Ο μέρμηγκας ο κυρ-Αργύρης
που είναι μεγάλος νοικοκύρης
βαρέθηκε όλο να μαζεύει
σήμερα θέλει να γλεντήσει
και τα λαλούμενα γυρεύει,
μα όχι το γλέντι να στοιχίσει,
του αρέσει η ευθυμία
λίγο να γίνεται με οικονομία.
Λοιπόν τον τζίτζικα προσμένει
να 'ρθει ως πάντα στην ελιά του.
Λένε πως έχει αυτός κρυμμένη
μια πίπιζα στο λάρυγγα του
και παίζει πάντα στο λιοπύρι
σα βιολιτζής σε πανηγύρι.
Και να στο δέντρο ανεβασμένος
ο τζίτζικας λαλεί και παίζει
και ο μέρμηγκας ευτυχισμένος
στρώνει από κάτω το τραπέζι.
Το γλέντι εστήθηκε μεγάλο,
χορεύει και συρτό και μπάλο.
Τα έντομα παρατεταγμένα
βλέπουν και τα 'χουνε χαμένα!
Εχάλασε σου λέει η πλάση,
αφού και ο μέρμηγκας, κι αυτός
μες τους φτωχούς ο πιο φτωχός,
εβάλθηκε να διασκεδάσει
''Ωραία μου παίζεις τζίτζικα μου
εγλέντησα με την καρδιά μου.
'Εβαλες δύναμη και πάθος
δεν έκανες μια νότα λάθος.
Ας είσαι πάντα μουσικός,
καλά είναι τώρα να περάσεις
να φας, να πιεις και να χορτάσεις,
σαν πεινασμένος μουσικός.
Δυστυχισμένε αν έχεις χάρη,
πάρε 2-3 σπυριά σιτάρι''.
''Κυρ-μέρμηγκα σ'ευχαριστώ,
στο δέντρο είναι καλά να μείνω
και την δροσούλα του να πίνω,
βασιλικά με τρέφει αυτό.
Σε πανηγύρι δε συχνάζω
για τον εαυτό μου διασκεδάζω.
Μην ξοδεύεις τα λεφτά σου,
δεν έπαιζα για την αφεντιά σου.
Είμαι απ' τον ήλιο μαγεμένος
στο πράσινο κλαδάκι εδώ
και από ψηλά διορισμένος
στον ήλιο για να τραγουδώ.
Λοιπόν το κάλεσμα σου ας λείψει
τρώγε, θησαύρισε εδώ κάτω
καθένας έχει τη δουλειά του
εσύ στην τρύπα και εγώ στα ύψη''.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Από το Αναγνωστικό το Ροζακί σταφύλι, 1932
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου