του Φώτη Κόντογλου
Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τίς παραμονές τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπό χώρα σέ χώρα κι ἀπό χωριό σέ χωριό, καί χτυπᾶ τίς πόρτες γιά νά δεῖ ποιός θά τόν δεχτεῖ μέ καθαρή καρδιά. Μιά χρονιά λοιπόν, πῆρε τό ραβδί του καί τράβηξε. Ἤτανε σάν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μέ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μέ χοντροπάπουτσα στά ποδάρια του καί μ’ ἕνα ταγάρι περασμένο στόν ὦμο του. Γί αὐτό τόν παίρνανε γιά διακονιάρη καί δέν τ’ ἀνοίγανε τήν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατί ἔβλεπε τήν ἀπονιά τῶν ἀνθρώπων καί συλλογιζότανε τούς φτωχούς πού διακονεύουνε, ἐπειδῆς ἔχουνε ἀνάγκη, μ’ ὅλο πού αὐτός ὁ ἴδιος δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.