Αυτός ο τύπος ξαδέρφης, θα προσπαθήσει συχνά να σου «τη σπάσει» επικαλούμενη δημοσιεύματα που αποδεικνύουν ότι τα λαχταριστά εδέσματα με τα οποία έχεις μπουκωθεί είναι ό,τι πιο ανθυγιεινό έβαλες ποτέ στο στόμα σου και θα σε βομβαρδίσει με πληροφορίες και αριθμούς για τα γαρδουμπάκια που στο Λόντον όπου σπούδαζε ούτε γι’ αστείο δεν μπορούσες να τα βρεις.
Η μωρομάνα
Αυτή μπορεί να είσαι εσύ, η αδερφή σου ή κάποια νεαρή σχετικά συγγενής που είναι και δεν είναι στο τραπέζι, τρώει και δεν τρώει, επικοινωνεί με τους υπόλοιπους και δεν επικοινωνεί. Κυνηγάει το παιδί, προσπαθεί να το ταΐσει, προσπαθεί να το κοιμίσει ή να το ακινητοποιήσει για να βγάλει απ’ το στόμα του κάτι σιχαμερό που κατάπιε. Δεν ευχαριστιέται πολύ το φαγοπότι και δεν προλαβαίνει να πάρει μέρος στις κουβέντες, αλλά είναι περιέργως χαμογελαστή.
Ο γλεντζές (και η απελπισμένη γυναίκα του)
Ο θείος αυτός που στα νιάτα του ήταν «μπερμπάντης» (και δεν χάνει ευκαιρία να το επισημάνει) και τώρα είναι ευχάριστος, χαμογελαστός, με ροδαλά μάγουλα και άπειρη διάθεση να απογειώσει το κέφι. Σίγουρα θα χορέψει τουλάχιστον ένα ζεϊμπέκικο και, λογικά, θα σπάσει τουλάχιστον δύο πιάτα. Συνοδεύεται συνήθως από σύζυγο-λιγότερο αυθόρμητο τύπο, που του τραβολογάει το μανίκι όταν λέει «σόκιν ανέκδοτα» και μουρμουρίζει «Μάκη, σταμάτα, θέαμα γίναμε πάλι». Μάκη, συνέχισε. Σ’ αγαπάμε!
Ο παντελώς άγνωστος τύπος
Εντάξει, αυτός δεν είναι συγγενής, αλλά είναι στο οικογενειακό τραπέζι. Μπορεί να είναι η φίλη σου που ήρθε εσπευσμένα απ’ το εξωτερικό και δεν είχε πού να κάνει Πάσχα, το φετινό αμόρε κάποιας ξαδέρφης ή κάποιος γείτονας που η μάνα σου αποφάσισε να υιοθετήσει. Όλοι κάποια στιγμή θα προσπαθήσουν να του πιάσουν κουβέντα. Αγαπημένη εναρκτήρια ατάκα συζήτησης συνήθως είναι: «Αρνάκι έφαγες; Δεν έφαγες. Γιατί δεν τρως! Φάε, μην ντρέπεσαι.»
Σιγά μην ντραπεί. Εδώ ο ένας θείος του μοιράζει 20ευρα, ο άλλος τον τραβάει να χορέψουν μαζί έναν καρσιλαμά και τα πιτσιρίκια σκαρφαλώνουν στο σβέρκο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου